Macro

Αννέτα Καββαδία: Στον αστερισμό του διαλόγου

Ας ξεκινήσουμε από τα στοιχειώδη. Άρθρο 21 του Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ: «…στο πλαίσιο του κόμματος αναγνωρίζεται η δυνατότητα ύπαρξης και λειτουργίας τάσεων και ρευμάτων ιδεών. Τα μέλη του κόμματος έχουν τη δυνατότητα να συνδιαμορφώνουν και να προβάλλουν συλλογικά τις απόψεις και προτάσεις τους μέσα στο κόμμα αλλά και δημόσια… Οι τάσεις διαμορφώνονται στη βάση πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων (συνολικών ή επιμέρους) που δημοσιοποιούνται σε κείμενο, καθιστώντας τες διακριτό ιδεολογικό/πολιτικό ρεύμα… Συμβάλλουν στη συγκρότηση της ιδεολογικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, προσδίδοντας θεωρητικό και στρατηγικό βάθος στην κοινωνική και πολιτική δράση, προσεγγίζοντας το σοσιαλισμό και το σοσιαλιστικό σχέδιο για τον 21ο αιώνα…»

Και αφού «φρεσκάραμε» τη μνήμη μας, πάμε παρακάτω. Τι είναι αυτό που ενόχλησε και προκάλεσε τέτοιο τσουνάμι αντιδράσεων μετά την εμφάνιση των κειμένων της Ομπρέλας, κυρίως, αλλά και της ΡΕΝΕ; Προς τι η «ιερή αγανάκτηση» και το «ανάθεμα»; Τι σκοπό εξυπηρετούν οι κραυγές και οι προτροπές για «κόψιμο κεφαλιών»; Και, τελικά, πόσο συμβάλουν στην κοινή προσπάθεια οι «οπαδικού» τύπου συμπεριφορές και η στοχοποίηση όχι μόνο προσώπων αλλά και της ίδιας της κουλτούρας του διαλόγου;

 

Εσωστρέφεια ή διαλεκτική;

Γράφει, το 1991 στο βιβλίο του «Στον αστερισμό του λαϊκισμού», ο Άγγελος Ελεφάντης (αναφερόμενος στην περίοδο κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ): «φραξιονισμός», «σεκταρισμός», «οπορτουνισμός», «διανοουμενισμός», «ελιτισμός». Με αυτή την ορολογία, δανεισμένη κι αυτή από την Αριστερά, πατάχθηκαν η μία μετά την άλλη οι εσωκομματικές αντιστάσεις στη μακρά και θλιβερή πορεία μικροδιασπάσεων, αποχωρήσεων, διαγραφών, αποστρατεύσεων και εκπαραθυρώσεων, όπου το ΠΑΣΟΚ δεν έχει απολύτως τίποτα να ζηλέψει από τις πιο ζοφερές στιγμές της σταλινικής πρακτικής». Μήπως η νοσταλγία, ή και ο θαυμασμός, για τέτοιου είδους πρακτικές ερμηνεύει το μένος με το οποίο αντιμετωπίζονται, από κάποιους, κείμενα συμβολής στον προσυνεδριακό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ; Χωρίς μάλιστα να έχουν καν διαβαστεί!

Ανεξαρτήτως περιεχομένου, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η κατάθεση απόψεων και προβληματισμών συνιστά εσωστρέφεια και αδυναμία κατανόησης των σημερινών επίδικων, όπως συχνά ακούγεται. Κατά πόσο το αξίωμα της Αριστεράς ότι η διαλεκτική – θεμελιώδες καθήκον της συλλογικής διανόησης των μελών ενός αριστερού οργανισμού – βελτιώνει και τις δικές μας απόψεις και το τελικό αποτέλεσμα, αποτελεί προϋπόθεση ή τροχοπέδη για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης και των καταστροφικών συνεπειών της κυβερνητικής πολιτικής. Κατά πόσο, με άλλα λόγια, συνιστά ή όχι «πολυτέλεια» η επένδυση σε χρόνο και ενέργεια προκειμένου να καταλήξει κανείς στις θεωρητικές εκείνες επεξεργασίες – τις προτάσεις, δηλαδή – που κατά την άποψή του μπορούν να συμβάλλουν στο ξεπέρασμα της κρίσης.

Έγραφε ο Κώστας Φιλίνης στο εμβληματικό βιβλίο του «Θεωρία των παιγνίων και πολιτική στρατηγική» (βιβλίο που γράφτηκε στη φυλακή και κυκλοφόρησε το 1972, στην Ιταλία από τον εκδοτικό οίκο Editori Riuniti – στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κείμενα, και το οποίο επανεκδόθηκε το 2008 από τις εκδόσεις Θεμέλιο) : «Ένας πολιτικός οργανισμός πρέπει να είναι πάντα έτοιμος, όταν χρειάζεται, να αλλάζει όσο το δυνατό γρηγορότερα τις στρατηγικές του, έτσι που να αντιμετωπίζει τις οποιεσδήποτε απρόβλεπτες αλλαγές στην πολιτική κατάσταση». Και πώς αλλιώς μπορεί να γίνει αυτό αν όχι μέσα από διάλογο, συλλογικά επεξεργασμένες θέσεις, συνθέσεις, αντιθέσεις; Πώς αλλιώς θα μπορέσει να καταλήξει ένα αριστερό κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ – που φιλοδοξεί να αποτελέσει, και πάλι, τον εκφραστή ενός πλειοψηφικού κοινωνικού ρεύματος – στα απαραίτητα εκείνα βήματα που θα τον οδηγήσουν στην προσαρμογή της ταυτότητας και του προγραμματικού του λόγου στη νέα πραγματικότητα, χωρίς ωστόσο να χάσει τα βασικά φυσιογνωμικά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του;

 

Η ευθύνη των ηγεσιών

Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αυτή η κουλτούρα εξαντλητικού ενίοτε διαλόγου, ξενίζει. Ειδικά όταν η πολιτική μήτρα ανθρώπων που συναποτελούν το σώμα ενός πολιτικού οργανισμού, είναι διαφορετική. Κι εδώ χρειάζεται δουλειά. Δουλειά ώσμωσης. Προκειμένου να γίνει κατανοητή μια πολύ βασική παραδοχή: πως το διάβασμα της συγκυρίας, οι ιεραρχήσεις πολιτικών δράσεων/κινήσεων και η συνεκτίμηση των πιθανών επιπτώσεών τους, συνιστούν πολιτικές επιλογές που όταν κατατίθενται δημόσια δεν επιδέχονται πολλών παρερμηνειών.

Κι αυτή είναι, πρωτίστως, ευθύνη των ηγεσιών. Γιατί αυτές θα στείλουν το μήνυμα – σε συνοδοιπόρους διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας και νοοτροπίας – πως η ελευθερία της συζήτησης, η κριτική και η ζύμωση, η απόρριψη της προσωπολατρείας ως έννοιας και πρακτικής εντελώς ξένης στην κουλτούρα και την παράδοση της Αριστεράς, η αντίσταση στη σιωπή και στη μονολιθικότητα και η αποδαιμονοποίηση της «άλλης» άποψης, είναι δείγματα υγείας και ζωντάνιας. Γιατί μπορεί σε άλλου τύπου κόμματα η «ενός ανδρός αρχή» να ήταν ο κανόνας, όπως έγραφε όμως τον Σεπτέμβρη του ’19 σε άρθρο του στην Αυγή ο Τάσος Τρίκκας : «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δική του ιστορία. Είναι σάρκα και πνεύμα της Αριστεράς. Εκείνης που έχει τις μακριές, βαθιές ρίζες της στην Εθνική Αντίσταση. Της Αριστεράς που συνειδητοποίησε τα αδιέξοδα του εμφυλίου στα οποία είχε παγιδευτεί. Της Αριστεράς που επέλεξε το δρόμο του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία και εμπλουτίστηκε στην πορεία της από άλλα συγγενή ιδεολογικά ρεύματα. Αλλά η παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας, τής ήταν και τής είναι ξένη».

Κανέναν, λοιπόν, ποτέ δεν έβλαψε ο διάλογος. Και κανείς δεν έχει λόγο να τον φοβάται. Γιατί δημοκρατία σημαίνει, μεταξύ άλλων, και διαφάνεια. Και διαφάνεια σημαίνει ανάληψη ευθύνης. Ίσως όμως εκεί να έγκειται η δυσκολία για τους… διαπρύσιους αρνητές του διαλόγου. Είναι άλλωστε πολύ πιο εύκολη η επίδοση, απλώς, διαπιστευτηρίων «νομιμοφροσύνης»…

Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή