Το προηγούμενο Σάββατο αναπαρήγαγα μια ανάρτηση σχετικά με την συμμετοχή του Μάκη Βορίδη στην πορεία του Λεπέν πριν τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, όπου αντιμετώπιζε τον Σιράκ. Ο Βορίδης όχι απλά υποστήριζε τον Λεπέν, αλλά σηκώθηκε και ταξίδεψε από την Ελλάδα στη Γαλλία για να πορευτεί ανάμεσα σε κέλτικους σταυρούς και ακροδεξιούς με ξυρισμένα κεφάλια ενάντια στον υποψήφιο της mainstream Γαλλικής Δεξιάς. Αυτά το 2002.
Κατά ειρωνεία της τύχης, την ίδια μέρα, η πιο φιλοκυβερνητική εφημερίδα, ΤΑ ΝΕΑ, φιλοξενούσαν συνέντευξη του Βορίδη όπου δήλωνε ότι “η Αριστερά το μόνο που έχει να μου καταμαρτυρήσει, είναι που ήμουν πριν 35 χρόνια”, εννοώντας την ένταξή του στην ΕΠΕΝ. Μέσα στην εβδομάδα, παρακολούθησα την συζήτηση στη Βουλή σχετικά με τις αλλαγές που εισηγείται ο Βορίδης στην διαδικασία προσλήψεων στο Δημόσιο και την επιδιωκόμενη συστηματική παράκαμψη των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ μέσω της – ιδιαίτερα αδιάβλητης, ως γνωστόν – προσωπικής συνέντευξης. Ο Βορίδης είπε ότι οι αλλαγές που προωθούνται αποτελούν έκφραση της εγελιανής αντίληψης περί ουδετερότητας του κράτους σε αντίθεση με την μαρξιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία το κράτος είναι αποτύπωση συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων, άρα μη αντικειμενικό. Τέλος, συζητώντας με φίλο που εμπιστεύομαι την γνώμη του, μου μετέφερε γνώμη σημαντικών ανθρώπων, αλλά και του ίδιου, ότι ο Βορίδης είναι ένας χαρισματικός ρήτορας και αξιόλογος πολιτικός αντίπαλος.
Από τον συνδυασμό όλων των παραπάνω, κατά την ταπεινή μου γνώμη, προκύπτουν τρία προβλήματα.
Το πρώτο έχει να κάνει με τον τρόπο που ο Βορίδης αντιμετωπίζει το παρελθόν του και την σχέση του με την ΝΔ. Το δεύτερο σχετίζεται με τον θεσμικό του ρόλο ως Υπουργού Εσωτερικών. Και το τρίτο έχει να κάνει με τον τρόπο που οι
αντίπαλοι της ΝΔ βλέπουν τον Βορίδη.
Σχετικά με το πρώτο ζήτημα: αν κανείς επισκεφτεί την ιστοσελίδα του Μάκη Βορίδη, θα διαβάσει ότι η πολιτική του δράση ξεκινά το 2007 με την εκλογή του ως βουλευτή του ακροδεξιού ΛΑΟΣ. Όπως ξέρουμε όλοι, αυτό δεν ισχύει. Ο Βορίδης προφανώς θέλει να ξεχαστεί όχι μόνο η ΕΠΕΝ, αλλά και το Ελληνικό Μέτωπο το προσωπικό του κόμμα, στο οποίο ήταν Πρόεδρος. Το σημαντικότερο όμως ζήτημα, κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ότι ο Βορίδης παραδίδοντας στη λήθη το (όχι τόσο μακρινό) παρελθόν του, αποφεύγει συστηματικά – όλα αυτά τα χρόνια – να πει έστω μια λέξη αυτοκριτικής για αυτό.
Για παράδειγμα, δεν έχει ποτέ ανασκευάσει όσα έχει πει για τον ιδρυτή του κόμματος στο οποίο ανήκει, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον οποίο (ως Πρόεδρος του Ελληνικού Μετώπου) αποκαλούσε “ξεπουλημένο” και “προσκυνημένο”.
Είναι εύκολο να λες αορίστως ότι όλα αυτά έγιναν πριν 35 χρόνια, αλλά μια έντιμη στάση – αν έχεις πραγματικά αλλάξει απόψεις – είναι να επανατοποθετηθείς κριτικά απέναντι στο παρελθόν σου. Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ. Το μόνο για το οποίο έχει ζητήσει συγγνώμη ο Βορίδης είναι για την στάση του απέναντι στο Ισραήλ. Ο καθένας καταλαβαίνει γιατί.
Το ζήτημα θα έπρεπε να αφορά πρωτίστως τους δημοκρατικούς ανθρώπους στην Νέα Δημοκρατία. Δεν είναι λίγο η παράταξή σου να υποδέχεται μετά βαίων και κλάδων κάποιον που – ως πρόεδρος κόμματος – εξύβριζε επί χρόνια με τον χειρότερο τρόπο τον ιδρυτή του κόμματός σου, χωρίς να αξιώνεις έστω μια λέξη αυτοκριτικής και συγγνώμης.
Αυτό αφορά τόσο τον υποδοχέα του στην ΝΔ, τον Αντώνη Σαμαρά (που δεν κουβαλάει και πολύ διαφορετικά μυαλά) όσο και τον τωρινό πρωθυπουργό, πάγιο σύμμαχο των πάσης φύσεως ακροδεξιών κατά την πατρική παράδοση, που τον αναβάθμισε.
Το πρόβλημα λοιπόν με τον Βορίδη δεν είναι ότι πριν 35 χρόνια υπήρξε τσεκουροφόρος επενίτης και πριν 18 χρόνια συνοδοιπόρος του Λεπέν, αλλά ότι ακόμα και σήμερα δεν αποκηρύσσει τις απόψεις εκείνου του καιρού. Ο λόγος είναι κατά την γνώμη μου προφανής. Ο άνθρωπος άλλαξε κόμμα, δεν άλλαξε απόψεις. Με την στήριξη του Μητσοτάκη αξιοποιεί την έλλειψη δημοκρατικών αντανακλαστικών και ευαισθησίας στο κόμμα προκειμένου να ανελιχτεί προσωπικά. Οι δε φιλοδοξίες του, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι πολύ ψηλές. Είναι ευθύνη των δημοκρατικών ανθρώπων στη ΝΔ, που προφανώς υπάρχουν, να μην επιτρέψουν αυτό το πράγμα να συμβεί.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι συναφές με την ιδιότητά του ως Υπουργού Εσωτερικών. Εδώ και λίγες ημέρες η χώρα μας έχει έναν Υπουργό Εσωτερικών που έχει δηλώσει (το 2018, όχι το 1985) ότι “ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία”
Και μόνο το γεγονός αυτό είναι αδιανόητο, δηλαδή ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη της εκλογικής διαδικασίας, να έχει την άποψη ότι θα πρέπει με θεσμικούς τρόπους να αποτραπεί η άνοδος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην εξουσία.
Αυτό είναι νομίζω επαρκές για να τελειώσει η συζήτηση περί του δήθεν φιλελεύθερου πρωθυπουργού. Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα κάτι τέτοιο δεν θα ήταν καν νοητό. Ο Πρωθυπουργός προφανώς όχι απλά δεν έχει τέτοιες ευαισθησίες, αλλά προδήλως συμμερίζεται αυτές τις βαθιά αντιδημοκρατικές σκέψεις, γι’αυτό και κάνει την συγκεκριμένη επιλογή. Κάθε δημοκρατικός πολίτης οφείλει να αντιδράσει σε αυτή την πραγματικά προκλητική επιλογή.
Το τρίτο πρόβλημα τέλος, έχει να κάνει με την αντιμετώπιση του Βορίδη από τους πολίτες που δεν είναι οπαδοί της ΝΔ.
Όταν ο Βορίδης επικαλείται τον Χέγκελ για να πει ότι η παράκαμψη του ΑΣΕΠ δικαιολογείται λόγω της ουδετερότητας του κράτους, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ (“η Αριστερά”, όπως ορίζει πάντα ο ίδιος τον αντίπαλο καταδεικνύοντας ότι εχθρός του είναι οι ιδέες της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης και όχι το συγκεκριμένο κόμμα) είναι δέσμιος της μαρξιστικής θεωρίας του κράτους που ανέχεται την μεροληψία, δεν νομίζω ότι βρισκόμαστε στην επικράτεια μιας σοβαρής συζήτησης.
Γιατί ούτε ο Χέγκελ (που πράγματι διατύπωσε σημαντικές σκέψεις για το κράτος) ούτε ο Μαρξ σκεφτόντουσαν ακριβώς γύρω από τις διαδικασίες επιλογής στο Δημόσιο, αλλά διατύπωναν σκέψεις γύρω από το ρόλο του κράτους σε σχέση με τον κοινωνικό ανταγωνισμό και τις κοινωνικές τάξεις.
Ο Βορίδης υποβιβάζει μια φιλοσοφική συζήτηση σε μια άσκηση μικροπολιτικής. Κατά την γνώμη μου, δεν το κάνει τυχαία.
Νομίζω ότι ο σκοπός του είναι απλά και μόνο να προκαλέσει εντύπωση. Να δημιουργήσει δηλαδή στους αντιπάλους του την εντύπωση ότι μπορεί να συζητά για υψηλές έννοιες, την ώρα που απλά προσπαθεί να βολέψει τα γαλάζια παιδιά. Και να αποσπάσει την εκτίμηση ότι “έχει επίπεδο και συγκρότηση” και ότι είναι ένας αξιόλογος πολιτικός αντίπαλος. Παιδιά, μην τσιμπάτε.
Είναι άλλο πράγμα ο διανοητής και άλλο ο φιγουρατζής.
Ο Βορίδης-Πονηρίδης ξέρει ότι η έκφραση θαυμασμού από τους πολιτικούς αντιπάλους μεταφράζεται σε πολιτικό κεφάλαιο (είπαμε ότι ο άνθρωπος έχει φιλοδοξίες) στο εσωτερικό του δικού του κόμματος.
Ωστόσο, τα πασαλείματα του Χέγκελ, δεν σε κάνουν ούτε σοβαρό ούτε φιλόσοφο. Ο Βορίδης δεν είναι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αλλά μάλλον ο Σπύρος Θεοτόκης του 21ου αιώνα.
Κανένα δέος λοιπόν για αυτόν τον λύκο που φοράει συγκυριακά την προβιά του πρόβατου. Οι δημοκρατικοί άνθρωποι, σε όλους τους πολιτικούς χώρους, ας σκεφτούν και ας πράξουν αναλόγως.
Βασίλης Παπαστεργίου
(Ανάρτησή του στο Facebook)