Συνεντεύξεις

Τζον Γκραλ: «Τα μεγάλα θύματα ενός “σκληρού” Brexit θα είναι η εργατική τάξη και οι νέοι»

Πέντε χρόνια μετά το δημοψήφισμα και κατόπιν δύο χρόνων διαπραγματεύσεων, μας χωρίζουν λίγες μόνο μέρες από το Brexit, την οριστική αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συζητάμε με τον Τζον Γκραλ, καθηγητής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για τις συνέπειες που θα έχει το Brexit, όποιο από τα δύο μοντέλα και να εφαρμοστεί, το «μαλακό» ή το «σκληρό», όπως και για τα ιδεολογικά προβλήματα που ανακύπτουν.

 

Την 1η Ιανουαρίου του 2021, πέντε χρόνια μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, θα κριθεί με ποιο τίμημα η χώρα θα ανακτήσει την «εθνική ανεξαρτησία» της μετά την οριστική της αποχώρηση από την ΕΕ. Ποιες κατά την γνώμη σου θα είναι τελικά οι οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις αυτής της ιστορικής εξέλιξης;

Αυτό, σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το ποιο από τα δύο μοντέλα Brexit θα εφαρμοστεί. Το πρώτο, το λεγόμενο «μαλακό», διατηρεί στο μέτρο του δυνατού τις υπάρχουσες εμπορικές σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ, οι οποίες καλύπτουν το 47% των συνολικών εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών της χώρας. Αυτό το ενδεχόμενο δεν θα είχε πολύ μεγάλο οικονομικό κόστος, αλλά θα μετέβαλε την Βρετανία σε «αποικία» της ΕΕ, δεδομένου ότι θα ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόζει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται για τις χώρες που μετέχουν στην ενιαία αγορά, χωρίς να μπορεί να επηρεάζει τις αποφάσεις που αφορούν τη λειτουργία της. Με το άλλο μοντέλο, αυτό του «σκληρού» Brexit, δηλαδή με την αποχώρηση χωρίς την επίτευξη συμφωνίας, η Βρετανία θα μπορούσε να «δραπετεύσει» από την ΕΕ θυσιάζοντας ένα μεγάλο μέρος της πρόσβασής της στις ευρωπαϊκές αγορές. Αυτό, κατ’ αρχήν, θα αποκαθιστούσε την «κυριαρχία» της χώρας, αλλά με ένα τεράστιο κόστος. Τα πιο επιφανή μέλη του Συντηρητικού Κόμματος είναι υπέρ της δεύτερης προσέγγισης, αλλά επειδή σ’ αυτήν την περίπτωση το κόστος θα ήταν πολύ μεγάλο το πρώτο μοντέλο φαίνεται ότι ασκεί σημαντική επιρροή στις επιλογές της κυβέρνησης.

Πριν από το δημοψήφισμα, αλλά και μετά από αυτό, υποστήριζες ότι ο μεγάλος χαμένος του Brexit θα ήταν η βρετανική οικονομία. Μετά από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων και το τελικό τους αποτέλεσμα, εξακολουθείς να έχεις την ίδια άποψη; Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, ποιοι κλάδοι, περιοχές, και κοινωνικές τάξεις αναμένεται να πληγούν περισσότερο σύμφωνα με τις προβλέψεις σου; Θα πληγεί και η ΕΕ, και σ’ αυτήν την περίπτωση η ζημιά θα κατανεμηθεί εξ ίσου μεταξύ των κρατών μελών της;

Σ’ αυτό το θέμα διατηρώ τις απόψεις μου. Οι μεγάλοι χαμένοι ενός «σκληρού» Brexit θα είναι η εργατική τάξη, οι φτωχοί, οι νέοι, αυτοί που εργάζονται σε βιομηχανίες που έχουν στενή σχέση εξάρτησης από τους παραγωγούς της ΕΕ, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία (προφανώς, υπάρχει μια αλληλοεπικάλυψη αυτών των κατηγοριών). Δεν είναι ακόμα σαφές πόσο θα πληγούν οι επιμέρους χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αλλά είναι αδιαμφισβήτητο ότι ως σύνολο θα υποστούν κάποιο πλήγμα λόγω της μετατροπής της Βρετανίας σε «τρίτη χώρα», έστω και αν θα υπάρξουν και κάποιοι κερδισμένοι όπως ορισμένα αντισταθμιστικά κεφάλαια υψηλού κινδύνου (hedge funds). Οι επιπτώσεις της αποχώρησης από την ΕΕ δεν είχαν γίνει κατανοητές στην αρχή αυτής της διαδικασίας, εν μέρει επειδή ούτε οι ίδιοι οι υποστηρικτές της μπορούσαν να τις συλλάβουν και εν μέρει επειδή, με δεδομένη την ύπαρξη αντιτιθέμενων συμφερόντων εντός της συμμαχίας του Brexit, οι υπερβολικές λεπτομέρειες για την μορφή της ρήξης θα υπονόμευαν την ενότητά της. Ευρείες απώλειες θα υπάρξουν και στην ευρωπαϊκή πλευρά, με τον μεγάλο χαμένο να είναι η Ιρλανδία.

 

Οι πολιτικοί του Συντηρητικού Κόμματος που ήταν υπέρ του Brexit, και κυρίως ο Μπόρις Τζόνσον, στήριζαν τη θέση τους για  την επιτυχία του στη δυνατότητα που θα έχει μετά από αυτό η Βρετανία να συνάπτει αυτόνομα ως κυρίαρχο κράτος εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες, κάτι που θα είναι επωφελές για την οικονομία της. Η πιο σημαντική από αυτές τις χώρες είναι βέβαια οι Ηνωμένες Πολιτείες. Πιστεύεις ότι αυτή η δυνατότητα θα εξακολουθήσει να υπάρχει μετά την ήττα του Τραμπ;

Ο Μπόρις Τζόνσον δεν ανήκει στους φανατικούς υποστηρικτές του Brexit. Απλώς το επέλεξε επειδή του έδινε τη δυνατότητα να το αξιοποιήσει ώστε να αποκτήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του. Ως προς τη συμφωνία που θα κάνει η Βρετανία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μπάιντεν θα φροντίσει αυτή να είναι χειρότερη από την αντίστοιχη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ. Αν σκεφτεί κανείς ότι Γενικώς, ακόμα και μια ενδεχόμενη αύξηση των εμπορικών συναλλαγών της Βρετανίας με κάποιες χώρες δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει τις απώλειες από τη μείωση των συναλλαγών με την ΕΕ.

Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους ο βρετανικός λαός, και κυρίως η «παραδοσιακή» εργατική τάξη, υποστήριξαν τη ρήξη με την ΕΕ  ήταν η μετανάστευση, που θεωρούταν ως ο βασικός λόγος για την ανεργία, την επισφαλή εργασία και τους χαμηλούς μισθούς. Μετά την «απελευθέρωση από τους κανόνες των Βρυξελλών» η είσοδος εργατών στη χώρα θα μειωθεί σημαντικά; Και αν συμβεί αυτό, δεν θα πρόκειται για κάτι αντίθετο προς τη δηλωμένη ανάγκη ενίσχυσης της «εθνικής» ανταγωνιστικότητας με την αύξηση της ευελιξίας της εργασίας, την οποία αποδέχονται εύκολα οι μη συνδικαλιζόμενοι ξένοι εργάτες κυρίως στους τομείς των υπηρεσιών και τις αγροτικής παραγωγής;

Μετά το Brexit, θα μειωθεί η δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών της Ανατολικής Ευρώπης στις βρετανικές αγορές εργασίας. Στην πράξη, όμως, αυτό δεν θα επιδράσει σημαντικά στις μεταναστευτικές ροές γιατί η βρετανική οικονομία δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς τους χαμηλόμισθους μετανάστες. Απλώς, αυτό που θα γίνει είναι ότι θα αλλάξουν οι χώρες προέλευσής τους: οι Πολωνοί θα αντικατασταθούν π.χ. από Νιγηριανούς και από εργάτες άλλων εθνικοτήτων. Επιπλέον, εξ όσων γνωρίζω, οι μετανάστες εργάτες απασχολούνται συνήθως σε οικονομικές δραστηριότητες που δεν είναι ρυθμισμένες ή είναι παράνομες. Αυτό δεν είναι επιλογή τους, τους επιβάλλεται. Θα προτιμούσαν να έχουν δουλειές σε τομείς στους οποίους υπάρχει ρύθμιση και δυνατότητα συνδικαλισμού, αλλά αυτές δεν μπορούν να τις βρουν. Το ίδιο ισχύει και για τους περισσότερους βρετανούς εργάτες. Αυτοί που μιλούν για τα πλεονεκτήματα της ευελιξίας είναι κάποιοι λίγοι πανεπιστημιακοί που η δουλειά τους είναι ασφαλής και προστατευμένη.  Ως προς την εξασθένιση των βρετανικών συνδικάτων, που είναι παρόμοια με την αντίστοιχη σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, αλλά χειρότερη από εκείνη που παρατηρείται στις περισσότερες χώρες αυτών των περιοχών, αυτή δεν συνδέεται με τους μετανάστες, οι οποίοι αντίθετα μετέχουν στα συνδικάτα εκεί που τους δίνεται η ευκαιρία, όπως για παράδειγμα, σε κάποιες δουλειές του κλάδου των μεταφορών.

Περιμένεις ότι λόγω της ενδεχόμενης χειροτέρευσης της οικονομικής κατάστασης στην Βρετανία μετά το Brexit, οι υποστηρικτές του θα υποστούν μια ιδεολογική ήττα; Και αν συμβεί αυτό, είναι πιθανόν ο βρετανικός λαός να συνεχίσει να υποστηρίζει ένα Συντηρητικό Κόμμα, που αναμένεται ότι θα γίνει ακόμα πιο αυταρχικό και ξενοφοβικό ή θα στραφεί στην Αριστερά-και ειδικότερα στο Εργατικό Κόμμα; Και θα είναι φιλοευρωπαϊκή αυτή η Αριστερά;  

Τα ιδεολογικά προβλήματα των υποστηρικτών του Brexit είναι αναπόφευκτα: ή θα τροποποιήσουν τη θέση τους αμβλύνοντας την πίεση για εθνική «κυριαρχία» προκειμένου να προστατεύσουν τις οικονομικές σχέσεις, ή θα βυθίσουν τη χώρα σε μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση. Στους Εργατικούς, ο Κόρμπιν δεν τα κατάφερε να αντιμετωπίσει το ευρωπαϊκό ζήτημα, ενώ η νέα ηγεσία του κόμματος δεν έχει ένα πειστικό μοντέλο για τις μελλοντικές σχέσεις με την ΕΕ. Εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτή την κατάσταση, όπως οι Πράσινοι (των οποίων είμαι μέλος), εμποδίζονται από το [ακραία πλειοψηφικό] εκλογικό σύστημα, κάτι που ισχύει και για τις δυνάμεις της Δεξιάς, όπως αυτές που βρίσκονται κοντά στον Νάιτζελ Φάρατζ. Το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς είναι φιλοευρωπαϊκό, ενώ το ίδιο ισχύει και για όσους /ες έχουν ηλικία μικρότερη των 45 ετών. Το πρόβλημα είναι το χάσμα απόψεων και στάσεων που υπάρχει στο εσωτερικό του Εργατικού Κόμματος και της εργατικής τάξης της Αγγλίας.

Όλη αυτή η ιστορία του Brexit έχει ενισχύσει τις αποσχιστικές τάσεις στην Σκωτία και την Ουαλία, ενώ η Βρετανία έχει ουσιαστικά χάσει τη Βόρεια Ιρλανδία με την εισαγωγή εμπορικών φραγμών στην Ιρλανδική Θάλασσα. [ΣτΜ: Αυτή η «απώλεια βρετανικού εδάφους» οφείλεται στο γεγονός ότι εξαιτίας της ανάγκης να διατηρηθεί η ελεύθερη διεξαγωγή εμπορίου μεταξύ της βρετανικής Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας που προβλέπεται από την βρετανο-ιρλανδική ειρηνευτική του 1998, γνωστής και ως Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, η Βρετανία υποχρεώθηκε να δεχθεί την ύπαρξη ελέγχων στο εμπόριο μεταξύ αυτής και της Βόρειας Ιρλανδίας. Ως γνωστόν, οι δύο χώρες χωρίζονται από την Ιρλανδική Θάλασσα].

Ο θρίαμβος ενός ξενοφοβικού και αυταρχικού Συντηρητικού Κόμματος μπορεί πράγματι να αποφευχθεί, όχι επικροτώντας την αποχώρηση από την ΕΕ, αλλά βάζοντας τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στο επίκεντρο των θέσεων της Αριστεράς.

Αποκλείεις το ενδεχόμενο το Brexit να μην αποδειχθεί τελικά καταστροφικό, ή ορισμένες χώρες της ΕΕ να αντιμετωπίσουν, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, ακόμα μεγαλύτερες οικονομικές δυσκολίες από το Ηνωμένο Βασίλειο; Και αν συμβεί αυτό δεν νομίζεις ότι θα ενισχυθούν οι ήδη υπάρχουσες διαλυτικές τάσεις στην ΕΕ ή/και οι θέσεις των υποστηρικτών του Lexit, δηλαδή της αριστερής εξόδου από την ΕΕ;

Τίποτα από αυτά που είπα δεν πρέπει να εκληφθεί ως υποστήριξη της υπαρκτής ΕΕ. Αν αυτή δεν αλλάξει ριζικά, η επιλογή θα είναι μεταξύ μιας αμερικανοποίησης, είτε αργής και οργανωμένης είτε γρήγορης και χαώδους. Θεωρώ, πάντως, ότι η δυνατότητα να αλλάξει η ΕΕ εξακολουθεί να υπάρχει. Η επιστροφή στο εθνικό κράτος δεν αποτελεί διέξοδο. Αν το παράδειγμα της Βρετανίας δεν αρκεί για να στηρίξει αυτήν την άποψη, ας δούμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Τουρκία για την διατήρηση της πλήρους «εθνικής κυριαρχίας» της. Τέλος, η αριστερή έξοδος από την ΕΕ είναι μια ανοησία, όπως πολύ σωστά έκρινε το ελληνικό εκλογικό σώμα.

 

Ο Τζον Γκραλ είναι βρετανός οικονομολόγος με καταγωγή από την Σκωτία, καθηγητής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο Πανεπιστήμιο Μίντλεσεξ, και μέλος της ομάδας των ευρωπαίων οικονομολόγων για μια εναλλακτική οικονομική πολιτική στην Ευρώπη. 

Πηγή: Η Εποχή