«Αν γίνει τεράστια επιτυχία, παίρνω εκδίκηση απ’ το Χόλιγουντ. Αν είναι παταγώδης αποτυχία, παίρνω εκδίκηση για το Αουσβιτς»
Είναι ο Μπίλι Γουάιλντερ στη Γερμανία, στη συνέντευξη Τύπου για τη «Φεντόρα» (1978), την ταινία που θα αποβεί το κύκνειο άσμα του. Ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός που μεσουρανούσε στο Χόλιγουντ για μια 25ετία, έφτασε στα 70 του να βρίσκει τις πόρτες κλειστές στα αμερικανικά στούντιο, που έριχναν τα κεφάλαιά τους στα «Σαγόνια του καρχαρία».
Σαν να βρέθηκε κι αυτός, από μια ειρωνεία της τύχης, σε παρόμοια θέση με την ηρωίδα του στη «Λεωφόρο της Δύσης» (1950), μια από τις κορυφαίες και πολυβραβευμένες ταινίες του. Εκεί, ο δικός του φακός παρακολουθούσε μια πικρόχολη ντίβα του βωβού κινηματογράφου να αρνείται ότι έδυσε το άστρο της και να περιμένει εμμονικά ότι θα κάνει την κινηματογραφική επιστροφή της, ενώ βουλιάζει στην παράνοια με την ιστορική ατάκα «Εγώ είμαι μεγάλη, οι ταινίες έχουν γίνει μικρές».
Σ’ αυτή τη φάση του -που ήταν μια φάση απογοήτευσης, ενδοσκόπησης αλλά και δημιουργικού πυρετού για ένα προσωπικό στοίχημα- τον παίρνει στα χέρια του ο Βρετανός συγγραφέας Τζόναθαν Κόου. Και επάνω σε αυτόν τον ιδιοφυή Πολωνο-Αυστριακό που το 1933 ακολούθησε τη φυγή των Εβραίων καλλιτεχνών από την Κεντρική Ευρώπη προς τις ΗΠΑ, χτίζει το καινούργιο, 13ο μυθιστόρημά του, «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» (εκδ. Πόλις, μτφρ. Αλκηστις Τριμπέρη).
Ενα μυθιστόρημα ανάλαφρο στο ύφος του, που παρακολουθεί τα επεισοδιακά γυρίσματα της «Φεντόρα» από την Κέρκυρα και τη Λευκάδα, στο Μόναχο και το Παρίσι. Και με ιστορίες-μέσα-στην-ιστορία θίγει μια συσκοτισμένη πτυχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας: την αποτυχία, την αδυναμία του δημιουργού να συλλάβει τα μηνύματα της εποχής, την ανάγκη του να μιλήσει για τα τραύματά του με οποιοδήποτε κόστος, την άρνηση της αποστράτευσης, το ταλέντο που μένει στα αζήτητα.
Μάστορας στην πολιτικοκοινωνική σάτιρα, ο Κόου αφήνει κατά μέρος αυτό το λογοτεχνικό εργαλείο, που το έχει χειριστεί αριστοτεχνικά στα μυθιστορήματά του, προκειμένου να αποτυπώσει την κατάσταση στη Βρετανία από τον θατσερισμό ώς το Brexit. Στον «Κύριο Γουάιλντερ…» ακολουθεί τον άλλο συγγραφικό δρόμο του, μέσα από την εσωτερική ζωή ανθρώπων που καθρεφτίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτή τη φορά, αφουγκράζεται έναν ανεπιτήδευτο τεχνίτη του κινηματογράφου που εκπροσωπεί μια απερχόμενη γενιά της τέχνης-για-όλους και μια ιδιαίτερη «γραφή» που έκλεισε τον κύκλο της. Και διαλέγει ως αφηγήτρια μια μισή Ελληνίδα-μισή Αγγλίδα που είχε δουλέψει ως διερμηνέας στα γυρίσματα της «Φεντόρα» και ζει στο Λονδίνο.
«Το να γράψω αυτό το μυθιστόρημα ήταν για μένα ένας τρόπος διαφυγής», εξομολογείται ο Κόου στην «Εφ.Συν.». «Και νομίζω ότι θα προσφέρει μια διαφυγή και στους αναγνώστες, αλλά αυτό δεν ισοδυναμεί με μια απόδραση στον κόσμο της φαντασίας. Είναι μια απόδραση σε μια εποχή και σε μια συνθήκη που τη νιώθουμε παρηγορητική, επειδή είναι πιο εύκολη να την κατανοήσουμε από ετούτη την εποχή που βρεθήκαμε να διανύουμε σήμερα».
• Ο αλλοτινός βασιλιάς του Χόλιγουντ, Μπίλι Γουάιλντερ, πρωταγωνιστεί στο καινούργιο βιβλίο σας, αλλά ήδη από τα νιάτα σας βλέπατε φανατικά τις ταινίες του. Τι σας κεντρίζει στην περίπτωσή του;
Υπάρχουν πάρα πολλά που θαυμάζω σ’ αυτόν: τη μαστοριά του, την αίσθηση που έχει της δομής – θεωρώ πως η δομή, η «αρχιτεκτονική», είναι μια από τις ωραιότερες και σημαντικότερες αρετές στην αφηγηματική τέχνη, ωστόσο πολλοί μυθιστοριογράφοι δεν της δίνουν πολλή σημασία. Επίσης την αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει, το οποίο δεν κινείται μεν πολύ μακριά από την επιφάνεια των ταινιών του, αλλά συνυπάρχει με μια βαθιά σοβαρότητα. Είναι και ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός του, που ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, ούτε κι όταν πέτυχε την αληθοφάνεια σε μερικές από τις πιο ατόφια αμερικανικές ταινίες του.
Το ένστικτο της σάτιρας που είχε, η επιθυμία του να αποκαλύψει στο κοινό τα πιο αποκρουστικά, τα πιο ενοχλητικά χαρακτηριστικά του, η οποία παραδόξως συνυπήρχε με την επιθυμία του να μπορέσει να το διασκεδάσει. Η πεποίθησή του ακριβώς ότι δεν αρκεί μια ταινία (ή ένα μυθιστόρημα ή ένας ζωγραφικός πίνακας ή ένα μουσικό κομμάτι) να καταδεικνύει την ασχήμια του κόσμου, αλλά χρειάζεται να κάνει κάτι γι’ αυτή την ασχήμια, κάπως να τη μετασχηματίσει, να μετατρέψει το σκοτάδι σε φως, να στείλει τους θεατές έξω από την αίθουσα με τη σκέψη ότι υπάρχει μια ελπίδα, υπάρχει μια σπίθα ομορφιάς για την οποία αξίζει να τις ζήσουν τις ζωές τους.
• Απ’ όλο το λαμπρό έργο του Γουάιλντερ, επιλέξατε ως συγγραφέας να εστιάσετε σε μια ταινία που απέτυχε στα ταμεία, τη «Φεντόρα», με κεντρική ηρωίδα μια σταρ που γερνάει και αγκιστρώνεται στην εικόνα της αιώνιας νιότης. Γιατί; Ο δυτικός, καπιταλιστικός κόσμος δεν δείχνει καμία ανοχή στις αποτυχίες…
Με συναρπάζει η αποτυχία. Μερικές φορές μοιάζει να είναι το μοναδικό θέμα αντάξιο ενός μυθιστοριογράφου. Και, έχετε δίκιο, σε μια δυτική, καπιταλιστική κοινωνία, η αποτυχία είναι η απόλυτη ντροπή, το απόλυτο ταμπού. Ο Γουάιλντερ ήταν ιδιοφυής και οι ιδιοφυΐες δημιουργούν αριστουργήματα, έτσι δεν είναι; Από αυτή την άποψη λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα το αξιοσημείωτο στη «Λεωφόρο της Δύσης» ούτε στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό».
Πώς όμως μια ιδιοφυΐα παράγει μια αποτυχία; Ε! λοιπόν αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον, εκεί έχεις ένα θέμα. Και πολύ περισσότερο όταν η απάντηση αφορά τη σχέση ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική και το πώς ένας Ευρωπαίος σκηνοθέτης που έγινε διάσημος στις ΗΠΑ, τελικά απορρίφθηκε από αυτή τη χώρα, οπότε αναγκάστηκε να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη κι όχι απλώς στην Ευρώπη αλλά στη Γερμανία (όπου η ταινία του βρήκε χρηματοδότες) – μια χώρα την οποία αγαπούσε και ταυτόχρονα μισούσε. Την αγαπούσε επειδή τον είχε αναθρέψει και τη μισούσε επειδή είχε ενστερνιστεί μια ιδεολογία που είχε οδηγήσει στους θανάτους της μητέρας του και άλλων μελών της οικογένειάς του. Τώρα, νομίζω ότι γίνεται φανερό γιατί με έχει τόσο πολύ σαγηνεύσει το γύρισμα της «Φεντόρα»!
• Στην καρδιά του μυθιστορήματός σας, διαβάζουμε ένα φανταστικό σενάριο για την αληθινή περιπέτεια του Γουάιλντερ, που ξαναπήγε στη Γερμανία με ειδική αποστολή από το υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ. Είναι μια ιστορία για τη συλλογική ενοχή για την ευθύνη του κόσμου της κουλτούρας απέναντι στην αλήθεια και για τους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Γιατί την αναπτύξατε;
Οταν ο Μπίλι Γουάιλντερ επέστρεψε στη Γερμανία το 1945 για να γυρίσει το «Death Mills», το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους που έκανε για τις θηριωδίες των ναζί, φαίνεται πως τον εντυπωσίασε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το γεγονός πως κανένας από τους μέσους Γερμανούς πολίτες που συνάντησε, δεν παραδεχόταν ότι είχε υποστηρίξει τον Χίτλερ ούτε ότι γνώριζε τι πραγματικά έκαναν οι ναζί. Κι όμως, εννοείται ότι οι φασίστες δεν θα μπορούσαν να πάρουν την εξουσία χωρίς την υποστήριξη του κόσμου.
Αυτή ακριβώς η συνενοχή και η άρνηση να την παραδεχτούν, συντάραξαν τον Γουάιλντερ και προκάλεσαν την τόσο αμφίθυμη στάση που κράτησε απέναντι στη Γερμανία, στα μεταπολεμικά πλέον χρόνια. Πρόκειται για μια σημαντική πτυχή της ιστορίας του και ήμουν από την αρχή αποφασισμένος να την αποτυπώσω στο μυθιστόρημά μου. Και για έναν ακόμη λόγο φυσικά. Διότι είναι αποκαλυπτική για το τι συμβαίνει σήμερα παντού στην υφήλιο. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα γι’ αυτό που η Χάνα Αρεντ αποκάλεσε «κοινοτοπία του κακού».
• Συμβουλευτήκατε επτά βιβλία για τον Γουάιλντερ, μιλήσατε με προσωπικότητες που τον γνώρισαν, είδατε ντοκιμαντέρ για τη «Φεντόρα». Πόσο ελεύθερος ήσασταν να χτίσετε έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα;
Ανέκαθεν θεωρούσα πως το βιβλίο που θα έγραφα για τον Γουάιλντερ (1906-2002) θα ήταν είτε μια βιογραφία είτε ένα δοκίμιο, αλλά να, που τελικά διάλεξα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Και ο λόγος είναι μόνο ένας: επειδή μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσα να είμαι πιο ειλικρινής σε ό,τι τον αφορά.
• Η δημιουργική χρήση του χιούμορ χαρακτηρίζει το έργο σας όπως και το δικό του. Τι είναι όμως για εσάς το χιούμορ: ένα έμφυτο βίτσιο ή η σφραγίδα της βρετανικότητάς σας;
Παρατηρώ τα τελευταία χρόνια ότι η τάση να αστειεύομαι, να αναζητώ την κωμική πλευρά των πραγμάτων, είναι πιο ισχυρή σ’ εμένα απ’ ό,τι είναι στους περισσότερους από τους φίλους μου. Συμπεραίνω λοιπόν ότι έχω μια ροπή εντονότερη από αυτήν της πλειονότητας των ανθρώπων να βλέπω τη χαοτική πλευρά του κόσμου, που τον κυβερνούν πάνω απ’ όλα το τυχαίο και το πιθανό, οπότε εμείς τα ανθρώπινα όντα δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμία δυνατότητα να ελέγξουμε τη μοίρα μας, και ο μόνος τρόπος να συμβιβαστούμε μ’ αυτή τη διαπίστωση είναι μέσω του χιούμορ. Οταν δεν μπορείς να κοντρολάρεις ή να βελτιώσεις μια κατάσταση και θέλεις τουλάχιστον να την εμποδίσεις να γίνει αφόρητη, δεν έχεις άλλο τρόπο παρά να γελάς μ’ αυτήν.
• Αισθανθήκατε ποτέ ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό που εσείς μπορείτε να προσφέρετε ως δημιουργός; Ετσι ένιωθε ο Γουάιλντερ, αλλά το σκέφτεται στα 60 της και η αφηγήτρια στο μυθιστόρημα που γράφει μουσική για τον κινηματογράφο.
Οχι ακόμη, δεν το έχω σκεφτεί αλλά μπορώ να το φανταστώ. Ο Γουάιλντερ ήταν 70άρης όταν γύρισε τη «Φεντόρα» και είχε αρχίσει στα σοβαρά να χάνει επαφή με αυτό που ζητούσε το νεαρό κινηματογραφικό κοινό. Εγώ είμαι μόλις 59 χρόνων, οπότε ελπίζω να έχω ακόμη μπροστά μου μερικά χρόνια προτού φτάσω σ’ αυτή την κατάσταση. Αλλά είναι αναπόφευκτο να συμβεί κάτι τέτοιο. Εγραψα αυτό εδώ το μυθιστόρημα κατά κάποιο τρόπο και ως προειδοποίηση στον εαυτό μου – για να είμαι σε επιφυλακή για εκείνη τη στιγμή, ώστε όταν θα έρθει να προσπαθήσω να τη διαχειριστώ με κάποια χάρη.
• Οταν όλα στις κοινωνίες μας μετασχηματίζονται τόσο γρήγορα όπως συμβαίνει στον 21ο αιώνα, ποιον δρόμο θα έπρεπε να ακολουθήσουν συγγραφείς και καλλιτέχνες; Να προλάβουν τις αλλαγές; Να επανεφεύρουν τον εαυτό τους;
Δεν μου αρέσει να κάνω γενικεύσεις σε τέτοια ζητήματα. Ο καθένας και η καθεμία κάνουν τέχνη με έναν διαφορετικό τρόπο, τον δικό του/της τρόπο. Δεν υπάρχει «πρέπει» σε σχέση μ’ αυτό. Ενας συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο έδωσε πρόσφατα μια συνέντευξη όπου έλεγε πως είναι ένα «τρομερό λάθος» το να προσπαθείς να γράψεις για το παρόν. Μιλούσε μόνο για τον εαυτό του, αλλά φρόντιζε να ακούγεται σαν να επρόκειτο για έναν οικουμενικό κανόνα στον οποίο όλοι έπρεπε να δείξουν υπακοή. Σε ό,τι με αφορά, εγώ απολαμβάνω την πρόκληση του να προσπαθώ να συλλάβω την παρούσα στιγμή ή να προσπαθώ να μεταφέρω μια αίσθηση για την απολύτως πρόσφατη Ιστορία. Ισως να είναι ένα πείραμα που τελικά θα αποτύχει, αλλά, για μένα, το ενδιαφέρον και η ικανοποίηση βρίσκονται στην ίδια την προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Το επόμενο μυθιστόρημά μου θα είναι τοποθετημένο (μερικώς) στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια του Covid. Γιατί όχι;
Ο Μπόρις Τζόνσον προσκολλάται σε οποιαδήποτε υπόθεση μπορεί να τον ωφελήσει
Από το 1994 ώς και το 2018, ο Τζόναθαν Κόου έγινε δημοφιλής με βιβλία που ανατέμνουν τη βρετανική κοινωνία και ταυτότητα κατά την τελευταία 40ετία: το «Τι ωραίο πλιάτσικο» με την άγρια σάτιρα του ’80 και της θατσερικής πολιτικής, η «Λέσχη των τιποτένιων» καθρεφτίζει την άνοδο του λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς, ο «Κλειστός κύκλος» τον σκληρό μπλερισμό, το «Expo 58» το ευρωπαϊκό δίλημμα του Ηνωμένου Βασιλείου, ο «Αριθμός 11» την επισφάλεια της μεσαίας τάξης στη διάρκεια της κρίσης στη Βρετανία. Και η πρόσφατη «Μέση Αγγλία», την κοινωνική πόλωση, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 μέχρι το δημοψήφισμα για το Brexit (όλα από τις εκδόσεις Πόλις).
• Πώς σχολιάζετε τη χρήση του χιούμορ απέναντι σε πολιτικά πρόσωπα που συμπεριφέρονται σαν κλόουν;
Αυτό είναι μια πρόκληση. Εχει κατά κάποιο τρόπο μια δυσκολία, αφού οι πολιτικοί έχουν ήδη κάνει μια αστειότητα που έχει γυρίσει σαν μπούμερανγκ εναντίον τους. Αυτή είναι η πραγματική μεγαλοφυΐα του Μπόρις Τζόνσον. Ωστόσο θεωρώ ότι πέρασε η εποχή που είχε νόημα να χρησιμοποιήσεις το χιούμορ για να αντιμετωπίσεις οποιονδήποτε πολιτικό. Δεν είναι πια αποτελεσματικό, απλά κάνει γκελ και αναπηδά μακριά τους. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα είναι πολύ σοβαρά για να αστειεύεται κανείς μ’ αυτά. Θα μπορούσε ποτέ σήμερα να γυριστεί για την κλιματική καταστροφή μια ταινία σαν το «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» («Doctor Strangelove»); Ενδεχομένως, αλλά προσωπικά δεν μπορώ να το φανταστώ.
• Στη «Μέση Αγγλία» θίγετε το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των πολιτικών αρχηγών που παραπλανούν τα ακροατήριά τους. Εκεί εμφανίζεται και ο Μπόρις Τζόνσον πριν από τις εκλογές του 2019. Πώς είναι ως πρωθυπουργός;
Δεν νομίζω πως ο Μπόρις Τζόνσον έχει κάποια συγκεκριμένα πιστεύω που τον εκφράζουν προσωπικά, ούτε κάποια πολιτική φιλοσοφία. Απλώς προσκολλάται σε οποιαδήποτε υπόθεση θα μπορούσε να τον ωφελήσει. Το 2016 πήρε τη μοιραία απόφαση ότι αυτή η υπόθεση ήταν το Brexit, η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ενωση (κάτι στο οποίο εναντιωνόταν έως τότε). Ετσι σήμερα, τα κεντρικά πρόσωπα στη βρετανική κυβέρνηση είναι κατά βάση τα ίδια που αγωνίστηκαν για το Brexit πριν από τέσσερα χρόνια.
Η επιλογή αξιωματούχων σ’ αυτή την κυβέρνηση δεν γίνεται με κριτήριο τις ικανότητές τους, ούτε το ιστορικό τους στη δημόσια διοίκηση, αλλά την αφοσίωσή τους στην ιδέα του Brexit. Επιπλέον, η σύνθεση της κυβέρνησης χαρακτηρίζεται από την ευρεία συμμετοχή πρώην δημοσιογράφων και προσώπων που δραστηριοποιήθηκαν στην προεκλογική εκστρατεία αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν το διοικητικό έργο. Γι’ αυτό πιστεύω πως ήταν ολέθριο για τη Βρετανία να πληγεί από τον Covid σε μια συγκυρία όπου αυτοί που μας κυβερνούν έχουν την ελάχιστη πρακτική εμπειρία.
• Τι σας ανησυχεί περισσότερο σε σχέση με τους συμπολίτες σας;
Με ανησυχεί το πνεύμα του κυνισμού και της αδιαφορίας που βλέπω να κυριαρχεί και που σημαίνει ότι ο κόσμος θα σηκώσει τους ώμους του και θα αποδεχτεί οτιδήποτε, επειδή «όλοι οι πολιτικοί είναι το ίδιο» και «ο ένας είναι χειρότερος από τον άλλο». Ομως οι πολιτικοί δεν είναι χειρότεροι ο ένας από τον άλλο. Χρειάζεται να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη μας στο ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι ικανοί να κυβερνήσουν καλύτερα από άλλους, με την απαραίτητη επάρκεια και εντιμότητα. Τα τελευταία χρόνια την έχουμε χάσει στη Βρετανία αυτή την πίστη.
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών