Στην Αριστερά όποτε προκύπτει ως θέμα η λειτουργία τάσεων, η παραμένουσα ιδέα είναι ότι μάλλον βλάπτουν την καλή λειτουργία του κόμματος, ακόμα κι αν είναι σε ένα βαθμό αποδεκτές.
Κατ’ αρχήν, οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι, σε οποιοδήποτε κόμμα, η εθελοντική αποδοχή ενός συμφωνημένου ιδεολογικού, πολιτικού και οργανωτικού πλαισίου αναφοράς (συνήθως, αποτυπώνονται στο καταστατικό) δεν προδικάζει την ορθότητα των μικρών ή μεγαλύτερων αποφάσεων. Σε κάθε περίσταση, ο πολιτικός οργανισμός αποφασίζει λαμβάνοντας υπ’ όψιν το “πλαίσιο αρχών” και το ζήτημα που αντιμετωπίζει. Το έργο είναι ευκολότερο στα συστημικά κόμματα που δεν αμφισβητούν το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς, καθώς τα μέλη τους μπορούν και να ωφελούνται υλικά από τη διατήρησή του, έχοντας ως σύμμαχο την κατεστημένη κυρίαρχη ιδεολογία. Γίνεται πολύ δυσκολότερο για τα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία ευαγγελίζονται την αλλαγή/υπέρβαση/ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς ενώ πρέπει να αντιμάχονται ιδέες που μοιάζουν, με τη μακρόχρονη χρήση, αιώνιες, ταυτόχρονα πρέπει να περιμένουν τις στιγμές όπου η αμφισβήτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας γίνεται έμπρακτα: με άλλα λόγια, τις στιγμές όπου οι άνθρωποι και ειδικά οι “άνθρωποι της Αριστεράς” (τα πληβειακά, λαϊκά στρώματα) αποφασίζουν να αμφισβητήσουν έμπρακτα τις ιδέες και την πρακτική του συστήματος, για παράδειγμα από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να καθορίζει αυθαίρετα τις ώρες εργασίας μέχρι το δικαίωμα του κατασταλτικού μηχανισμού ενός κράτους που βοηθάει τον εργοδότη να εμποδίζει τη διαμαρτυρία ενάντια στην αυθαιρεσία.
Οι άνθρωποι που προσέρχονται στα κόμματα της Αριστεράς φέρνουν μαζί τους ιδέες, εμπειρίες, τρόπο ζωής και προσδοκίες που αντανακλούν το σύνολο των διαιρέσεων στην κοινωνία και παράγουν το επίπεδο συνείδησης τους. Η αναγκαία σύνθεση των διαφορετικών απόψεων για το δέον γενέσθαι προϋποθέτει τρία πράγματα: τη διαρκή εκπαίδευση, ώστε τα μέλη να αποκτούν συναντίληψη για το βάθος των ιδεών που αποτυπώνονται στις “αρχές”, την καλύτερη δυνατή ενημέρωση για το θέμα που χρειάζεται απάντηση και το διάλογο για την επιλογή της απόφασης που συγκεντρώνει την κατάφαση των περισσοτέρων (βέβαια, κατ’ αρχάς τίποτα δεν εγγυάται ότι είναι και η βέλτιστη).
Τα συνέδρια ή άλλες ευρείες συλλογικές διαδικασίες αποτελούν τη συμφωνημένη ευκαιρία να αποφασιστούν οι κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και τα εκλεγμένα όργανα το συμφωνημένο τρόπο, αφενός για την υλοποίηση των αποφάσεων και, αφετέρου, την καθημερινή λειτουργία του κόμματος.
Οι ομοφωνίες έχουν πεθάνει
Εάν πράγματι υπάρχει μια μεγάλη γκάμα συνειδήσεων στο κόμμα, δεν υπάρχει περίπτωση άμεσης ομοφωνίας από το σύνολο των μελών σε οποιαδήποτε απόφαση, πόσο μάλλον σε μια “συνεδριακή” απόφαση. Και δεν υπάρχει περίπτωση όσοι και όσες τείνουν να συγκλίνουν σε μια θέση/πρόταση να μην θελήσουν να το κάνουν ενώνοντας τις δυνάμεις τους. Άλλωστε, το παράδειγμα το δίνουν οι πλειοψηφίες που διαμορφώνονται στα όργανα, εισηγούμενες μια άποψη και αποφασίζοντας την υλοποίησή της. Εάν το κόμμα διαθέτει ανθεκτικό δημοκρατικό DNA και στελέχη πεπεισμένα για το απελευθερωτικό όραμα της δημοκρατικής κοινωνίας που θέλουν, η διαμόρφωση μιας πλειοψηφίας θα επιχειρηθεί με την εξάντληση των προσπαθειών σύγκλισης και σύνθεσης για λόγους κυρίως αποτελεσματικότητας. Αλλά θα ήταν λάθος να κατηγορηθεί μια πλειοψηφία, για παράδειγμα ενός συνεδρίου, που θα επιδιώξει την υλοποίηση των αποφάσεων που εισηγήθηκε για το διάστημα που τις εισηγήθηκε. Πλειοψηφία, βέβαια, σημαίνει και ύπαρξη μειοψηφίας/μειοψηφιών. Οι ομοφωνίες, υπό τον αρχηγό, πέθαναν με το τέλος των σταλινικών κομματικών καθεστώτων.
Η πλήρως δημοκρατική λειτουργία ενός κόμματος μεταξύ μελών που εμπιστεύονται το ένα το άλλο, τείνει να εξαλείφει τον κίνδυνο της εσωτερικής “έκρηξης”. Δεν εξαλείφει όμως την επιφυλακτικότητα των μειοψηφιών απέναντι στην ορθότητα των αποφάσεων της πλειοψηφίας -μέχρι να βρεθεί ένα νέο σημείο σύνθεσης, αναδιάταξης των πλειοψηφιών/μειοψηφιών κ.ο.κ.
Εάν αυτά ισχύουν, δεν έχει νόημα η συζήτηση αν οι τάσεις είναι καλές ή κακές. Είναι αναπόφευκτες -και το μόνο που πρέπει να ρυθμιστεί είναι η λειτουργία τους.
Ανοιχτός διάλογος ή συσκότιση;
Ομάδες μελών που συγκροτούν μια πλατφόρμα κοινών πολιτικών απόψεων/προτάσεων (επιτέλους, φτάσαμε στην τάση) και την υποβάλουν ανοικτά στο σύνολο του κόμματος εν όψει ενός συνεδρίου είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος για αποφευχθεί ο κατακερματισμός απόψεων. Εξίσου καλό θα ήταν, εφόσον δεν υπάρξει σύγκλιση, η κάθε πλατφόρμα που θα τεθεί προς ψήφιση από τους/τις συνέδρους να εκλέξει αναλογικά με τις ψήφους της έναν αριθμό μελών στο ανώτερο όργανο. Ιδανικότερο θα ήταν η τάση να αυτοδιαλυθεί αμέσως μετά το τέλος του συνεδρίου και οι εκλεγέντες βάσει της πλατφόρμας της τάσης να συνεισφέρουν συνθετικά στην υλοποίηση των αποφάσεων της πλειοψηφίας η οποία συνηθέστατα συναποτελείται από διάφορες τάσεις.
Υπάρχει κίνδυνος “σκλήρυνσης” των τάσεων και πολέμου μεταξύ τους; Φυσικά υπάρχει και διευκολύνεται πολύ από την ύπαρξη επαγγελματικών κομματικών στελεχών (και όχι μόνο τέτοιων -αλλά είναι ευρύτερη συζήτηση) που επιθυμούν τη διατήρηση του στάτους κβο εφόσον τους/τις περιλαμβάνει. Υπάρχει κίνδυνος μια τάση να επιλέξει την για κάποιο διάστημα δημόσια παρουσία ή και τη διαρκή δημόσια παρουσία (φτάσαμε και στις φράξιες), δημιουργώντας σύγχυση για τη “γραμμή του κόμματος”; Φυσικά υπάρχει.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως οι, για οποιοδήποτε λόγο, αποφασισμένοι/ες θα κάνουν ό,τι θεωρούν σωστό, είτε κρυφά είτε φανερά. Εναπόκειται στον πολιτικό οργανισμό να αποφασίσει αν προτιμάει έναν ανοιχτό διάλογο με κανόνες επί των διαφορών ή τη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα των φημών, των συσκοτίσεων και των αποκλεισμών. Πρόκειται ξανά για θέμα αποτελεσματικότητας.
Δημήτρης Καρέλλας
Πηγή: Η Εποχή