Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη η αξιολόγηση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία. Ένα πρώτο σου σχόλιο;
Θέτει με σαφήνεια ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Έχει επικρατήσει το λεγόμενο δυσμενές σενάριο, σύμφωνα βέβαια με τους εγχώριους αναλυτές και όχι την Κομισιόν. Διότι αυτή από την αρχή μιλούσε για 9% – 9,5% ύφεση. Επομένως, επιβεβαιώνεται η Κομισιόν ότι φέτος η ελληνική οικονομία θα υποστεί ύφεση η οποία θα φθάσει, κατά την άποψή μου, σε διψήφιο νούμερο. Ότι η επερχόμενη κανονικότητα το 2021 θα είναι πολύ μικρότερη από την προβλεπόμενη από την κυβέρνηση και τα ελλείμματα, ασφαλώς, θα είναι πολύ υψηλότερα. Προβλέπουν, δηλαδή, για την οικονομία μια φάση πολύ περίπλοκη που χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Από τις αντιδράσεις της κυβέρνησης προκύπτει ότι έπεσε έξω στους υπολογισμούς της: οικονομικά μέτρα, υγειονομική κρίση. Έχουν μακρότερη διάρκεια. Πώς συνέβη αυτό;
Η κυβέρνηση κρύφτηκε -όπως και εγχώριοι θεσμοί, το ΙΟΒΕ, ο ΣΕΒ, η Τράπεζα της Ελλάδος, κυρίως, και στη συνέχεια το υπουργείο Οικονομικών- πίσω από την παραγωγή σεναρίων και δεν θέλησαν να καταλάβουν τις εξελίξεις, οι οποίες λίγο – πολύ ήταν προβλεπτές. Κρύφτηκαν, κυρίως, για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, στη συνέχεια, πίσω από τα σενάρια. Η ρητορική αυτή προσπαθούσε να δημιουργήσει ψευδείς προσδοκίες στον κόσμο, ίσως και στους ίδιους! Η κυβέρνηση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί “οικονομίστικη”, δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός της είναι οικονομίστικος, και επομένως δεν μπορεί να δεχθεί, με την καρδιά της, ότι χρειάζεται να παρθούν μέτρα τα οποία να αφορούν στην αλληλεγγύη, στην κοινωνία και γενικότερα στην υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών. Επενδύει σε μια οικονομική μεγέθυνση, η οποία, με τον τρόπο που γίνεται, ουσιαστικά επιδοτεί τους λίγους και όχι τους πολλούς.
Η έκθεση αξιολόγησης, ενώ διαπιστώνει την επιδείνωση, την ύφεση κτλ, ταυτόχρονα προειδοποιεί για προσεκτική δημοσιονομική πολιτική, γιατί υπάρχει κίνδυνος βιωσιμότητας του χρέους. Δεν αντιφάσκει;
Πρώτον, μια χώρα που έχει χάσει το 25% του ΑΕΠ και θα χάσει, τουλάχιστον, άλλο ένα 10% μέσα σε ένα χρόνο δεν μπορεί να περνά ως ζήτημα στα ψιλά των εφημερίδων. Πρέπει να εξηγηθεί τι σημαίνει αυτή η μείωση του 10%, να μην κρυβόμαστε πίσω από την πανδημία. Μια ύφεση 10% έχει τεράστιο κόστος. Δεύτερον, η ελληνική οικονομία είναι δέσμια σε δύο θεσμούς. Ο πρώτος είναι η ΕΚΤ, η οποία αγοράζοντας το σύνολο των εκδόσεων χρέους της τελευταίας ελληνικής κυβέρνησης, προκάλεσε σημαντική πτώση των επιτοκίων, άρα οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και το κόστος της χρηματοδότησής τους εξαρτάται απολύτως από την πολιτική της ΕΚΤ. Ο δεύτερος περιορισμός είναι η Γερμανία, η οποία κρατά τα ινία για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Εάν διαφοροποιηθεί όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης του ελληνικού χρέους από εδώ και πέρα -το 2021, 2022 και μετά- θα φανεί πόσο δύσκολη θα είναι η θέση της Ελλάδας. Η Κομισιόν λέει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, δηλαδή με το καλύτερο σενάριο ανάπτυξης 5% το 2021 –προσωπικά δεν το βλέπω– φαίνεται ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι γύρω στο 15% του ΑΕΠ από 13%. Εάν, όμως, η μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν είναι η προβλεπόμενη του βασικού σεναρίου, θα πάμε στο 20%, κάτι το οποίο είναι πολύ – πολύ σημαντικό και συνδέεται με τους δυο προηγούμενους περιορισμούς που ανέφερα. Επομένως, η κατάσταση του χρέους δεν είναι κάτι απλό. Δείχνει τον βαθμό περιορισμού βαθμών ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας.
Ας δούμε την προοπτική του 2021. Το συνήθως τεκμηριωμένο και ψύχραιμο τεχνοκρατικά Δημοσιονομικό Συμβούλιο είναι πολύ απαισιόδοξο στην τελευταία έκθεσή του για το 2021. Παραθέτει: αβεβαιότητα πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, αβεβαιότητα πανδημίας, ασθενής ανάκαμψη αμοιβών και απασχόλησης, γεωπολιτικές αβεβαιότητες, “επιφυλακτική” σχεδιαζόμενη δημοσιονομική πολιτική για το 2021, μεγάλη ύφεση το 2020. Τι εκτιμάς εσύ;
Η μείωση του ΑΕΠ το 2020, που θα είναι η βάση για το 2021, είναι πολύ σημαντική παράμετρος, περιορίζει τη δυνατότητα μεγάλης μεγέθυνσης τους ΑΕΠ. Δεύτερον, η αβεβαιότητα δεν θα εκλείψει, όσον αφορά την πανδημία, ακόμη και αν το πρώτο τρίμηνο –κάτι αδύνατο, εκτιμώ– τεθεί σε χρήση κάποιο εμβόλιο. Η Ελλάδα εξαρτάται πάρα πολύ απ’ τον τουρισμό και τα συναφή επαγγέλματα. Επομένως, θα αργήσει πάρα πολύ ο κόσμος, νομίζω, να μπει σε μια διαδικασία κανονικότητας όσο αφορά τη ζήτηση συναφών υπηρεσιών. Είναι σε δυσχερέστερη θέση σε σχέση με τις χώρες του βορρά, που είναι βιομηχανικές, τεχνολογικά προχωρημένες κτλ. Τρίτον, το Ταμείο Ανάκαμψης. Όπως γνωρίζεις ακόμη δεν έχει συγκροτηθεί, είδαμε τις αντιδράσεις από Ουγγαρία, Πολωνία. Οι πόροι θα καθυστερήσουν. Επομένως το 5% που λέει η Κομισιόν –και ας αφήσουμε το 7,5% που λέει η κυβέρνηση στο προσχέδιο προϋπολογισμού, θα αναθεωρηθεί σίγουρα– κατά την άποψή μου είναι πάρα πολύ αισιόδοξο. Αν αρχίσουν οι ροές από το Ταμείο προς τα τέλη του τρίτου τριμήνου, θα είμαστε ικανοποιημένοι με μεγέθυνση όχι μεγαλύτερη του 2%.
Τι πολιτική κυοφορείται στις Βρυξέλλες. Διάβασα την Πέμπτη μια συνέντευξη του επίτροπου Οικονομικών Τζεντιλόνι στην Καθημερινή και υποστηρίζει ότι θα ήταν λάθος αν οι χώρες απομακρυνθούν από την επεκτατική πολιτική και η ΕΕ βιαστεί να θεωρήσει ότι η κρίση περνά, υπενθυμίζοντας και τα λάθη πριν δέκα χρόνια. Είναι ρευστή η κατεύθυνση εκεί ακόμη;
Επαυξάνω την προσέγγιση όχι μόνο του Τζεντιλόνι, αλλά και της Λαγκάρντ. Επανειλημμένως έχει πει ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει και θα επεκτείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, επειδή η αβεβαιότητα εξακολουθεί να υπάρχει και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τις εξελίξεις του 2021. Ο Τζεντιλόνι παρατήρησε, και σωστά, ότι η ανάκαμψη χρειάζεται περισσότερο χρόνο. Όντως, δεν έρχεται από τη μια στιγμή στην άλλη, να φύγει ο φόβος από τον κόσμο και ξαφνικά να αρχίσει πάλι να καταναλώνει, να επενδύει κτλ, κτλ. Αλλά να δούμε και κάτι άλλο: αυτό το κόστος της μείωσης του ΑΕΠ 10% τι σημαίνει; Θα αυξηθούν τα κόκκινα δάνεια, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων, θα αυξηθεί η ανεργία, θα μειωθούν τα εισοδήματα. Τα νέα κόκκινα δάνεια, έχω την εντύπωση, θα περάσουν τα 10 δισ. Θα έχουμε πτωχεύσεις ανθρώπων, επιχειρήσεων, εργαζόμενων, νοικοκυριών, άνοδο ανεργίας κ.ά. Πώς ξαφνικά όλα αυτά θα μπουν σε μια διαδικασία γρήγορης ανάπτυξης; Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η πολιτική της κυβέρνησης έχει αναστείλει υποχρεώσεις, εργαζομένων και επιχειρήσεων, τις οποίες θα κληθούν να πληρώσουν από τη νέα περίοδο. Κάποια στιγμή που θα θεωρήσει η κυβέρνηση ότι πρέπει να μπει στην κανονικότητα. Το προσχέδιο προϋπολογισμού, πχ, δεν προβλέπει επιστρεπτέα προκαταβολή το 2021, ή αναστολή πληρωμών για διαδικασίες που θα ξαναρχίσουν. Όλα αυτά θα αναθεωρηθούν, φαντάζομαι, στον νέο προϋπολογισμό. Μακροοικονομικά, όλες αυτές οι συσσωρευμένες υποχρεώσεις σε επιχειρήσεις, εργαζόμενους, τράπεζες κτλ δεν είναι ό,τι καλύτερο, ως περιβάλλον, για ανάκαμψη. Όταν ο άλλος αντί να καταναλώσει θα εξαναγκασθεί να πληρώσει, πχ, ένα γραμμάτιο, μια τράπεζα αυτομάτως, θα κόψει ένα κομμάτι από την κατανάλωσή του. Όλες οι συσσωρευμένες υποχρεώσεις λειτουργούν ανασχετικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Πρώτα εμφανίζεται και επιδεινώνεται το πρόβλημα και μετά δρα η κυβέρνηση και με λειψά μέτρα. Το είδαμε και με τις ανακοινώσεις προχθές Βρούτση – Σταϊκούρα. Έπονται συνεχώς. Πώς να σταθεροποιήσει ο κόσμος ένα σχέδιο, να αποκτήσει αισιοδοξία;
Πρώτον, μια χώρα που έχει χάσει το 25% του ΑΕΠ και θα χάσει, τουλάχιστον, άλλο ένα 10% μέσα σε ένα χρόνο δεν μπορεί να περνά ως ζήτημα στα ψιλά των εφημερίδων. Πρέπει να εξηγηθεί τι σημαίνει αυτή η μείωση του 10%, να μην κρυβόμαστε πίσω από την πανδημία. Μια ύφεση 10% έχει τεράστιο κόστος. Δεύτερον, η ελληνική οικονομία είναι δέσμια σε δύο θεσμούς. Ο πρώτος είναι η ΕΚΤ, η οποία αγοράζοντας το σύνολο των εκδόσεων χρέους της τελευταίας ελληνικής κυβέρνησης, προκάλεσε σημαντική πτώση των επιτοκίων, άρα οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και το κόστος της χρηματοδότησής τους εξαρτάται απολύτως από την πολιτική της ΕΚΤ. Ο δεύτερος περιορισμός είναι η Γερμανία, η οποία κρατά τα ινία για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Εάν διαφοροποιηθεί όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης του ελληνικού χρέους από εδώ και πέρα -το 2021, 2022 και μετά- θα φανεί πόσο δύσκολη θα είναι η θέση της Ελλάδας. Η Κομισιόν λέει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, δηλαδή με το καλύτερο σενάριο ανάπτυξης 5% το 2021 –προσωπικά δεν το βλέπω– φαίνεται ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι γύρω στο 15% του ΑΕΠ από 13%. Εάν, όμως, η μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν είναι η προβλεπόμενη του βασικού σεναρίου, θα πάμε στο 20%, κάτι το οποίο είναι πολύ – πολύ σημαντικό και συνδέεται με τους δυο προηγούμενους περιορισμούς που ανέφερα. Επομένως, η κατάσταση του χρέους δεν είναι κάτι απλό. Δείχνει τον βαθμό περιορισμού βαθμών ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας.
Πηγή: Η Εποχή