Η προκλητική στάση του πρωθυπουργού στη Βουλή σχετικά με το Πολυτεχνείο φαίνεται ότι ήταν η αρχή ενός σχεδίου εκτροπής από τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών με πολλαπλούς στόχους και επιδιώξεις. Η απόφαση της κυβέρνησης, που κρύβεται πίσω από την απόφαση του αρχηγού της Αστυνομίας, να απαγορεύσει κάθε μορφή απόδοσης τιμής στην επέτειο –παρά τις διαβεβαιώσεις όλων ότι θα τηρηθούν σε κάθε περίπτωση τα υγειονομικά πρωτόκολλα– ακόμη και τις συμβολικές στους τόπους της εξέγερσης ή βασανισμού και φυλάκισης των δημοκρατικών πολιτών στη χούντα, είναι μια ακραία αντιδημοκρατική πράξη, αντισυνταγματική και πρακτική που αποσκοπεί να προκαλέσει.
Να προκαλέσει, για να βρει το πρόσχημα να ασκήσει ακραία βία και καταστολή, αφού πριν έχει βρει την πρόφαση, την υγειονομική κρίση, για να πάρει την αντιδημοκρατική, oλοκληρωτικής κοπής απόφαση. Άραγε οι εμπνευστές αυτής της απόφασης δεν αναλογίστηκαν πού παραπέμπει αυτό το «απαγορεύουμε τις συναθροίσεις άνω των τριών ατόμων»; Ποιοι είναι οι προπάτορές της;
Ποιοι είναι όμως οι πολλαπλοί στόχοι;
Ο πρώτος, είναι να φύγει από την ατζέντα η έξαρση της υγειονομικής κρίσης και οι πασίδηλες, πια, δικές τους ευθύνες.
Ο δεύτερος, είναι να δώσει σήμα στο ακροδεξιό κοινό, το οποίο υπάρχει εκτός και εντός της ΝΔ, σήμα αυταρχισμού. Ήθελε να μην υπάρχει κανενός είδους ασάφεια ως προς αυτό.
Ο τρίτος, είναι η ευκαιρία, νομίζουν, «να τελειώνουμε με το Πολυτεχνείο», τη μνήμη και το παράδειγμά του. Σωστά, διότι οι αντισυστημικές παραδόσεις, όταν παίρνουν τη μορφή εξέγερσης, ιδίως νεανικής, δεν είναι για να μένουν ζωντανές, ως απειλή κάθε εξουσίας, και της σημερινής.
Ο τέταρτος στόχος, είναι η πρόκληση προς τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης –και τις οργανώσεις, κινήσεις πολιτών, συλλόγους, συνδικάτα κ.ά.– που θα ήθελαν να τιμήσουν, με τρόπο απολύτως υπεύθυνο, την επέτειο.
Αν ο τρίτος στόχος γίνεται μπούμερανγκ, διότι η αυταρχική και χοντροκομμένη πρακτική να σβήσει η μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, την φέρνει στην κυριολεξία στο προσκήνιο σε βάρος της, λόγω ακριβώς της ιστορικά άσκεφτης μίμησής της, ο τέταρτος είναι και αντιθεσμικός και επικίνδυνος. Η κυβέρνηση είναι γελασμένη αν κάνει την εκτίμηση ότι ο κόσμος, οι πολίτες, τα κόμματα, θα φοβηθούν τον αυταρχισμό της, που ακόμη δεν γνωρίζουμε αν είναι οπερετικός ή ανεύθυνα αυθεντικός.
Δεν υστερεί απλώς, γίνεται επικίνδυνη
Έως σήμερα υπήρχαν αρκετές ενδείξεις και πράξεις της κυβέρνησης ότι την υπερβαίνουν τα σοβαρά προβλήματα που είχε και έχει να αντιμετωπίσει η χώρα, η κοινωνία της και η οικονομία της, ύστερα από μια δεκαετή κρίση και τώρα την πανδημία. Όμως αυτό τώρα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι δεν υστερεί απλώς, ως προς την ευθύνη διακυβέρνησης που επιβάλλεται, αλλά γίνεται επικίνδυνη. Χωρίς δε απολύτως κανέναν αποχρώντα λόγο.
Η συζήτηση στη Βουλή, οι ανακοινώσεις των οργανώσεων, οι διαθέσεις των πολιτών έπειθαν κάθε καλόπιστο δημοκρατικό πολίτη ότι υπήρχε ευρύ και σαφές πεδίο συνεννόησης, αν η κυβέρνηση ήθελε να εκφρασθεί ο πλουραλισμός της απόδοσης τιμής. Δεν ήθελε, όμως, γι’ αυτό τώρα εκβιάζει τις καταστάσεις. Σ’ αυτή τη στάση ωθείται από τον πανικό της, για τις ευθύνες ως προς την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και τη δήθεν πολιτική στόχευση προς το Κέντρο.
Και επειδή πάντοτε υπάρχουν όσοι θα σπεύσουν να δεχθούν την πρόφαση σαν επιβεβλημένη, αντιγράφω ένα απόσπασμα από σχόλιο του Κωστή Παπαϊωάννου. «Έστω και για τρεις μέρες, έστω και για τρεις ώρες, έστω και για τρεις στιγμές, το ερώτημα πλέον έχει τεθεί. Υπάρχει πρόφαση; Υπάρχει δικαιολογία; Φυσικά. Πάντα στην Ιστορία υπήρχε πρόφαση, για κάθε αντιδημοκρατική εκτροπή υπήρχε μια έκτακτη ανάγκη ως δικαιολογία. Τη θυμόνταν εκ των υστέρων οι άνθρωποι που την πίστεψαν και μουντζώνονταν. Κι αυτοί που σήμερα κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, αυτοί που το δάχτυλο τούς δείχνει την Ουγγαρία και κάνουν πως κοιτάνε το δάχτυλο, έχουν καταλάβει πολύ καλά. Και είναι για τούτο άξιοι περιφρόνησης».