Συνεντεύξεις

Η Σοφία Βιδάλη και η Ιφιγένεια Καμτσίδου μιλούν για την αστυνόμευση στα Πανεπιστήμια

Συζητάμε με την Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια Εγκληματλογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου και την Ιφιγένεια Καμτσίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική του ΑΠΘ για την εισήγηση του πρωθυπουργού για αστυνόμευση στα πανεπιστήμια. «Το να συγκροτηθεί ένα σώμα που θα επιτηρεί μια κατηγορία προσώπων είναι πολλαπλά προβληματικό. Ακόμα,  ειδική αστυνόμευση για την πρόσβαση στους δημόσιους χώρους δεν προβλέπεται πουθενά ως κανόνας. Τέλος, η θέσπιση ιδιώνυμου αδικήματος για τις πράξεις που τελούνται στους πανεπιστημιακούς χώρους έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές, ιδίως με την αρχή της αναλογικότητας», τονίζεται μεταξύ άλλων.

 

Η –από όλους καταδικαστέα- διαπόμπευση του πρύτανη του ΟΠΑ έγινε ο οδηγός για να διαμορφώσει η κυβέρνηση μια πρόταση –που ακούγεται σαν έτοιμη από καιρό- για αστυνομία στα πανεπιστήμια, ελεγχόμενη είσοδο και διαφορετική ποινική αντιμετώπιση όσων διαπράττουν εγκλήματα εντός των χώρων του πανεπιστημίου.

Βιδάλη: Θεωρώ την επίθεση στον πρύτανη απαράδεκτη και  ως πρακτική και ως προς το αποτέλεσμά της. Έχει τα αποτελέσματα που, νομίζω, ότι ούτε οι δράστες θα ήθελαν. Αν μπούμε στη λογική τους, μια τέτοια πρακτική ως πολιτική πρακτική δεν θα όφειλε να έχει εκδικητικό χαρακτήρα, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις στόχος είναι η ιδιότητά του/ λειτουργία ανθρώπου που πλήττεται και όχι ο ίδιος ο άνθρωπος… Ωστόσο αυτή η ενέργεια δεν χαρακτηρίζει την καθημερινότητα των πανεπιστημίων, ούτε και γενικότερα συμβαίνουν περιστατικά σε βάρος καθηγητών. Παρά τη δημοσιότητα που δίνεται περιστατικά βίας σε βάρος καθηγητών, αυτά είναι σπάνια. Επίσης, το περιστατικό αυτό έχει μια μοναδικότητα, που δείχνει μια όξυνση του επιπέδου βίας. Για παράδειγμα, δεν συγκρίνεται από την άποψη του τρόπου διάπραξης η διαπόμπευση του πρύτανη του ΟΠΑ με το «χτίσιμο» του γραφείου του πρύτανη στην Ξάνθη το 2005, πράξη που έκαναν οι φοιτητές, με φανερά τα πρόσωπά τους και στο πλαίσιο φοιτητικών κινητοποιήσεων. Από εκεί και πέρα, αυτό το περιστατικό που έχει μια μοναδικότητα όπως είπα, η κυβέρνηση το πήρε ως αφορμή για να επιβάλει αυτό που καιρό σχεδιάζει στα πανεπιστήμια. Η αντίδρασή της  είναι περισσότερο συμβολική, παρά ουσιαστική, καθώς αν η αστυνομία θέλει να έχει πληροφόρηση για το τι γίνεται στα πανεπιστήμια, μπορεί να την έχει -και την έχει. Γιατί λοιπόν δεν εξιχνιάζει όλα αυτά τα εγκλήματα που λέει ότι γίνονται στα πανεπιστήμια; Από την άλλη, η εμπειρία έχει δείξει μέχρι τώρα πως η αστυνομία δεν μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά στους χώρους του πανεπιστημίου. Επομένως, δεν πρόκειται για μία αξιόπιστη και σοβαρή αντίδραση απέναντι σε αυτό το γεγονός, αλλά αντικατοπτρίζει την εφαρμογή μιας αντίληψης, που θεωρεί το δημόσιο πανεπιστήμιο πρόβλημα με οικονομικούς όρους και (κατά την πάγια ιδεοληπτική άποψη) άντρο ανομίας: Η κυβερνητική αντίδραση είναι θέμα γοήτρου, παρά ουσίας.

Καμτσίδου: Η κυβέρνηση ετοιμάζει ένα ειδικό σώμα αστυνόμευσης, οι αρμοδιότητες του οποίου δεν προσδιορίζονται από το σκοπό του, την αποστολή του, αλλά από την ιδιότητα των προσώπων που θα υπόκεινται στην εξουσία του. Μετά την κατάργηση του ασύλου, που έδωσε τη δυνατότητα στην αστυνομία να είναι παρούσα στα πανεπιστήμια, η συγκρότηση ειδικής μονάδας δεν είναι ίδρυση αστυνομίας για το πανεπιστήμιο, αλλά για τους πανεπιστημιακούς, καθηγητές και φοιτητές. Αυτό έχει να συμβεί αρκετές δεκαετίες, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Μου θυμίζει την milice francaise που είχε οργανώσει το καθεστώς του Βισύ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα «εγκλήματα» των αντιστασιακών κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δημόσια δύναμη είναι επιφορτισμένη με την τήρηση της ευταξίας, την προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και αυτό μπορεί να επιτευχθεί εφόσον η αστυνομία δεν διαφοροποιεί την στάση της ανάλογα με τα πρόσωπα, στα οποία απευθύνεται. Η τήρηση της αρχής της ισότητας, κατά την αστυνόμευση, και ο σεβασμός της αρχής της μη διάκρισης είναι από τις πιο σημαντικές εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Επομένως, το να συγκροτηθεί ένα σώμα που θα επιτηρεί μια κατηγορία προσώπων είναι πολλαπλά προβληματικό. Πρώτα από όλα δείχνει σαν αυτή η κατηγορία προσώπων να επιδίδεται συστηματικά στην διάπραξη αδικημάτων. Δεύτερον, δείχνει ότι έχει χαρακτηριστικά που ωθούν τα μέλη της στην διάπραξη αδικημάτων. Τρίτον, υποδηλώνει ότι η κατηγορία των προσώπων διαταράσσει με έναν ειδικό τρόπο, σε μεγαλύτερο βαθμό, την κοινωνική ευταξία και δημιουργεί ανάγκες αυξημένης καταστολής. Συμβαίνει κάτι από αυτά στα πανεπιστήμια; Διαπιστώνεται, ιδίως αυτή την περίοδο, ένταση της εγκληματικότητας στα πανεπιστήμια ή μήπως τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας εμφανίζουν ροπή για την διάπραξη κάποιων αδικημάτων; Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Άρα εύλογα γεννιέται το ερώτημα ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ακαδημαϊκής κοινότητας που θέλει να πατάξει η κυβέρνηση. Ακόμα,  ειδική αστυνόμευση για την πρόσβαση στους δημόσιους χώρους δεν προβλέπεται πουθενά ως κανόνας. Η πρόσβασή μας σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες γίνεται ελεύθερα και επιτρέπεται να ζητούνται τα στοιχεία της ταυτότητας του πολίτη, μόνο αν η υπηρεσία πρόκειται να εκδώσει κάποια πράξη που να αφορά το πρόσωπό του ή υπάρχουν ειδικές ανάγκες ασφάλειας π.χ. όταν πρόκειται για την είσοδο σε ένα χώρο φύλαξης χημικών ή πυρηνικών ουσιών. Τέλος, η θέσπιση ιδιώνυμου αδικήματος για τις πράξεις που τελούνται στους πανεπιστημιακούς χώρους έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές, ιδίως με την αρχή της αναλογικότητας. Είναι και αυτή μια επιστροφή στο Μεσοπόλεμο.

 

Η αντίδραση της ηγεσίας του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ήταν να επικηρυχθούν οι δράστες της επίθεσης, όταν δεν συναντήσαμε ίδια «ευαισθησία» στη φυγοδικία, για παράδειγμα, του Χρ. Παππά.

Βιδάλη: Είναι ένα πραγματικό ερώτημα αυτό και θα πρέπει κάποιος να απαντήσει. Από την άλλη, η ιδέα της επικήρυξης δείχνει την αποτυχία της αστυνομίας και κατ’ επέκταση της κυβέρνησης, διότι σημαίνει ότι δέχονται ότι υπάρχει αδυναμία της αστυνομίας να μπορέσει να βρει αυτούς τους δράστες. Αυτές οι κινήσεις δείχνουν μια ασυνάρτητη πολιτική, που κινείται κυρίως με συμβολισμούς, οι οποίοι δεν έχουν αντανάκλαση στην πραγματικότητα.

 

Η σύνοδος των πρυτάνεων απέρριψε την πρόταση του πρωθυπουργού, αν και βρήκε την ευκαιρία να τονίσει την εγκατάλειψη των πανεπιστημίων και την ανάγκη φύλαξής τους, υπό τον έλεγχο του πανεπιστημίου, βεβαίως. Ωστόσο, από τα ΜΜΕ η ανακοίνωσή τους ερμηνεύτηκε ως «αποδοχή της πρότασης Μητσοτάκη».

Βιδάλη: Τα πανεπιστήμια έχουν ανάγκη φύλαξης και ο θεσμός αυτός αντί να ενισχυθεί διαλύθηκε με τα χρόνια, καθώς το προσωπικό δεν ανανεώθηκε. Ο φύλακας χρειάζεται για πολλούς λόγους σε μεγάλους και πολυπληθείς χώρους και καλύπτει πραγματικές λειτουργικές ανάγκες. Αλλά δεν ενδιαφέρεται κανείς αν οι χώροι έχουν εγκαταλειφθεί, αν λειτουργούν τα ασανσέρ ή υπάρχουν αίθουσες ή επαρκής φωτισμός, αν κάποιος χρειάζεται βοήθεια γιατί κάτι έπαθε ή κάτι συνέβη. Το μόνο κριτήριο που σταθμίζεται για την ασφάλεια στα ΑΕΙ από την κρατούσα αντίληψη,  είναι να μπορεί  ή όχι να  είναι η αστυνομία μέσα.  Αυτά είναι εκτός πραγματικότητας, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία. Και θα διακινδυνεύσω έναν κακό παραλληλισμό. Αστυνομικό τμήμα μέσα σε χώρους όπου γίνονται κοινωνικές δραστηριότητες έχει υπάρξει μόνο σε συγκεκριμένους χώρους στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Βούρλα στον Πειραιά το 19ο αιώνα, όπου επιτηρούσαν τις εκδιδόμενες γυναίκες.

Καμτσίδου: Απλή ανάγνωση της ανακοίνωσης των πρυτάνεων αρκεί να δείξει τις επιφυλάξεις που έχει γεννήσει η κυβερνητική πρόταση. Οι πρυτάνεις γνωρίζουν πολύ καλά ότι το σύνταγμα προστατεύει το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων ως εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, όπως και ότι η προστασία της ομαλής λειτουργίας του πανεπιστημίου δεν μπορεί να επιτευχθεί με αστυνομικά μέτρα: ελεύθερη έρευνα και διδασκαλία δεν μπορούν να αναπτυχθούν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της αστυνομίας, Έχοντας υπόψη τις αρνητικές συνέπειες που θα επιφέρει τυχόν υιοθέτηση των ρυθμίσεων που πρότεινε η κυβέρνηση, εστιάζουν στην ανάγκη να υποστηριχθούν τα πανεπιστήμια σε επίπεδο υποδομών, προσωπικού και λειτουργίας από την πολιτεία, προκειμένου να υπερβούν τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που έχει συσσωρεύσει σε αυτά η οικονομική κρίση αλλά και η αμέλεια κυβερνήσεων για την ενίσχυσή τους. Αναγνωρίζουν, λοιπόν, ότι αν υπάρχουν οι συνθήκες που απαιτούνται για να υλοποιείται απρόσκοπτα η ακαδημαϊκή διαδικασία, η παραβατικότητα θα μειωθεί ακόμα περισσότερο και η ακαδημαϊκή κοινότητα θα μπορεί με τα δικά της μέσα να αντιμετωπίζει και να εξοβελίζει τις ακραίες και απεχθείς καταστάσεις, που σπανίως εμφανίζονται στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων απαιτεί  ειλικρίνεια. Ναι ήταν εμετική η παρέμβαση που οργάνωσαν σε βάρος του πρύτανη του ΟΠΑ, ωστόσο τέτοιου είδους δράσεις σπανίως συναντάμε στο ελληνικό πανεπιστήμιο και όταν αυτές αναπτύσσονται αποκρούονται από όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, διδάσκοντες και διδασκόμενους.

 

Παρόλα αυτά, αν εφαρμόζονταν οι προτάσεις αυτές τι αποτελέσματα θα είχαν;

Καμτσίδου: Η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων αμφισβητείται σοβαρά και εύλογα. Η ίδρυση του ειδικού σώματος αντί να συμβάλει στην καταπολέμηση των σοβαρών αδικημάτων, θα δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερη ένταση στο εσωτερικό των πανεπιστημίων, θα διαταράξει την ακαδημαϊκή διαδικασία και θα προκαλέσει αντιδράσεις, οι οποίες είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε αντιπαραθέσεις ανάμεσα  στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αλλά και η πρόσβαση στο χώρο με τον έλεγχο στοιχείων ταυτότητας είναι μια δύσκαμπτη διαδικασία, η οποία όταν επιστρέψουμε σε συνθήκες κανονικότητας δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί. Κυρίως, όμως, αυτές οι ρυθμίσεις αντιτίθενται σε θεμελιώδεις διατάξεις και σε κανόνες που βρίσκουμε στο σύνταγμά μας, αλλά και σε διεθνή κείμενα. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι μια από τις θεσμικές εγγυήσεις που προβλέπεται στο σύνταγμα και προστατεύεται ειδικά και στο Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε., στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης. Μια τέτοια παρέμβαση συρρικνώνει τις δυνατότητες απόλαυσης ακαδημαϊκής ελευθερίας, διαταράσσει τις ακαδημαϊκές διαδικασίες και δημιουργεί συνθήκες ανατροπής της ελεύθερης ανάπτυξης της έρευνας και της επιστήμης στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Επομένως, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τις επιταγές που απορρέουν από τα θεμελιώδη αυτά κείμενα.

Βιδάλη: Δεν πιστεύω ότι θα είχαν τα αποτελέσματα που ευαγγελίζονται. Τέτοιου τύπου επιθέσεις στο πανεπιστήμιο γίνονται με απρόβλεπτο τρόπο. Υπάρχει μια ευρηματικότητα στους ανθρώπους που θέλουν να παρακάμψουν το νόμο και επομένως πρακτικά δεν θα είχαν αποτέλεσμα αυτές οι προβλέψεις. Αυτό, ωστόσο, που θα καταγραφόταν θα ήταν μια ξαφνική αύξηση των δεικτών εγκληματικότητας σε πανεπιστημιακούς χώρους, που σε καμία περίπτωση δεν θα αντιστοιχεί σε αύξηση των διαπραττόμενων εγκλημάτων, αφού εκεί –για παράδειγμα- που μια κλοπή καταγγέλλεται στο ΑΤ Καλλιθέας, θα καταγγέλλεται στο ΑΤ Παντείου. Ταυτόχρονα, θα οξυνόταν η βία στα πανεπιστήμια, καθώς δεν θα εφαρμοστεί εύκολα ένα τέτοιο σχέδιο και επομένως θα υπάρξουν συγκρούσεις.

 

Η καταστολή και η στοχοποίηση των νέων είναι δύο πολιτικές που είναι υψηλά στον ατζέντα της κυβέρνησης. Που μπορεί να οδηγήσει η αυταρχοποίηση και η αστυνομοποίηση;

Βιδάλη: Δεν μπορώ να κάνω μια τέτοια πρόβλεψη. Θέλω, όμως, να κάνω κάποιες παρατηρήσεις. Πρώτον, δεν είναι γενικά στοχοποιημένοι οι νέοι, στοχοποιούνται οι νέοι που διεκδικούν, οι φοιτητές και οι μαθητές που αναμειγνύονται στα κοινά. Για την υπόλοιπη νεολαία δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον· για τα παιδιά που ζουν στο δρόμο, για τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί, για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, για τους άνεργους νέους, για την εγκατάλειψη του σχολείου. Δεν υπάρχει καμία πολιτική για τη νεολαία. Υπάρχει μόνο επιλεκτική στροφή προς την καταστολή εκείνων των τμημάτων της νεολαίας που είναι κατά κανόνα στην πρωτοπορία και αντιδρά. Δεύτερον, η στροφή εναντίον της νεολαίας αποτελεί τη βάση για μια βίαιη διακοπή της κοινωνικής ζωής. Δείτε ενδεικτικά τα μέτρα για τον κορονοϊό, που πλήττουν ένα μέρος της διαμόρφωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας, μέσω της στέρησης του ψυχαγωγικού χρόνου που ο νεωτερικός άνθρωπος έχει κατακτήσει και θεσπίσει: η αιχμή του δόρατος αυτών των μέτρων στην παρούσα φάση έγινε η νεολαία, την οποία ουδείς θέλησε να πείσει αλλά αντίθετα έγιναν τα πάντα για να στοχοποιηθεί.

Καμτσίδου: Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις εντάσσονται στην στρατηγική «Νόμος και Τάξη» που  ακολουθεί η κυβέρνηση και η οποία στοχεύει να θεμελιώσει τις κοινωνικές σχέσεις, από τη μια, σε μια ιεραρχία και, από την άλλη, στην καταστολή. Μια πρώτη συνέπεια που μπορεί να έχει είναι η δημιουργία έντονων κοινωνικών αντιδράσεων, απέναντι όχι μόνο σε αυτή τη συγκεκριμένη επιλογή για τα πανεπιστήμια, αλλά και απέναντι στην προσπάθεια της πολιτείας να ρυθμίσει δύσκολα και κρίσιμα θέματα, όπως για παράδειγμα η τήρηση των μέτρων της πανδημίας. Όταν το κράτος επιλέγει την καταστολή για να εφαρμόσει τους κανόνες και να εξασφαλίσει την ομαλή κοινωνική συμβίωση, τότε θα πρέπει να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει εξίσου βίαιες αντιδράσεις από κομμάτια της κοινωνίας που πλήττονται. Σε ό,τι αφορά την κατάδειξη της νεολαίας ως πηγή παραβατικής συμπεριφοράς και προβλημάτων για το κοινωνικό σύνολο είναι μια εξαιρετικά συντηρητική αντίληψη, η οποία όχι μόνο δεν λαμβάνει υπόψη ότι χαρακτηριστικό της νεολαίας είναι να αμφισβητεί τους κανόνες, τις πρακτικές, τα στερεότυπα που παραλαμβάνει από τις προηγούμενες γενιές, αλλά και τη σημασία που έχει αυτή η αμφισβήτηση για την κοινωνική πρόοδο. Διαφορετικά θα υπάρξει μια καθήλωση σε όλα τα επίπεδα (επιστημονικό, κοινωνικό, φιλοσοφικό, ιδεολογικό), η οποία θα ανασχέσει την κοινωνική εξέλιξη.

 

Κατά την παρουσίαση της πρότασης στους πρυτάνεις ο Κ. Μητσοτάκης είπε «μετά την τιμωρία της Χρυσής Αυγής, έχει η έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε την άλλη όψη του παρακράτους, αυτού που φορά αριστερό προσωπείο. Και ο φασισμός μπορεί να αλλάζει χρώματα αλλά έχει την ίδια ουσία». Τι επιδιώκεται μέσα από την υιοθέτηση αυτής της διχαστικής και εμφυλιοπολεμικής ρητορικής;

Καμτσίδου: Εκτός από τον ανιστόρητο χαρακτήρα της αναφοράς του πρωθυπουργού, οι θεσμικοπολιτικοί κίνδυνοι που   είναι πολύ σημαντικοί. Τελείως ενδεικτικά, μπορούμε να μιλάμε για παρακράτος όταν οι ομάδες που αναπτύσσουν παράνομη δραστηριότητα σχετίζονται με το κράτος και σφετερίζονται τις αρμοδιότητες του. Η αριστερά ουδέποτε σχετίστηκε με το κράτος, ώστε να μπορεί οργανωμένα να υφαρπάξει εξουσία. Η ταύτιση δε της αριστεράς με το φασισμό, η επιστροφή στη θεωρία των δύο άκρων, είναι μια πολιτική η οποία εσκεμμένα αγνοεί τους αγώνες που έδωσε η αριστερά για την προστασία της ελευθερίας, της ισότητας και της δημοκρατίας και προσπαθεί να ταυτίσει την ιδεολογία της με την ιδεολογία των φασιστών που δεν αναγνωρίζουν σε όλα τα πρόσωπα ίση αξιοπρέπεια, που αμφισβητούν τη δημοκρατία, που επιδιώκουν την εγκαθίδρυση καθεστώτος υποταγής στον αρχηγό και αναπτύσσουν εγκληματική δράση για να το πετύχουν. Ταυτίζει τους εγκληματίες, που έχουν στην ιστορία τους εκατοντάδες εκατομμύρια θύματα, από τα οποία στέρησαν την ιδιότητα του ανθρώπου και στο τέλος την ίδια τη ζωή, με αυτούς που δώσαν την ζωή τους για την ελευθερία. Δύο πολιτικά ρεύματα που έχουν τελείως διαφορετική στόχευση, ακολουθούν τελείως διαφορετικά προτάγματα, τελείως διαφορετικές αξίες εξισώνονται από τον πρωθυπουργό μόνο και μόνο για να αποκομίσει στενά κομματικά οφέλη.

Βιδάλη: Δεν απευθύνεται σε πολίτες, αλλά σε προπολιτικές ομάδες, σε ένα κοινό που θέλει να ερεθίσει τα ανακλαστικά του θυμικού τους. Θα περίμενα από έναν πρωθυπουργό, με τις σπουδές που έχει κάνει και μάλλον έχει ξεχάσει, να μην έχει διχαστικό λόγο, για τον οποίο κατηγορεί μάλιστα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Νομίζω ότι είναι μια πολύ οπισθοδρομική αντίληψη και είναι δείγμα κοινωνικής καθυστέρησης τέτοιου είδους ρητορικές.

Πηγή: Η Εποχή