Φραντσέσκα Μελάντρι «Σωστό αίμα» (μτφ. Άμπυ Ράικου, εκδ. Καστανιώτη, 2020)
Τέλος Αυγούστου 2010, Ρώμη. Η σχεδόν πενηντάχρονη Ιλάρια Προφέτι ανεβαίνει τη σκάλα της παλιάς πολυκατοικίας, μέχρι να φτάσει στον έκτο όροφο, εκεί που βρίσκεται το διαμέρισμά της. Όταν όμως φτάσει εκεί, θα βρεθεί μπροστά σε μια έκπληξη: στην πόρτα της την περιμένει «ένας Αφρικανός», «κατάμαυρος», που μετά από ένα σύντομο διάλογο της λέει πως είναι ο ανιψιός της: γιος ενός Αιθίοπα ετεροθαλή αδελφού της για τον οποίο η Ιλάρια ακούει για πρώτη φορά. Με άλλα λόγια, ο νεοφερμένος, ονόματι Σιμέτα Ιετμεγκέτα Ατιλαπροφέτι, είναι εγγονός του Ατίλα Προφέτι, πατέρα της Ιλάρια.
Η Ιλάρια, έτσι, μαθαίνει ότι την εποχή της εισβολής της μουσολινικής Ιταλίας στην Αιθιοπία (Αβησσυνία, τότε), ο πατέρας της είχε υπηρετήσει εκεί, μελανοχίτωνας στις αποικιακές δυνάμεις. Ωστόσο, ουδέποτε έχει αναφερθεί τίποτα για την ύπαρξη κάποιου γιου του Ατίλα Προφέτι (και αδελφού της Ιλάρια) στην Αιθιοπία. Ο ίδιος ο Ατίλα Προφέτι, 95 χρόνων και με άνοια πια, δεν μπορεί να δώσει καμία απάντηση για τη μυστική δεύτερη ζωή που (ίσως) είχε στην Αιθιοπία το διάστημα που έζησε εκεί: λίγες σκόρπιες λέξεις («Αμπέμπα», «φλογοβόλο») μέσα στην αχλή του λόγου του μάλλον παρεξηγούνται παρά εξηγούν κάτι.
Η Ιλάρια, μπροστά στην ανακάλυψη του (πιθανού) ανιψιού της, εκπλήσσεται, αμφιβάλλει, αναρωτιέται, ψάχνει. Έτσι, αρχίζει σιγά-σιγά να οδηγείται σε ένα ταξίδι στην προσωπική και τη συλλογική μνήμη, σε ένα ταξίδι στο παρελθόν, τόσο της οικογένειάς της όσο και της χώρας της, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να ανακαλύπτει και ένα παρόν που την περιβάλλει (το παρόν των κέντρων κράτησης μεταναστών, το παρόν των προσφύγων, των κυνηγημένων, των υπό απέλαση, όλων εκείνων που κουβαλάνε τον απειλητικό χαρακτηρισμό του «λαθραίου»), ένα παρόν που, αν και ζει δίπλα της, ολόγυρά της, σχεδόν το αγνοούσε.
Προσωπικό και συλλογικό παρελθόν
Το έξυπνο εύρημα ενός συγγενή που συμπυκνώνει ό,τι μπορεί να θεωρηθεί πως περιγράφει τον «άλλο» (άγνωστος Αιθίοπας αδελφός που όμως είναι υπό αμφισβήτηση, όπως υπό αμφισβήτηση είναι και ο άγνωστος ανιψιός, ο «κατάμαυρος» πρόσφυγας που για το ιταλικό κράτος είναι «λαθραίος») δίνει τη δυνατότητα στην Φραντσέσκα Μελάντρι να ανοίξει μια τεράστια βεντάλια από κρίσιμα και δύσβατα θέματα, τα οποία πραγματεύεται στο εξαιρετικό μυθιστόρημά της: την οδύσσεια των προσφύγων που παλεύουν να φτάσουν σε μια ήπειρο που δεν τους θέλει και τους καταδιώκει με σωρεία από αντιμεταναστευτικούς νόμους, τον διάχυτο κοινωνικό ρατσισμό και τις θεωρίες συνωμοσίας για τους «ξένους» («οι Κινέζοι πριονίζουν τις κολόνες των πολυκατοικιών»), το πώς η αντιμεταναστευτική πολιτική κρύβει πίσω της τη γενικότερη ταξική επίθεση στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας. Να μιλήσει για τη διαφθορά στην Ιταλία («αυτή είναι η χώρα μας, ένα δίκτυο από συμφέροντα και πλεονεκτήματα»), για τις τραγικές στιγμές που έχει ζήσει η Αιθιοπία στην ιστορία της αλλά και για τη φρίκη της ιταλικής κατοχής (με τις σφαγές και τα δηλητηριώδη αέρια) και τον «επιστημονικό ρατσισμό» της (που «αποδείκνυε επιστημονικά» την «κατωτερότητα» των Αφρικανών), για «τις κυβερνήσεις του Μπερλουσκόνι, που είχαν εξαθλιώσει τη δημόσια εκπαίδευση σαν να ήθελαν να ξεράνουν τις ίδιες τις ρίζες της δημοκρατίας», για τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι και τη φασίζουσα ρητορική του («οι σαφείς αναφορές στη λατρεία της προσωπικότητας του Μουσολίνι δεν έκαναν κακό στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το αντίθετο μάλιστα»), καθώς και για τη στενή σχέση του με τον Καντάφι (στόχος, «ιταλικές ακτές καθαρές από μετανάστες και πρόσβαση στα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Κυρηναϊκής»).
Να σχολιάσει τη συστηματική αναθεώρηση της ιστορίας («παρτιζάνοι και φασίστες όλοι το ίδιο, όλοι θύματα, κανένας υπεύθυνος, ούτε καν ο Μουσολίνι») και να στηλιτεύσει την αβάσταχτη κοινωνική υποκρισία («όποιος δεν θέλει να ξέρει την αλήθεια είναι συνένοχος και με αηδιάζει», θα πει κάποια στιγμή η Ιλάρια).
«Εμείς» και οι «άλλοι»
Συνάμα, η Ιλάρια αναγκάζεται να μπει σε μια επαναδιαπραγμάτευση του τι σημαίνει ο εαυτός, ο «άλλος», το «εμείς» (η εμφάνιση του Αφρικανού ανιψιού αποτελεί στην ουσία «μια νέα εντολή διεύρυνσης των συνόρων του “εμείς”»), συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα και την εφιαλτική παγίδα των «δεσμών του αίματος», του DNA, του «σωστού» ή του «λάθος» αίματος… Η Ιλάρια, που έχει ήδη αποδεχτεί μάλλον εύκολα έναν άλλο ετεροθαλή αδελφό, ξέρει ότι αυτή τη φορά η αναταραχή στη ζωή της θα είναι μεγάλη, ότι δεν θα είναι τόσο εύκολο να εισέλθει στο δικό της «εμείς» «αυτός ο άνδρας από τον οποίο η βάρβαρη ηλιθιότητα των ιταλικών νόμων του έκλεψε σχεδόν δύο χρόνια ζωής», χρόνια που περιπλανήθηκε σε κέντρα κράτησης και γραφειοκρατικούς δαιδάλους. Και ο λόγος, όσο κι αν δυσκολεύεται να το παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό της, είναι ότι «η επιδερμίδα του έχει το χρώμα του παλιωμένου ξύλου». Συνειδητοποιεί πως η ίδια, μπροστά στον άγνωστο Αφρικανό συγγενή, έρχεται αντιμέτωπη όχι με το ερώτημα «ποιος είσαι εσύ;», αλλά με το ερώτημα «ποια είμαι εγώ».
Σκιαγραφείται έτσι ολοζώντανα η σχέση ανάμεσα σε «εμάς» και σε «αυτούς»: για παράδειγμα, ο λιμός στην Αιθιοπία έστρεψε το φως των δυτικών καναλιών σ’ αυτή τη χώρα και οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι άρχισαν να κυνηγάνε «συγκλονιστικές» εικόνες της φρίκης, με μια λογική φιλανθρωπίας που στην ουσία απέκρυπτε ότι «αυτές οι εικόνες ενέπνεαν έναν συμβολικό οίκτο, αισθητικό και αποφασιστικά ιεραρχικό», καθώς «οι θεατές τους ένιωθαν αποτροπιασμό αλλά την ίδια στιγμή και μια αίσθηση ασφάλειας»: όλο αυτό που έβλεπαν ήταν πολύ μακρινό, πολύ ξένο για τον Ευρωπαίο. Ωστόσο, η άβυσσος που υπεδείκνυαν αυτές οι εικόνες ταυτόχρονα «αρνιόταν οποιοδήποτε κοινό στοιχείο ανθρώπινης υπόστασης ανάμεσα στο θέμα των φωτογραφιών και τους θεατές τους», μεγαλώνοντας διαρκώς το χάος που χωρίζει, τόσο σε πραγματικό όσο και σε φαντασιακό επίπεδο, το «εμείς» και το «αυτοί» (πλην, βέβαια, του ότι απέκρυπταν συστηματικά «ποιες ήταν οι δυτικές βιομηχανίες που προμήθευαν όπλα σ’ εκείνο τον πόλεμο» που δημιουργούσε τον λιμό, την ώρα που «οι ροκ σταρ πουλούσαν εκατομμύρια εισιτήρια για τις φιλανθρωπικές συναυλίες τους»).
Βιβλίο πυκνό, πολυεπίπεδο, πολύπλευρο, σκαλίζει με τόλμη το σκοτεινό και τραυματικό παρελθόν («στην Ιταλία κάνουν σαν να μην υπάρχουμε, τους θυμίζουμε πράγματα που θέλουν να ξεχάσουν», λέει ο παλιός φασίστας που, μετά την κατοχή, έμεινε για πάντα στην Αιθιοπία), αλλά ταυτόχρονα μιλάει με θάρρος και για το παρόν και την κληρονομιά του φασισμού στο σήμερα, στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι, της Λέγκας του Βορρά και των «φονταμενταλιστών χριστιανών».
Βιβλίο που δεν φοβάται να πληγώσει, όσο κι αν η ανατροπή του τέλους μιλάει για μια αποδοχή του «άλλου» πέρα από τους σιδερένιους (και εφιαλτικούς) κανόνες του «σωστού» και του «λάθος» αίματος.