Η φοροαποφυγή των μεγάλων πολυεθνικών δεν είναι ένα νέο πρόβλημα. Εδώ και δεκαετίες οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τα κενά και τις ασυμβατότητες στους διεθνείς φορολογικούς κανόνες προκειμένου να μεταφέρουν τεχνηέντως τα κέρδη τους σε χώρες με χαμηλούς ή μηδενικούς συντελεστές και να αποφύγουν τους φόρους που τους αναλογούν.
Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν πασίγνωστες φίρμες και έχουν γεμίσει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τα τελευταία χρόνια προκαλώντας μεγάλη δυσαρέσκεια στους πολίτες, αλλά και σε μερίδα του πολιτικού κόσμου. Ωστόσο οι πρακτικές φοροαποφυγής είναι σε μεγάλο βαθμό νόμιμες. Οι πολυεθνικές αξιοποιούν την απουσία αποτελεσματικής εναρμόνισης των φορολογικών κανόνων σε διεθνές επίπεδο, ενώ η κατάσταση χειροτερεύει καθώς οι τελευταίοι δεν επικαιροποιήθηκαν προκειμένου να ανταποκριθούν στο πλαίσιο μίας οικονομίας όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένης και ψηφιοποιημένης.
Η ψηφιοποίηση της οικονομίας επιτρέπει στις πολυεθνικές επιχειρήσεις να μετακινούν με μεγαλύτερη ευκολία εργαζόμενους, κεφάλαια, εισροές και δεδομένα μεταξύ των συνόρων, ώστε να εμφανίζουν κέρδη και δραστηριότητα σε χώρες με ελάχιστη ρυθμιστική μέριμνα και χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Για παράδειγμα, η Uber χρησιμοποιεί θυγατρικές εταιρείες με έδρα την Ιρλανδία και την Ολλανδία προκειμένου να μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της στον φορολογικό παράδεισο των Βερμούδων αφήνοντας τις χώρες -από την Κένυα έως τις ΗΠΑ- όπου τα κέρδη δημιουργούνται χωρίς τις φορολογικές εισπράξεις που τους αντιστοιχούν.
Η φοροαποφυγή είναι επιζήμια για όλους: για τα κράτη, τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τον ΟΑΣΑ τα κράτη χάνουν απαραίτητους πόρους που με συντηρητικούς υπολογισμούς αγγίζουν τα 100-240 δισ. δολάρια ετησίως.1 Πρόκειται για χρήματα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στην Εκπαίδευση, την Υγεία, τις υποδομές και τις συντάξεις.
Οι πολίτες χάνουν είτε επειδή υποχρεώνονται να πληρώνουν υψηλότερους φόρους για υπηρεσίες που διαφορετικά θα χρηματοδοτούνταν από τους φόρους στα εταιρικά εισοδήματα είτε επειδή στερούνται αυτές τις υπηρεσίες. Οι εταιρείες που λειτουργούν σε εθνικά πλαίσια αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες απέναντι στους πολυεθνικούς ανταγωνιστές τους που επιλέγουν να αγνοούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις μεταφέροντας τα κέρδη τους σε εξωχώριους προορισμούς.
Και μετά ήρθε ο κορωνοϊός
Χρειάστηκε μία παγκόσμια θανατηφόρος πανδημία ώστε, ύστερα από δεκαετίες αντιμετώπισης της δημοσιονομικής λιτότητας ως νεοφιλελεύθερου τοτέμ, να οδηγηθούμε σε συναίνεση σχετικά με τη μαζική διάθεση πόρων με στόχο την προστασία της δημόσιας Υγείας και την αποφυγή εκτεταμένης οικονομικής καταστροφής. Ωστόσο, οι δημοσιονομικές πολιτικές έχουν δύο πλευρές: το πώς οι κυβερνήσεις δημιουργούν πόρους και το πώς τους ξοδεύουν.
Μέχρι σήμερα αρκετές χώρες έπραξαν ριζοσπαστικά με έμφαση στο δεύτερο σκέλος. Εφάρμοσαν οικονομικά μέτρα αξίας δισεκατομμυρίων προκειμένου να υποστηρίξουν τις υπό κατάρρευση επιχειρήσεις και να εγγυηθούν τα εισοδήματα.
Για πρώτη φορά σήμερα γίνεται σε ευρεία κλίμακα συζήτηση σχετικά με τη θέσπιση ενός παγκόσμιου εγγυημένου εισοδήματος και την εθνικοποίηση των σωσμένων με τα χρήματα των φορολογουμένων επιχειρήσεων. Μόλις πριν λίγους μήνες κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Αλλά το πώς σκοπεύουν να χρηματοδοτήσουν αυτά τα μέτρα παραμένει ασαφές.
Οι κυβερνήσεις δημιουργούν έσοδα κατά βάση με δύο τρόπους: δανείζονται ή συγκεντρώνουν χρήματα φορολογώντας τα εισοδήματα. Ωστόσο, ο φορολογικός συντελεστής στα εταιρικά εισοδήματα, στους υψηλά αμειβόμενους, στην ιδιοκτησία και την κληρονομιά έχει μειωθεί στις περισσότερες χώρες. Επιπλέον οι περιουσίες των πλουσιότερων προέρχονται κυρίως από επενδυτικά αγαθά όπως μετοχές, μερίδια και ακίνητα και όχι από τον μισθό τους.
Αντίθετα με τους μισθούς, αυτού του τύπου ο πλούτος φορολογείται με πολύ χαμηλούς συντελεστές ή υπάρχουν ευρύχωρα παραθυράκια που επιτρέπουν στα χρήματα να παραμένουν κρυφά σε φορολογικούς παραδείσους.2 Ο δανεισμός δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι η μόνη απάντηση, καθώς αργά ή γρήγορα τα δάνεια πρέπει να αποπληρωθούν και το κόστος μετακυλίεται στους μισθωτούς και στους λιγότερο προνομιούχους.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008, οι φορολογικοί παράδεισοι έγιναν για πρώτη φορά αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Σήμερα το θέμα επανέρχεται με νέα δυναμική εξαιτίας της πανδημικής κρίσης και των προσπαθειών οικονομικής ανάκαμψης. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί πρόοδος προς την κατεύθυνση ενδυνάμωσης της διεθνούς συνεργασίας για τη φορολόγηση και τη διεύρυνση των συμφωνιών ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών.
Η κρίση του κορωνοϊού δείχνει να ενισχύει αυτή την τάση. Πολλές κυβερνήσεις έχουν ξεκαθαρίσει ότι οι εταιρείες που φοροαποφεύγουν μέσω φορολογικών παραδείσων δεν θα έχουν πρόσβαση στα διευρυμένα, λόγω πανδημίας, πακέτα οικονομικής ανάκαμψης και υποστήριξης των επιχειρήσεων. Η Γαλλία, η Δανία και η Πολωνία έχουν ήδη αναλάβει δράση για να αποκλείσουν αυτές τις εταιρείες από το επίδομα της Covid-19 και παρόμοιες πρωτοβουλίες συζητούνται και σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς κ.ά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εντός της Ε.Ε. υπάρχουν χώρες που εδώ και χρόνια λειτουργούν ως φορολογικοί παράδεισοι μπλοκάροντας τις προσπάθειες άλλων κρατών για εξορθολογισμό του συστήματος φορολόγησης των μεγάλων πολυεθνικών. Σήμερα ανακαλύπτουν τα μειονεκτήματα αυτής της επιλογής. Στην Ολλανδία κατά τη διάρκεια του lockdown η κυβέρνηση θέσπισε επιχορήγηση 90% των μισθών, εφόσον οι επιχειρήσεις δεν θα προχωρούσαν σε απολύσεις.
Η ταξιδιωτική ψηφιακή πλατφόρμα booking.com αιτήθηκε της επιχορήγησης παρ’ όλο που μέσα στο 2019 σημείωσε κέρδη της τάξεως των 5 δισ. δολαρίων. Επιπλέον ως ‘καινοτόμος εταιρεία’ ωφελήθηκε από εξαιρέσεις περίπου 2 δισ. δολάρια από τους ολλανδικούς φόρους μεταξύ του 2010 και του 2018.
Αυτό το ποσό θα μπορούσε να καλύψει τους μισθούς 5.500 εργαζομένων στη χώρα για πέντε έτη. Αλλά η εταιρεία δεν χρησιμοποίησε τις κερδοφόρες χρονιές για να δημιουργήσει ‘μαξιλαράκι’, αντίθετα χρησιμοποίησε τα κέρδη της για να επαναγοράσει 16 δισ. δολάρια σε μετοχές μέσα στα τελευταία τρία χρόνια. Οι μέτοχοι, συμπεριλαμβανομένων και των κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, όπως και των διευθυντικών στελεχών, είναι οι ωφελούμενοι αυτής της επιλογής.
Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας επιταχύνουν την αναζήτησης μίας δομικής προσέγγισης. Είναι ενδεικτικό ότι οργανισμοί όπως ο ΟΑΣΑ έχουν εργαστεί για τη δημιουργία παγκόσμιας συναίνεσης ως προϋπόθεσης για την εφαρμογή πολιτικών που θα αναχαιτίσουν τη φοροαποφυγή.3 Ωστόσο η πρόοδος είναι πολύ αργή και πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτού του τύπου οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να αναληφθούν από τα Ηνωμένα Έθνη, όχι επειδή έχουν το μαγικό ραβδί που θα λύσει το πρόβλημα, αλλά επειδή γι’ αυτό έχουν φτιαχτεί: για να παρέχουν ένα φόρουμ παγκόσμιων πολιτικών διαπραγματεύσεων.
Ο κερδισμένος τα παίρνει όλα;
Μία παγκόσμια συμφωνία δεν θα είναι εύκολη και ο ρόλος των ΗΠΑ, ιδιαίτερα στο κομμάτι της φορολόγησης της ψηφιακής οικονομικής δραστηριότητας, είναι ιδιαίτερα κρίσιμος. Τον Ιούνιο οι ΗΠΑ τίναξαν στον αέρα την προσπάθεια ‘BEPS 2.0’ του ΟΑΣΑ για φορολογική μεταρρύθμιση. Ο υπουργός Οικονομικών του Λευκού Οίκου St. Mnuchin διεμήνυσε στους ομολόγους του της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ότι “οι ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να συμφωνήσουν, ούτε σε προσωρινή βάση, σχετικά με αλλαγές στη νομοθεσία της παγκόσμιας φορολόγησης η οποία θα επηρέαζε τις κορυφαίες ψηφιακές εταιρείες της χώρας”.4
Ενδεικτική του κλίματος που δημιουργείται είναι δήλωση του επιτρόπου Εσωτερικού Εμπορείου Th. Breton τον προηγούμενο μήνα σχετικά με την ανάγκη ρύθμισης των τεχνολογικών κολοσσών:5 “Η κρίση έδειξε τον ρόλο και τον συστημικό χαρακτήρα συγκεκριμένων πλατφορμών που συχνά συμπεριφέρονται σαν να είναι ‘πολύ μεγάλες’ για να ενδιαφερθούν για τους προβληματισμούς που προκύπτουν σχετικά με τη νομιμοποίηση των επιλογών τους, too big to care”.
Το 2019 η ΗΠΑ, η Κίνα και η Ιαπωνία ήταν οι μόνες χώρες με μεγαλύτερες οικονομίες από το άθροισμα της κεφαλαιοποίησης των Facebook, Apple, Amazon, Netflix, Google και Microsoft. Σήμερα η ψηφιακή οικονομία ανθεί και οι τεχνολογικοί κολοσσοί δρέπουν τα περισσότερα έκτακτα κέρδη που προκύπτουν ως συνέπεια της πανδημίας, κάτι που έχει επιταχύνει επιπλέον την τάση ψηφιοποίησης.
Οι μετοχές των παραπάνω εταιρειών αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανθεκτικές στην Covid-19, ιδιαίτερα συγκρινόμενες με άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας οι οποίοι για τους ίδιους λόγους κατέρρευσαν.
Με εκατομμύρια ανθρώπους απομονωμένους στα σπίτια τους η Amazon, για παράδειγμα, είδε τα κεφάλαιά της να αυξάνονται σε μία εντυπωσιακή φούσκα που υπερέβη τα 90 δισ. δολάρια από τα μέσα Φεβρουαρίου. Ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας J. Bezos έγινε πλουσιότερος κατά 5 δισ. δολάρια.
Το Netflix είδε τις μετοχές του να αυξάνονται κατά 30%, ενώ το Zoom διπλασίασε την αξία του.6 Την ίδια στιγμή μεγάλες αντιδράσεις υπήρξαν για τις πρακτικές που ακολούθησε η Amazon απέναντι στους εργαζομένους της φιμώνοντας τις διαμαρτυρίες τους σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και παρακάμπτοντας τους κανονισμούς ασφάλειας.7
Αν οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν την ιδιαιτερότητα να παραμένουν απρόσβλητες από τις συνέπειες της πανδημίας και να κερδίζουν από αυτές, ενώ την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις παλεύουν για μετρητά και ροές εσόδων, τότε η φορολόγηση αυτών που συστηματικά φοροαποφεύγουν τα τελευταία χρόνια χωρίς να συνεισφέρουν στα δημόσια ταμεία δεν μπορεί παρά να τεθεί ως προτεραιότητα στην εργαλειοθήκη των δημόσιων πολιτικών.
Η πίεση από τους δημόσιους λειτουργούς για ρύθμιση των τεχνολογικών μονοπωλίων υπήρξε και πριν από το χτύπημα του ιού. Τον Ιανουάριο η Γαλλία έγινε η πρώτη ισχυρή οικονομία που επέβαλε φόρο 3% επί των συνολικών ετήσιων εισόδων των μεγαλύτερων εταιριών τεχνολογίας που δραστηριοποιούνται στη χώρα, όπως η Amazon και η Facebook.8 Τον Απρίλιο το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλε φόρο 2% σε έσοδα αποκτημένα από τις μηχανές αναζήτησης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις διαδικτυακές αγορές. Αυτά τα ad hoc μέτρα απαντούν στις αντιδράσεις των πολιτών, αλλά δεν υποκαθιστούν τα χαμένα από τη φορολογία έσοδα ούτε εξασφαλίζουν τα μελλοντικά.
Έχει ενδιαφέρον το ότι, ενώ συμβαίνουν όσα περιγράφηκαν, οκτώ τεχνολογικοί κολοσσοί (Microsoft, Apple, Alphabet, Facebook, Cisco Systems, Adobe, Intel, Nvidia) θέλησαν να δείξουν την εταιρική τους γενναιοδωρία μέσα από δωρεές ύψους 1,2 δισ. δολαρίων στις οποίες προέβησαν με στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Σύμφωνα με το TaxWatch αυτό το ποσό αντιστοιχεί στο 0,22% του συνολικού ποσού των κερδών αυτών των εταιρειών που συσσωρεύονταν κρυμμένα στους φορολογικούς παραδείσους έως το τέλος του 2017.9 Ίσως οι υπηρεσίες υγείας σε πολλά κράτη να είχαν πολύ μεγαλύτερο όφελος αν οι τεχνολογικοί κολοσσοί απλώς πλήρωναν κανονικά τους φόρους τους όπως όλοι οι υπόλοιποι, αντί να προσφέρουν φιλοδωρήματα σε περιόδους κρίσης.
1. https://www.oecd.org/about/impact/combatinginternationaltaxavoidance.htm
2. Σύμφωνα με το Tax Justice Network υπάρχουν περίπου 8-35 τρισεκατομμύρια δολάρια (ανάλογα με τον τρόπο μέτρησης που υιοθετείται) κρυμμένα σε εξωχώριους προορισμούς. Tax Justice Network, Covid-19 Recovery Rights, Topic Three: Progressive tax measures to realise rights, June 2020.
3. https://www.oecd.org/about/impact/combatinginternationaltaxavoidance.htm
4. https://www.ft.com/content/1ac26225-c5dc-48fa-84bd-b61e1f4a3d94?desktop=true&segmentId=d8d3e364-5197-20eb-17cf-2437841d178a
5. https://ec.europa.eu/commission/commissioners/2019-2024/breton/announcements/discours-du-commissaire-breton-lors-de-lechange-de-vues-avec-le-comite-imco-au-parlement-europeen_en
6. https://www.trtworld.com/magazine/will-the-pandemic-herald-the-end-of-big-tech-s-tax-free-ride-36541
7. https://time.com/5831674/amazon-engineer-quits-coronavirus-whistleblowers/.
8. https://www.theguardian.com/world/2020/jan/12/frances-digital-minister-tax-on-tech-giants-just-the-start-cedric-o-gafa
9. https://www.law360.com/articles/1262090/attachments/0
Δώρα Κοτσακά
Πηγή: Η Αυγή