Είναι πραγματικά άξιο απορίας το γιατί η Δεξιά, σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, προσπαθεί ακόμα να της αναγνωριστεί κάποιος ρόλος στην Εθνική Αντίσταση. Αλλά είναι και αυτό ένα βήμα. Γιατί, για δεκαετίες, η προσπάθειά της ήταν να υποβαθμίσει τον ρόλο της Εθνικής Αντίστασης. Καθόλου παράλογο για μια παράταξη που ο θεμελιωτής της, Κωνσταντίνος Καραμανλής, υπήρξε απών από τα γεγονότα της Κατοχής, ενώ ο γιος του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη έφτασε να γίνει αρχηγός της. Όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα από αυτό.
Εν πρώτοις η Αριστερά δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι κατέχει την αποκλειστικότητα της Εθνικής Αντίστασης. Υπήρξαν και δεξιοί που έκαναν αντίσταση, όπως υπήρξαν και δεξιοί που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Όμως η Ιστορία έχει καταγράψει με ξεκάθαρο τρόπο ποιο κομμάτι της Εθνικής Αντίστασης ήταν αυτό που κατάφερε να συγκροτήσει μαζικό κίνημα την εποχή εκείνη και να πολεμήσει με τεράστιες θυσίες την πείνα, την επιστράτευση Ελλήνων εργατών για την πολεμική βιομηχανία του Ράιχ, την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία. Ποιο κομμάτι της Εθνικής Αντίστασης συγκρότησε έναν αξιόμαχο λαϊκό στρατό, που το πολεμικό του υλικό το κέρδισε στο πεδίο της μάχης, που συνέβαλε στη συμμαχική νίκη καθηλώνοντας 12 γερμανικές μεραρχίες στην Ελλάδα, που πλήρωσε έναν τεράστιο φόρο αίματος από χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες. Αυτό ήταν το ΕΑΜ. Και στο ΕΑΜ μπορεί να συμμετείχαν άνθρωποι από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, τίμιοι πατριώτες που ήθελαν να δώσουν πραγματικό αγώνα και τίμιοι στρατιωτικοί που ήθελαν να διοικήσουν πραγματικές στρατιωτικές μονάδες, αλλά ο κορμός του ήταν η Αριστερά. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.
Η ενσωμάτωση του δωσιλογισμού
Την εποχή εκείνη, ένα κομμάτι του αστικού πολιτικού κόσμου συνεργάστηκε με τους κατακτητές και ένα άλλο συσπειρώθηκε γύρω από τον βασιλιά Γεώργιο και την εξόριστη κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής, που ήταν υποχείριο των Άγγλων. Τα δύο αυτά κομμάτια άρχισαν να συγκλίνουν μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Από το σημείο αυτό και μετά, αφού η ήττα της Γερμανίας φαινόταν πλέον αναπόφευκτη, οι Βρετανοί ασχολήθηκαν σοβαρά με την πολιτική κατάσταση που επρόκειτο να διαμορφωθεί στη μεταπολεμική Ελλάδα: μια ομαλή δημοκρατική εξέλιξη έπρεπε πάση θυσία να αποτραπεί, καθώς το κύρος και η πολιτική επιρροή που είχε αποκτήσει το ΕΑΜ ήταν τεράστια. Έστρεψαν λοιπόν τις δυνάμεις που έλεγχαν στην Ελλάδα εναντίον της Αριστεράς. Και για να τις ενισχύσουν, υποδέχτηκαν στις τάξεις τους και όλον τον κορμό της Δεξιάς που ώς τότε συνεργαζόταν με τους κατακτητές. Έτσι ξεπλύθηκαν οι χιλιάδες συνεργάτες των Γερμανών, που μετατράπηκαν από τη μια μέρα στην άλλη σε αγωνιστές της συμμαχικής υπόθεσης. Ξεπλύθηκε ακόμα και η Ειδική Ασφάλεια, που είχε δολοφονήσει εκατοντάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Εκείνη ακριβώς είναι η ιστορική στιγμή που ανασυγκροτήθηκε η Δεξιά, όπως την γνώρισε η χώρα τα μεταπολεμικά χρόνια. Η νίκη στον Εμφύλιο και η τυφλή της υποταγή στις ξένες δυνάμεις τη μετέτρεψαν σε καθεστώς. Και παλιοί συνεργάτες του κατακτητή ενσωματώθηκαν με εξαιρετική άνεση στις πολιτικές της γραμμές.
Την ώρα που οι συνεργάτες αποκτούσαν ελέω Βρετανίας αντιστασιακά πιστοποιητικά, ξεκινούσε, μετά τη Βάρκιζα, μια συστηματική προσπάθεια εξόντωσης της ΕΑΜικής βάσης. Χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης σύρθηκαν στα στρατοδικεία, κλείστηκαν στις φυλακές και στήθηκαν στον τοίχο. Η τρομοκρατία στην ύπαιθρο οργίασε αναγκάζοντας τους αριστερούς να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Και μετά το τέλος του Εμφυλίου η κατάσταση παγιώθηκε. Όχι για να προστατευτεί η χώρα από τον κομμουνιστικό κίνδυνο, αλλά για να μπορεί η Δεξιά να διατηρείται στην εξουσία.
Ο κανιβαλισμός της Αντίστασης
Κατά τη δεκαετία του ’50, οι δωσίλογοι αμνηστεύτηκαν, οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου επίσης, η Ελλάδα παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων. Αλλά οι νόμοι που κυνηγούσαν την Αριστερά επρόκειτο να διατηρηθούν μέχρι το 1974. Η συμμετοχή ενός ανθρώπου στην Εθνική Αντίσταση ήταν λόγος να μην μπορέσει ποτέ να βρει δουλειά, ούτε ο ίδιος, ούτε τα παιδιά του, ούτε καν οι πιο μακρινοί του συγγενείς. Την περίοδο εκείνη, ήταν η Αριστερά που έδωσε τις μάχες για δημοκρατία και για την υπέρβαση των εμφύλιων αντιπαραθέσεων, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά ο τόπος. Και ήταν η Δεξιά που ανατροφοδοτούσε συνεχώς το εμφύλιο μίσος και συντηρούσε το καθεστώς των διώξεων για να ελέγχει πολιτικά τον τόπο. Στο πλαίσιο αυτό, η Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης έπρεπε να ξαναγραφτεί. Οι εκδηλώσεις μνήμης απαγορεύτηκαν. Η δράση του ΕΑΜ, μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, χαρακτηρίστηκε ιδιοτελής, τυχοδιωκτική και καταστροφική για τον τόπο. Τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Γερμανοί στη χώρα ξεπλύθηκαν ως περίπου δικαιολογημένες αντιδράσεις απέναντι στην ανεύθυνη δράση της Αντίστασης. Το επίσημο κράτος τίμησε συνεργάτες των Γερμανών, που είχαν διακριθεί σε επιχειρήσεις εναντίον Ελλήνων αμάχων, όπως οι ηττημένοι της μάχης του Μελιγαλά. Η στρατιωτική δικτατορία, έργο μηχανισμών που είχαν ανδρωθεί μέσα στον στρατό επί Καραμανλή, χορήγησε τιμητικές συντάξεις στους παλαίμαχους ταγματασφαλίτες. Τις σχέσεις της με την Εθνική Αντίσταση λοιπόν η ελληνική Δεξιά τις έχει ξεκαθαρίσει από μόνη της. Χαρακτηρίζοντας τους πατριώτες προδότες και απονέμοντας στους προδότες εύσημα πατριωτισμού.
Η προσπάθεια του Καραμανλή για ελεγχόμενη αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, χωρίς να θιγούν οι μηχανισμοί του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού κράτους, υπερκεράστηκε από ένα τεράστιο δημοκρατικό κίνημα που εμφανίστηκε την επόμενη ημέρα της Μεταπολίτευσης, απαιτώντας να τελειώσει επιτέλους ο Εμφύλιος στη χώρα. Και ήταν ένα αίτημα που στρεφόταν ευθέως κατά της Δεξιάς, καθώς ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που τον συνέχιζε. Η κύρωση της λήξης του Εμφυλίου ήρθε 35 χρόνια μετά τον τελευταίο πυροβολισμό στον Γράμμο, με την επίσημη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Μια αναγνώριση που η Δεξιά πολέμησε, τότε, με πραγματική λύσσα, χέρι – χέρι με τα κατάλοιπα των χουντικών.
Η ανασύσταση της εμφυλιακής ρητορικής
Άνθρωποι που μπήκαν στην πολιτική από την Ακροδεξιά, όπως ο Γεωργιάδης, ή απευθείας από τον χουντοφασισμό, όπως ο Βορίδης, ανέλαβαν εργολαβικά τη νεκρανάσταση του δεξιού αφηγήματος για το παρελθόν
Από τότε, τα πράγματα μπήκαν σιγά – σιγά στο πραγματικό τους πλαίσιο και η Ιστορία αποκαταστάθηκε. Δεν ήταν η Αριστερά που όφειλε να παραχωρήσει χώρο στη Δεξιά στο έπος της Εθνικής Αντίστασης, έστω και εκ των υστέρων. Ήταν η Δεξιά που όφειλε να ξεκαθαρίσει το παρελθόν της, να μιλήσει για τις αντιφάσεις της, να απολογηθεί για τον βίαιο αναθεωρητισμό της και για το ύποπτο περιεχόμενο που έδωσε στον όρο «πατριωτισμός». Τα πράγματα καταλάγιασαν για πολύ καιρό. Όμως, την προηγούμενη δεκαετία, οι ανάγκες ενός νέου αγώνα εναντίον της Αριστεράς ξανάφεραν στο προσκήνιο την παλιά μετεμφυλιακή ρητορική της παράταξης. Άνθρωποι που μπήκαν στην πολιτική από την Ακροδεξιά, όπως ο Γεωργιάδης, ή απευθείας από τον χουντοφασισμό, όπως ο Βορίδης, ανέλαβαν εργολαβικά τη νεκρανάσταση του δεξιού αφηγήματος για το παρελθόν. Τα «κινήματα» με τις περικεφαλαίες, και η πολιτική εκμετάλλευση του προσφυγικού οδήγησαν σε έναν ακόμα πιο σφιχτό εναγκαλισμό του Κ. Μητσοτάκη με την Ακροδεξιά. Και με τη συνδρομή και κάποιων «φιλελεύθερων», τυφλωμένων από το μίσος κατά της Αριστεράς, ξαναβρεθήκαμε να συζητάμε αν το στρατοδικείο έκανε καλά που σκότωσε τον Μπελογιάννη με νόμους που δεν ίσχυαν για τα τακτικά δικαστήρια.
Τούτων δοθέντων, σήμερα ο Κ. Μητσοτάκης δεν ζητάει να μην μονοπωλεί η Αριστερά την Εθνική Αντίσταση. Ζητάει να μην την επικαλείται. Αλλά το ποιος πιστώνεται τι δεν το αποφασίζει ο ίδιος. Το αποφασίζει η Ιστορία. Και η Αριστερά, όταν κλήθηκε από την Ιστορία, ήταν εκεί που έπρεπε να είναι. Η Δεξιά είναι που πρέπει να ξεκαθαρίσει πού βρισκόταν τότε και με ποιους συνομιλούσε.
Άγγελος Τσέκερης
Πηγή: Η Αυγή