Αποκλειστική συν/ξη στην Αννέτα Καββαδία
Στον απόηχο της καταδίκης της Χρυσής Αυγής και λίγο πριν την έναρξη της δίκης του Ζακ Κωστόπουλου, η Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Ντούνια Μιγιάτοβιτς, μιλά αποκλειστικά στην «Εποχή». «Η Ευρώπη δεν έχει διδαχθεί από προηγούμενες τραγωδίες», μας λέει και εκφράζει τη βαθύτατη ανησυχία της για την «πολιτική και κοινωνική αποδοχή αυτών των επικίνδυνων ιδεών». Δηλώνει απογοητευμένη για το πώς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «μετέτρεψαν ένα διαχειρίσιμο ζήτημα, όπως το μεταναστευτικό, σε πολιτικό χάος και πυροδότησαν την ξενοφοβία», δίνει στην πανδημία του Covid-19 χαρακτηριστικά «μεγεθυντικού φακού των μεγάλων ανισοτήτων και διαχωρισμών» και μιλά για την προσπάθεια του να είσαι γυναίκα σε θέση ευθύνης.
Πριν λίγες μέρες ολοκληρώθηκε η δίκη της φασιστικής, εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής με την καταδίκη σύσσωμης της ηγετικής της ομάδας. Μια δίκη με ιστορικά, όπως ειπώθηκε, χαρακτηριστικά όπως αυτή της Νυρεμβέργης. Σε λίγες μέρες επίσης θα ξεκινήσει άλλη μια εμβληματική –ως προς τη σημειολογία της– δίκη, αυτή της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, της Zackie Oh, ακτιβιστή, drag queen, υπερασπιστή των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Μπροστά μάλιστα στα μάτια αστυνομικών, οι οποίοι όχι μόνο δεν αντέδρασαν, αλλά βιαιοπράγησαν στο ήδη χτυπημένο σώμα του. Με δεδομένο ότι ο φασισμός ποικίλει ως προς τις μορφές έκφρασής του –ρατσισμός, ξενοφοβία, σεξισμός, ομοφοβία, τρανσφοβία– ποια είναι εκείνα τα εργαλεία που θα μπορούσαν, δυνητικά, να ανακόψουν τη δυναμική που, δυστυχώς, αναπτύσσεται;
Καταρχάς, θα ήθελα να τονίσω ότι περιμέναμε για πολύ καιρό τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στις 7 και 22 Οκτωβρίου. Όπως τόνισε η έκθεση του προκατόχου μου το 2013, όσοι υποστήριζαν και εμπλέκονταν άμεσα ή έμμεσα σε πράξεις ρατσιστικής βίας απολάμβαναν ατιμωρησία για υπερβολικά πολύ καιρό. Αυτές οι αποφάσεις δεν είναι τελεσίδικες και πρέπει να αφήσουμε τη δικαστική διαδικασία να συνεχιστεί, αλλά αποτελούν ήδη ένα σημαντικό βήμα. Μιλώντας ευρύτερα, τα πρότυπα και οι αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αμφισβητούνται όλο και περισσότερο σε ολόκληρη την ήπειρο. Ο επιθετικός εθνικισμός, οι οικονομικές δυσκολίες και η τρομοκρατία συνεχίζουν να προκαλούν πόλωση και εντάσεις. Η επανεμφάνιση του αντισημιτισμού και άλλων μορφών ρατσισμού και διακρίσεων -και η, σε μεγάλο βαθμό, ανεπαρκής αντιμετώπιση από τις Αρχές- αποτελεί ένδειξη της αυξανόμενης πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής αυτών των επικίνδυνων ιδεών. Δείχνει, επίσης, ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν διδαχθεί από προηγούμενες τραγωδίες. 75 χρόνια μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς και 25 χρόνια από τη γενοκτονία της Σρεμπρένιτσα, το μίσος, η άρνηση και η άγνοια συνεχίζουν να διαδίδονται, βεβηλώνοντας τη μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων και κακοποιώντας τα θύματα που επέζησαν.
Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν αναπτύξει στέρεα νομικά και θεσμικά θεμέλια για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας. Παρά, ωστόσο, τα βήματα που έχουν γίνει, αυτή η πρόοδος δεν ωφέλησε όλους με τον ίδιο τρόπο, καθώς παραμένουν μεγάλες αποκλίσεις, τόσο από χώρα σε χώρα, όσο και μέσα σε κάθε χώρα. Η πρόκληση σήμερα είναι να διασφαλιστεί η εφαρμογή των νόμων και των προτύπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Η εικόνα, όμως, δεν είναι μόνο ζοφερή. Βλέπω τρεις τάσεις που μου δίνουν ελπίδα για το μέλλον: Πρώτον, η δέσμευση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει χαθεί. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε ότι ακόμα και σήμερα -ακόμη και σε μια δύσκολη περίοδο, όπως η τωρινή που κυριαρχείται από την πανδημία- υπάρχουν κράτη που επικυρώνουν συμβάσεις, υιοθετούν σχέδια δράσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, θεσπίζουν και προστατεύουν εθνικές δομές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εφαρμόζουν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και ακολουθούν τις συστάσεις των εθνικών και διεθνών οργανισμών. Δεύτερον, η κοινωνία των πολιτών και οι δημόσιοι θεσμοί. ΜΚΟ, δημοσιογράφοι, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εθνικοί θεσμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή διαμεσολαβητές και ακτιβιστές, συνεχίζουν να κινητοποιούνται, παρά τις πολλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Τρίτον, η νεολαία. Μερικοί αισθάνονται αποκλεισμένοι από το σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πολλοί από αυτούς φοβούνται για το μέλλον τους, καθώς τα μέτρα για την καταπολέμηση της πανδημίας βαραίνουν τους ώμους τους. Όμως οι νέοι κινητοποιούνται όλο και περισσότερο και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, πράγμα που δείχνει ότι ενδιαφέρονται και είναι πρόθυμοι να συμμετάσχουν ενεργά. Πρέπει να τους στηρίξουμε και να αξιοποιήσουμε αυτήν την ευκαιρία, να τους δώσουμε ελπίδα και να τους ενθαρρύνουμε να γίνουν ενεργοί υποστηρικτές και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρέπει να υποστηρίξουμε αυτές τις θετικές τάσεις και να τις ενισχύσουμε. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό, είναι να υψώνουμε τη φωνή μας κάθε φορά που τα ανθρώπινα δικαιώματα δέχονται επίθεση. Η παιδεία είναι επίσης ζωτικής σημασίας. Τα σχολεία, αλλά και άλλες μορφές επίσημης και ανεπίσημης εκπαίδευσης, πρέπει να εφοδιάσουν τους ανθρώπους με τις απαραίτητες γνώσεις για να απαλλαγούν από παλαιά μυθεύματα και βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις, να αντισταθούν και να αντιμετωπίσουν τη ρητορική μίσους και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να μάθουν για τη δικαιοσύνη και την ισότητα για όλους. Για να συμβεί αυτό, είναι ανάγκη περισσότεροι πολιτικοί, επαγγελματίες των ΜΜΕ, διανοούμενοι, διαμορφωτές της κοινής γνώμης και εκπαιδευτικοί να απορρίπτουν δυνατά και καθαρά κάθε δράση ή λόγο που προωθεί το μίσος ή προκαλεί παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και ο ρόλος των ΜΜΕ; Η ροπή στην «κανονικοποίηση» του φασισμού, μέσα από την παρουσίαση πχ της… life style εκδοχής του ή της «κοινωνικής» προσφοράς του –κάτι που, δυστυχώς, συνέβη κατά κόρον στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής– κατά πόσο ανακόπτει τη δυνατότητα δημιουργίας αντισωμάτων των πολιτών απέναντι σε αυτή τη λαίλαπα; Κι αν πρώτη μέριμνα οφείλει να είναι η διασφάλιση της ελευθεροτυπίας, πού μπαίνει η «κόκκινη γραμμή» σε σχέση με τη συνευθύνη των ανθρώπων του Τύπου στη διόγκωση φασιστικών μορφωμάτων;
Οι επαγγελματίες των ΜΜΕ παίζουν, φυσικά, έναν κρίσιμο ρόλο. Ένας ελεύθερος, πολυφωνικός και υπεύθυνος Τύπος αποτελεί βασικό στοιχείο κάθε λειτουργούσας δημοκρατίας, γιατί συμβάλλει στην προώθηση της λογοδοσίας και παρέχει πληροφορίες απαραίτητες για την αποτελεσματική συμμετοχή των πολιτών στην κοινωνία. Προκειμένου ο Τύπος να διατηρήσει αυτόν το ρόλο, πρέπει να αποφύγει τη ρητορική μίσους, να ξεσκεπάζει το μίσος και να αντιπαλεύει κάθε αντιδεοντολογική ή παράνομη δημοσιογραφική συμπεριφορά. Τα ΜΜΕ δεν πρέπει να εμπλέκονται σε παράνομες δραστηριότητες, να μετατρέπονται σε εργαλεία εξυπηρέτησης εκείνων που έχουν εξουσία και να αναπαράγουν στερεότυπα και προκαταλήψεις. Αυτό θα συμβάλλει μόνο στην πόλωση της κοινωνίας και στη δημιουργία ενός επικίνδυνου πολιτικού και κοινωνικού κλίματος.
Στον καιρό της πανδημίας του Covid-19 έχουν αλλάξει οι σταθερές όλων μας. Δεδομένα έχουν ανατραπεί, όλων των ειδών οι σχέσεις αποκτούν νέα χαρακτηριστικά και ο φόβος τείνει να κυριαρχήσει. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, και με πρόσχημα τον κορονοϊό, ατομικά, αλλά και συλλογικά δικαιώματα μπαίνουν στο στόχαστρο. Ελαστικοποίηση των όρων εργασίας, αυταρχισμός στο όνομα της ασφάλειας, απόπειρα ενοχοποίησης της νέας γενιάς (ως προς την τήρηση των μέτρων υγειονομικής ασφάλειας), δημιουργούν μια δυστοπική πραγματικότητα για την οποία εκφράζονται φόβοι ότι ήρθε για να μείνει. Συμμερίζεστε αυτή την ανησυχία;
Σε κάποιο βαθμό, ναι. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές από αυτές τις τάσεις ήταν ήδη παρούσες και πριν την πανδημία. Ο Covid-19 λειτούργησε ως μεγεθυντικός φακός για πολλά από τα προβλήματα της κοινωνίας μας, πρώτα απ’ όλα για τις μεγάλες ανισότητες και τους διαχωρισμούς που αντιμετωπίζουν τα εκατομμύρια συνανθρώπους μας ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Όπως τόνισα κατά τη διάρκεια μιας σύσκεψης που διοργάνωσε η Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης τον περασμένο Ιούνιο, η πανδημία παρέχει μια ευκαιρία για παύση και επαναφορά. Χρειάζεται να ανανεώσουμε τη δέσμευσή μας στο να κάνουμε τις κοινωνίες μας πιο ανθεκτικές όχι μόνο σε αυτήν την πανδημία, αλλά και σε μελλοντικά σοκ. Πρέπει να σταματήσουμε να καθυστερούμε την πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους. Χρειαζόμαστε μια νέα ώθηση, τώρα. Οι πολλές προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι κοινωνίες μας, απαιτούν να ενισχύσουμε τη θέση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ξεκινώντας με το να εστιάσουμε περισσότερο κεντρικά στην ίση απόλαυση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων και στην ίση πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και στην παιδεία.
Είχατε επισκεφθεί την Ελλάδα λίγο μετά την εκλογή σας. Διαπιστώσατε, ιδίοις όμμασι, την κατάσταση που επικρατεί στο πεδίο του προσφυγικού, ένα σύνθετο ζήτημα που, όπως κι εσείς λέτε, απαιτεί οργάνωση, σχέδιο και πλήρη τήρηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού Δικαίου. Είναι γεγονός πως παρά τα παραδείγματα καλών πρακτικών που έδωσε η Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια, η κατάσταση κάθε άλλο παρά ικανοποιητική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Εικόνες σαν αυτές της Μόριας ή του Καρά Τεπέ, μας στοιχειώνουν, φέρνοντας όλες και όλους μας προ των ευθυνών μας. Ως πότε, κα επίτροπε, θα κλείνει η Ευρώπη μάτια και αυτιά; Ως πότε θα επιτρέπεται η εργαλειοποίηση αυτών των ανθρώπων και ως πότε θα δηλητηριάζονται κοινωνίες με τον φόβο του «άλλου»;
Η μεταχείριση των μεταναστών είναι από τις λυδίες λίθους της δέσμευσης μιας κοινωνίας στα ανθρώπινα δικαιώματα. Και πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποτυγχάνουν σε αυτή τη δοκιμασία. Παρά τη νομοθεσία και τα πρότυπα, η ανεπαρκής εφαρμογή και η έλλειψη επένδυσης σε μέτρα υποδοχής και ενσωμάτωσης μετέτρεψαν ένα διαχειρίσιμο ζήτημα σε πολιτικό χάος και πυροδότησαν την ξενοφοβία. Και η απάντηση σε αυτό το χάος ήταν, συχνά, περισσότερες περιοριστικές πολιτικές και νόμοι. Παρά τους μειωμένους αριθμούς μεταναστών που φθάνουν πλέον στην Ευρώπη, η έντονη ρητορική εναντίον τους αυξάνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων και περιοχών όπου έχουν εγκατασταθεί πολύ λίγοι ή και καθόλου μετανάστες. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όχι μόνο δεν παρέχουν βασικές διευκολύνσεις σε όσους έχουν ανάγκη, αλλά αντιτίθενται ενεργά στην υποδοχή και την ενσωμάτωση των μεταναστών και των αιτούντων άσυλο με κοντόφθαλμους, απάνθρωπους νόμους και πολιτικές, όπως περιοριστικοί νόμοι για την οικογενειακή επανένωση, δήμευση τιμαλφών και μειωμένα κοινωνικά επιδόματα που καθιστούν δύσκολη την επιβίωσή τους. Εν τω μεταξύ, η Μεσόγειος έχει γίνει όλο και πιο επικίνδυνη. Από το 2014, χιλιάδες άνθρωποι έχουν πεθάνει μετά τη φυγή τους από πολέμους, διώξεις, φτώχεια. Παρόλα αυτά, οι κρατικές επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης έχουν μειωθεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και μεμονωμένα ευρωπαϊκά κράτη, συνεχίζουν να αναθέτουν τους συνοριακούς ελέγχους σε τρίτες χώρες με διαβόητα κακό ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Λιβύη. Και οι ΜΚΟ, που κάλυψαν το κενό που δημιούργησε η κρατική ολιγωρία στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, παρενοχλούνται με διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες. Εάν δεν αντιστραφεί αυτή η τάση, οι μετανάστες θα παραμείνουν όμηροι των πολιτικών συμφερόντων, αντί να αντιμετωπίζονται ως ανθρώπινα όντα με δικαιώματα. Περισσότερο από θέμα πόρων, είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης.
Μετά την πυρκαγιά, πολλοί είπαν «όχι πια Μόρια». Για να αποφευχθεί μια άλλη Μόρια, ας μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη. Είναι καιρός η Ελλάδα να λάβει συγκεκριμένα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της άρσης του γεωγραφικού περιορισμού που κρατάει τους μετανάστες -συμπεριλαμβανομένων των αιτούντων άσυλο- εγκλωβισμένους στα hotspots των νησιών του Αιγαίου και της μεταφοράς τους στην ηπειρωτική χώρα, στην οποία πρέπει να αυξηθεί η ικανότητα υποδοχής. Είναι επίσης καιρός η Ευρώπη να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση ως ευρωπαϊκό ζήτημα και να ελαφρύνει την πίεση στην Ελλάδα, όχι μόνο με την αύξηση των συνοριακών ελέγχων και τη χρηματοδότηση φρακτών, αλλά αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο μερίδιο στην υποδοχή και διασφαλίζοντας νόμιμες διόδους μετανάστευσης. Η διαχείριση της μετανάστευσης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν να χρησιμοποιούν την πολυπλοκότητα που αυτή συνεπάγεται, ως δικαιολογία για να απεκδυθούν των υποχρεώσεών τους να προστατέψουν όσους ζητούν την προστασία μας.
Λένε πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Μόνο που στην περίπτωση της ανόδου της ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο δεν βλέπουμε να επιβεβαιώνεται η συγκεκριμένη ρήση. Τι παραπάνω πρέπει, δηλαδή, να γίνει, ώστε να κατανοηθεί πως η εμμονή σε συγκεκριμένα μοντέλα άσκησης πολιτικής –και ο «στραγγαλισμός» οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής– οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα δρόμο χωρίς γυρισμό;
Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια περίοδο, κατά την οποία οι δημαγωγοί έχουν γίνει ξανά δημοφιλείς. Σε ορισμένες χώρες, κυβερνήσεις και κοινοβούλια διαβρώνουν το κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, δύο θεμέλια της δημοκρατίας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αδιαφορία, ακόμη και η εχθρότητα με την οποία πολλοί άνθρωποι βλέπουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, συνδέεται με αυτήν την τάση. Πιστεύω ότι μια από τις αιτίες αυτής της αδιαφορίας είναι ότι πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη μοιράζονται ένα βαθύ συναίσθημα απογοήτευσης, αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Αυτό το συναίσθημα συχνά δημιουργείται και ενισχύεται από αυξανόμενες ανισότητες, αντιληπτές απειλές σε ταυτότητες και από την επικράτηση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων επί των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων μεγάλων μερών του πληθυσμού. Μερικοί άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν σχετίζονται με αυτούς και την καθημερινή τους ζωή, ότι αφορούν μόνο συγκεκριμένες μειονοτικές ομάδες. Εδώ είναι που πρέπει να ξεκινήσει μια μακροπρόθεσμη δουλειά για την επανασύνδεση των ανθρώπων με τα ανθρώπινα δικαιώματα για όλους. Οι κυβερνήσεις πρέπει να ακούσουν τις εύλογες ανησυχίες που έχουν οι άνθρωποι, αλλά δεν θα ήταν συνετό να εκλάβουν αυτήν την ευρεία απογοήτευση ως ένα λαϊκό αίτημα για λιγότερα ανθρώπινα δικαιώματα και για διακυβέρνηση τύπου «ισχυρών-ανδρών». Πιστεύω ότι οι κυβερνήσεις το αντιλαμβάνονται. Θα πρέπει να ξεκινήσουν αυτή τη δουλειά υποστηρίζοντας τη ζωντανή κοινωνία των πολιτών, που εξακολουθεί να υπάρχει και να αντιστέκεται, και ενισχύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που ορισμένες ασυνείδητες κυβερνήσεις και κοινοβούλια συνεχίζουν να απαξιώνουν ή να αγνοούν.
Και κάτι τελευταίο, αλλά όχι έσχατο. Είστε γυναίκα, εκλεγμένη σε μία από τις κορυφαίες θέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών. Πριν λίγες μέρες πληροφορηθήκαμε, επίσης, την τοποθέτηση της Petra de Sutter (αγαπημένης συναδέλφου στην PACE τα προηγούμενα χρόνια), η οποία ουδέποτε έκρυψε την trans ταυτότητά της, στη θέση της αντιπροέδρου της βελγικής κυβέρνησης. Πόσο δρόμο έχουμε να διανύσουμε ακόμα ώστε μια τέτοια εξέλιξη –η ανέλιξη δηλαδή με βάση τα αντικειμενικά προσόντα, τις ικανότητες, το έργο και όχι την ταυτότητα φύλου– να πάψει να θεωρείται «είδηση»; Ως πότε η αναπαραγωγή στερεοτύπων –με ολέθρια, πολύ συχνά, αποτελέσματα που μπορεί να οδηγήσουν έως και το θάνατο– θα πάψει να θεωρείται «κανονικότητα»;
Όταν εξελέγην επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, πολλοί άνθρωποι -δημοσιογράφοι, πρεσβευτές, φίλοι- με συνεχάρησαν, γιατί ήμουν η πρώτη γυναίκα στο τιμόνι αυτού του θεσμού. Ενώ αυτό το αποτέλεσμα είναι σίγουρα θετικό, πιστεύω ότι το να πρέπει ακόμη να συγχαίρουμε τις γυναίκες ή τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα για την ανάληψη τέτοιων θέσεων, δείχνει πόση δουλειά μένει να γίνει στον τομέα της ισότητας των φύλων. Όχι μόνο παραμένουν οι διακρίσεις διαδεδομένες, αλλά απειλούνται και οι κατακτήσεις του παρελθόντος. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το χάσμα στις αμοιβές μεταξύ των φύλων αναδεικνύει καλά αυτήν την κατάσταση. Τον επόμενο Νοέμβριο, οι γυναίκες στην Ευρώπη θα αρχίσουν ξανά να εργάζονται χωρίς αμοιβή. Μια γυναίκα χρειάζεται συνήθως 12 μήνες για να κερδίσει αυτά που ένας άντρας παίρνει σε 10 μήνες. Αν και η κατάσταση διαφέρει από χώρα σε χώρα, οι γυναίκες υποφέρουν παντού στην ήπειρό μας από άνιση μεταχείριση και άνισες ευκαιρίες στο χώρο εργασίας. Γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ άτομα αντιμετωπίζουν επίσης ατελείωτες περιπτώσεις σεξιστικής ρητορικής μίσους, ειδικά στο διαδίκτυο, που συμβαδίζει συχνά με τη σωματική βία. Πρόκειται για σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρόβλημα που παραμένει διαδεδομένο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Δεν έχουμε ένα μαγικό ραβδί για να λύσουμε αυτά τα σοβαρά προβλήματα. Αλλά έχουμε, σίγουρα, τα νομικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά εργαλεία και τους πόρους για να τα αντιμετωπίσουμε. Ωστόσο, όπως είπα προηγουμένως, είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής βούλησης.
Πηγή: Η Εποχή