Συνέντευξη με τον ιστορικό Βαγγέλη Καραμανωλάκη, με αφορμή το συλλογικό τόμο «1821 και απομνημόνευμα. Ιστορική χρήση και ιστοριογραφική γνώση» (πρακτικά συνεδρίου), εκδόσεις Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία
Ο ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης, αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δημοσίευσε πριν από ένα χρόνο το σημαντικό βιβλίο για τους φακέλους κοινωνικών φρονημάτων και την καταστροφή τους, με τίτλο «Ανεπιθύμητο παρελθόν» (βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών), ενώ παλιότερα είχε δημοσιεύσει ένα ακόμη βιβλίο, την επεξεργασμένη διδακτορική του διατριβή, με τίτλο «Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης και η διδασκαλία της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 1837-1932». Στο ενδιάμεσο συμμετείχε στη συγγραφή και επιμέλεια πολλών συλλογικών τόμων, πιο πρόσφατα δε, στην επιμέλεια (μαζί με τον Δημήτρη Δημητρόπουλο, την Νίκη Μαρωνίτη, τον Παντελή Μπουκάλα) του τόμου «1821 και Απομνημόνευμα». Με αφορμή την έκδοση αυτού ακριβώς του τόμου από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία (πρόκειται για πρακτικά συνεδρίου) συζητήσαμε μαζί του για το 1821, τους εορτασμούς του, τις μελέτες γι’ αυτό σήμερα, τις γνώσεις του μέσου Έλληνα για την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και για τη νέα τριπλή κρίση, τη ζωή μετά τον κορονοϊό, την Αριστερά ως πόλο εξουσίας.
Στο τέλος του χειμώνα που έχουμε μπροστά μας συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Πόσο ο κορονοϊός θα επηρεάσει τους εορτασμούς; Και τι περιμένεις ή τι θα περιμένες από τον εορτασμό μιας τέτοιας επετείου;
Είναι σαφές ότι η πανδημία θα επηρεάσει καθοριστικά τους εορτασμούς της επετείου. Οι τελετές που προβλέπει ένας εορτασμός τέτοιου μεγέθους «νομιμοποιούνται» πάντα μέσα από τη συμμετοχή του πλήθους, του κοινού. Η απουσία του λόγω πανδημίας, όπως όλα δείχνουν, θα αποδυναμώσει την εικόνα τους και εκ των πραγμάτων θα περιορίσει τον αριθμό τους., Από την άλλη πλευρά, έχουν πυκνώσει φωνές που υποστηρίζουν ότι τα λεφτά για τους εορτασμούς πρέπει να πάνε στην υγεία. Κατανοώ την αντίδραση, ειδικά όταν αφορά δημόσιες τελετές και «φανφάρες». Από την άλλη πλευρά, οι εορτασμοί και μάλιστα τέτοιων σημαντικών επετείων αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας συγκρότησης της ιστορικής κουλτούρας μιας κοινωνίας. Γίνονται στο πλαίσιο ενός συνεχούς διαλόγου του παρόντος με το παρελθόν, αποτελούν προϊόντα των προθέσεων της εξουσίας, των «από πάνω», αλλά και των αντιλήψεων και των αντιδράσεων των «κάτω», μέσα στο πλαίσιο της εκάστοτε συγκυρίας. Οι εορτασμοί μιας τέτοιας επετείου αναδεικνύουν τις διαφορετικές νοηματοδοτήσεις που δίνουν οι εκάστοτε «μνημονευτές», η κεντρική εξουσία, οι τοπικές κοινωνίες, θεσμοί και ιδρύματα. Με αυτή την έννοια, θεωρώ ότι το αρχικό νόημα που ήθελε να δώσει η κυβέρνηση, –θυμηθείτε το brand name, η επανεκκίνηση– είναι ήδη εξαιρετικά υπονομευμένα. Η ιστορία παίζει πάντα τα δικά της παιχνίδια.
Αν με ρωτούσες όχι τι περιμένω αλλά τι θα ήλπιζα ως ιστορικός για την επέτειο, θα ήθελα να είναι η αφορμή για να εμβαθύνουμε περισσότερο στην ίδια τη μελέτη της Επανάστασης. Σε αυτή την κατεύθυνση, το πρόγραμμα, ερευνητικό και εκδοτικό, που έχουν ξεκινήσει θεσμοί όπως το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Ίδρυμα της Βουλής, το Εθνικό ΄Ιδρυμα Ερευνών, το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, με κάνουν αισιόδοξο. Αυτές και άλλες αντίστοιχες προσπάθειες θα θεωρούσα σημαντικό να ενισχυθούν λόγω επετείου. Εξάλλου, πιστεύω ακράδαντα ότι στη δημόσια υγεία πρέπει η κυβέρνηση να επενδύσει πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά που θα προορίζονταν για τους εορτασμούς.
Τα εκατοντάχρονα είχαν πέσει πάνω στα γεγονότα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ωστόσο γιορτάστηκαν αργότερα, έτσι δεν είναι;
Μια φίλη που ανησυχεί για τον εορτασμό του 2021, μου θυμίζει πάντα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι στα 100 χρόνια είχαμε Μικρασιατική Καταστροφή και στα 150 χούντα. Έχεις δίκιο, ο εορτασμός έγινε τελικά το 1930 από την κυβέρνηση της Μεγάλης Τετραετίας του Ελευθέριου Βενιζέλου. Και πρέπει να σου πω, μια και δεν ανακαλύψαμε εμείς τον τροχό, ότι οι εορτασμοί εκείνοι ήταν το πιο σημαντικό κυβερνητικό εγχείρημα δημοσίων τελετών που είχε εκπονηθεί έως τότε. Στην πραγματικότητα ήταν ένας εορτασμός των 100 χρόνων από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και κυρίως ένας εορτασμός της νέας Ελλάδας, όπως είχε συγκροτηθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι εκατοντάδες εορτασμοί που έγιναν σε όλη τη χώρα αποτέλεσαν έναν ισχυρό νήμα σύνδεσης ανάμεσα στους κατοίκους της παλιάς Ελλάδας, των Νέων Χωρών αλλά και των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το ρεπερτόριο των εορτασμών στην παλιά Ελλάδα αναφερόταν στην Επανάσταση του 1821, με κορυφαία στιγμή την ανακομιδή των οστών του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη, στη Βόρεια Ελλάδα ήταν συνδεδεμένοι κυρίως με την πολεμική δεκαετία 1912-1922.
Έχουν γραφτεί πολλά κείμενα, ακόμη και βιβλία, που προσπαθούν να δουν την πορεία της χώρας στην ιστορικότητα αυτών των 200 χρόνων. Άλλα επαναλαμβάνουν διατυπώσεις – κλισέ περί της γνωστής «κακοδαιμονίας», άλλα βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, διατυπώνοντας την άποψη ότι η χώρα προχωράει με πισωγυρίσματα αλλά και με άλματα προς τα εμπρός, έχοντας κατακτήσει μια θέση που άλλοι θα θεωρούσαν αξιοζήλευτη, αν ληφθεί υπόψη ότι 200 χρόνια ύπαρξης κράτους (190 για την ακρίβεια) είναι πολύ μικρός, ιστορικά, χρόνος. Εσένα ποια είναι η εντύπωσή σου;
Έ όχι και πολύ μικρός για ένα νεωτερικό κράτος! Στη γειτονιά μας λ.χ. στα Βαλκάνια είμαστε οι παλαιότεροι. Πέρα από αστεϊσμούς, δεν υπάρχει μία απάντηση στο ερώτημά σου. Εννοώ ότι μια τέτοια απάντηση έχει πάντα σχέση με τη συγκυρία. Για σκεφτείτε, πριν λίγα χρόνια τότε που είχαμε «πάρει το τρένο του εκσυγχρονισμού» και τρέχαμε προς την Ευρώπη, πόσους ύμνους θα ακούγαμε. Σήμερα κυριαρχεί ο φόβος και η αγωνία για το τι θα γίνει με την πανδημία αλλά και η κούραση μιας οικονομικής κρίσης που έγινε καθεστώς. Δεν πιστεύω ούτε στους κλαυθμούς, ούτε στις τυμπανοκρουσίες. Είμαστε ένα κράτος που γεννήθηκε από μια Επανάσταση με βαθύ δημοκρατικό χαρακτήρα, μια επανάσταση που ξεπήδησε από την ανάγκη για ελευθερία αλλά και αλλαγή της ζωής των ανθρώπων. Είμαστε ένα κράτος που έχει ήδη διατρέξει κοντά δυο αιώνες ζωής, εντός των οποίων διπλασίασε την έκτασή του, τριπλασίασε τον πληθυσμό του, εξασφάλισε καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους κατοίκους του σε σχέση με τους γείτονές του. Δεν είναι λίγα όλα αυτά και βέβαια δεν είναι ούτε το ριζικό μας που τα προκάλεσε, ούτε το ελληνικό φιλότιμο ή η «κατάρα» της φυλής. Δεν είμαστε μοναδικοί, αλλά από την άλλη πλευρά υπάρχουν σημαντικές ιδιαιτερότητες: ανήκουμε καταρχάς σε μια χορεία εθνών που λόγω της γεωγραφικής και γεωφυσικής τους θέσης ανέπτυξαν μια μεγάλη διασπορά. Από εκεί και πέρα, ιδιαιτερότητες, όπως η αναφορά σε ένα μακραίωνο εθνικό ιστορικό παρελθόν, άλλοτε λειτούργησαν ως προωθητικός κριός αλλά πολλές φορές και ως τροχοπέδη.
Πόσο έχουν προχωρήσει οι μελέτες για το ’21 στην Ελλάδα; Πιστεύεις ότι υπάρχουν πηγές που δεν έχουν ερευνηθεί, συσχετισμοί που δεν έχουν ακόμα γίνει, και ότι μπορούμε να μάθουμε ακόμα αρκετά;
Σε ένα πρόσφατο κείμενό μου είχα γράψει ότι η ιστορία είναι σαν ένα γιαπί που δεν χτίζεται ομοιόμορφα· τοίχοι υψώνονται και μετά εγκαταλείπονται για να τους σοβατίσουμε αργότερα. Τι εννοώ; Έως και την πτώση της χούντας, η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε κατεξοχήν αγαπημένο αντικείμενο τόσο της επίσημης όσο και της αριστερής ιστοριογραφίας. Στη Μεταπολίτευση η μελέτη του σε σημαντικό βαθμό παρήκμασε, υπάρχουν άλλα ενδιαφέροντα, σκέψου τον «πυρετό» για τη δεκαετία του ’40. Τα τελευταία χρόνια έχουμε μια στροφή πάλι προς την Επανάσταση με νέα ερωτήματα. Καταρχάς με ερωτήματα γύρω από τη θέση του 1821 μέσα σε αυτό το μεγάλο χάρτη που σχηματίζεται από την Αμερικάνικη και τη Γαλλική έως τις επαναστάσεις του 1848. Δεύτερον, με ερωτήματα γύρω από τον τρόπο που οι «άλλοι» είδαν την Επανάσταση, αξιοποιούμε π.χ. σταδιακά τον πλούτο των οθωμανικών ή των αυστριακών αρχείων. Η Επανάσταση υπήρξε ένα πολυσύνθετο γεγονός, πόσο λ.χ. έχουμε μιλήσει για την έμφυλη διάστασή του ή έχουμε δει ζητήματα, όπως είναι εκείνο της πρόνοιας ή της αστυνόμευσης των επαναστατημένων περιοχών. Δεν μιλώ στον αέρα, αλλά για έρευνες που εκπονούνται αυτή τη στιγμή, διευρύνοντας τις γνώσεις μας. Είμαστε, νομίζω, πια σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την Επανάσταση, υπάρχουν πλέον κοινές παραδοχές. Ποιός σοβαρός ιστορικός θα αμφισβητούσε σήμερα τον εθνικό και παράλληλα τον κοινωνικό χαρακτήρα του Αγώνα;
Σε ποιο σημείο βρίσκεται η δημόσια ιστορία για το ’21; Και ποιο, πιστεύεις, είναι το επίπεδο γνώσης του μέσου Έλληνα πολίτη για την ελληνική επανάσταση;
Το επίπεδο γνώσης του μέσου Έλληνα για την Επανάσταση, θεωρώ ότι είναι όπως για όλη την ελληνική ιστορία, ίσως λίγο καλύτερο ποσοτικά, όχι ποιοτικά. Σκόρπιες γνώσεις, με βάση τη σχολική εκπαίδευση ή την καταγωγή και, από την άλλη, αντιλήψεις που προέρχονται από το συγκερασμό στοιχείων μιας εθνικιστικής ιστοριογραφίας με ισχυρά στερεότυπα με μια αριστερή λαϊκίστικη οπτική, λ.χ. οι ξένοι προστάτες κ.λπ. Προφανώς πολλά πράγματα έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά από την άλλη μου φαίνεται αδιανόητο να συζητάμε δημόσια ακόμη για τον εμφύλιο του 1821 ως αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών ή κακοδαιμονίας της φυλής, και όχι της κοσμοχαλασιάς και της ανατροπής των κοινωνικών συνθηκών που σήμανε μια επανάσταση. Δεν πιστεύω σε μια ερμηνεία της δημόσιας ιστορίας που λέει ότι αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι δεν ξέρουν την «αληθινή» ιστορία. Ποιά είναι αυτή η «αληθινή» ιστορία; Είμαι δύσπιστος σε όσους υποστηρίζουν ότι η ιστορική γνώση απελευθερώνει, είναι εξ ορισμού καλή. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει μια ιστορική γνώση, αλλά πολλές. Το ποια κυριαρχεί έχει να κάνει και με τον τρόπο που θέλει η κάθε κοινωνία να χρησιμοποιήσει το παρελθόν, να το διαβάσει. Ούτε το ότι κάποιος μπορεί να παπαγαλίζει, και έχουμε δει πολλούς και επώνυμους, ιστορικές πληροφορίες σημαίνει ότι παράγει ιστορική γνώση.
Τα απομνημονεύματα έχουν ωστόσο, φαντάζομαι, μελετηθεί εκτενώς. Υπάρχουν ακόμα νέες αναγνώσεις τους που μπορούν να γίνουν;
Τα απομνημονεύματα, όλα αυτά τα χρόνια έχουν όντως μελετηθεί εκτενώς, αλλά από την άλλη πάντα υπάρχουν νέα ερωτήματα και αναζητήσεις. Πολλές από αυτές αποτυπώνονται στον πρόσφατο τόμο του Ιδρύματος της Βουλής (1821 και απομνημόνευμα. Ιστορική χρήση και ιστοριογραφική γνώση). Από την άλλη, χρειαζόμαστε νέες εκδόσεις των απομνημονευμάτων, εύχρηστες, τεκμηριωμένες, με ιστορική πλασίωση. Σημειώνω, σε αυτή την κατεύθυνση, τη σειρά του Ιδρύματος της Βουλής «Κείμενα Μνήμης», με τη διεύθυνση του Παντελή Μπουκάλα. Δεν έγραψαν, όμως, μόνο οι Έλληνες απομνημονεύματα. Πρέπει να τολμάμε. Τις μέρες αυτές διαβάζω τη μαρτυρία του οθωμανού Γιουσούφ Μπέη, σε ένα θαυμάσιο τόμο που μετέφρασαν και επιμελήθηκαν οι συνάδελφοι Σοφία Λαΐου και Μαρίνος Σαρηγιάννης. Έχουμε ανάγκη τις μαρτυρίες των άλλων, εχθρών και φίλων.
Ένα ακόμη μικρό σχόλιο. Να ξαναδιαβάσουμε τα απομνημονεύματα αλλά και την πρόσληψή τους. Ποιος μπορεί να μιλήσει για τη νεοελληνική ιδεολογία στον 20ό αιώνα, χωρίς την ανάλυση των χρήσεων και αναγνώσεων των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη;
Δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι τόσο η δημιουργία του ελληνικού κράτους όσο και η «αποβαλκανοποίησή» της, οφείλονται, σε ένα βαθμό, στη γοητεία του brand name «Ελλάδα». Αυτό ασκεί ακόμη, πιστεύεις, κάποια επιρροή;
Η σύνδεση των Νεοελλήνων με την αρχαία Ελλάδα υπήρξε ένα ιδιαίτερα ισχυρό διαβατήριο για την πορεία και την αναγνώριση του ελληνικού κράτους κυρίως από τη Δύση. Και πιστεύω ότι ακόμη και σήμερα αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας της χώρας, αλλά και της δημόσιας εικόνας της. Δες λ.χ. την τουριστική προβολή μας στο διεθνές κοινό, οι αρχαιότητες κυριαρχούν. Από εκεί όμως, έως το να θεωρήσουμε ότι η εξωτερική πολιτική των άλλων χωρών επηρεάστηκε ή επηρεάζεται από αυτό υπάρχει μια τεράστια απόσταση. Η ναυμαχία στο Ναυαρίνο δεν ήταν αποτέλεσμα του φιλελληνισμού. Ξέρεις, υπήρχε και υπάρχει πάντα μια ανάγκη μας να θεωρούμε ότι είμαστε το κέντρο της γης, ότι οι πολιτικές των άλλων εξαρτώνται από την εκτίμηση που μας έχουν, τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια. Αρνούμαστε να αντιληφθούμε ότι αποτελούμε τμήμα ενός πολυεπίπεδου και πολυσύνθετου κόσμου, είμαστε ένας παράγων ανάμεσα σε πολλούς άλλους.
Μετά από μια δεκαετία, σχεδόν, μνημονίων ήρθε η νέα τριπλή κρίση (υγειονομική, οικονομική, γεωπολιτική) να δημιουργήσει κλίμα ανασφάλειας και απογοήτευσης στη λαβωμένη χώρα. Είσαι καθόλου αισιόδοξος ότι μπορεί να βγούμε από αυτή την περιδίνηση;
Ζούμε σε δύσκολους πρωτόγνωρους καιρούς, σε μια σύνθετη κατάσταση, όπου η εθνική κρίση συνδέεται με την ευρύτερη διεθνή. Η πανδημία ήλθε να συναντήσει μια οικονομική κρίση που μετρά ήδη μια δεκαετία αλλά και τις έντονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή. Ο ιστορικός δεν είναι προφήτης, μπορεί όμως να βοηθήσει να σκεφτούμε τις αναλογίες, τις σταθερές και τις μεταβλητές παραμέτρους.
Σκέφτομαι μία σταθερά: κάθε φορά γύρω από την αντιμετώπιση μιας κρίσης συγκρούονται διαφορετικές πολιτικές και συμφέροντα που προσβλέπουν στο αύριο. Το ερώτημα δεν είναι μόνο αν και πότε θα βγούμε από την περιδίνηση, αλλά το πώς θα βγούμε. Ποιοι θα είναι εκείνοι «που θα πληρώσουν το μάρμαρο»; Κάθε κρίση είναι ένα πεδίο δοκιμής πολιτικών και στρατηγικών διαχείρισης, σκεφτείτε λ.χ. τη συζήτηση στη Μεγάλη Βρετανία στην αρχή της πανδημίας. Μια πανδημία είναι κατεξοχήν ένα κοινωνικό φαινόμενο, μεταβάλλει σχέσεις, αναδιαμορφώνει ισορροπίες. Η διάδοση αλλά και η αντιμετώπισή της δεν γίνονται στο κενό, συνομιλούν με τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, βλ. λχ. τους δείκτες νοσηρότητας. Δεν υπάρχουν «ουδέτερες» πρακτικές αντιμετώπισης, κάθε φορά οι αποφάσεις παράγουν αποτελέσματα. Είναι σαφές ότι με την πανδημία πλήττονται αυτή τη στιγμή κατά κύριο λόγο τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, τα οποία βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερη εργασιακή επισφάλεια, διευρύνονται οι ταξικές διαφορές. Και εδώ οι αποφάσεις είναι κατεξοχήν πολιτικές.
Μερικοί λένε ότι η ζωή μετά τον κορονοϊό δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια. Συμμερίζεσαι αυτή την άποψη;
Είναι νωρίς, ακόμη, για να καταλήξουμε σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, νιώθω ότι ακόμα και αν έκλεινε αύριο αυτό το μέτωπο, κάτι έχει αλλάξει: ο ιός έχει ενσταλλάξει το φόβο, νέες μορφές βιοηθικής μοιάζουν να συγκροτούνται. Ταυτόχρονα, σε όλο τον κόσμο, ξαναγυρίζουμε στην έννοια του κράτους, στη σημασία του εθνικού συστήματος υγείας, της δημόσιας υγείας κ.λπ., στοιχείο ιδιαίτερα θετικό, κατά την κρίση μου. Θα μείνει αυτό μια ρητορική επιστροφή ή θα έχει πραγματικές συνέπειες, είναι κάτι που μένει να δούμε. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια σειρά από ταχείες μεταβολές. Επιλογές όπως η τηλεργασία και γενικότερα η χρήση των νέων μέσων στη ζωή μας θα κυριαρχήσουν, μετασχηματισμοί που θα συνέβαιναν με πολύ πιο αργούς ρυθμούς τώρα επιταχύνονται ή επιβάλλονται βίαια. Όλα αυτά είναι απαραίτητα αρνητικά; Θα επιστρέψω σε κάτι που είπα προηγουμένως. Σημασία για όλα αυτά είναι το ποιες πολιτικές θα κληθούν να υπηρετήσουν, ποιός είναι ο σκοπός για τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν.
Η Ελλάδα είναι μάλλον μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη, όπου η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστερά όχι μόνον κυβέρνησε, αλλά δείχνει και να σταθεροποιείται ως ο ένας από τους δύο πόλους διακυβέρνησης στη χώρα. Αυτό, πέραν από τους προφανείς λόγους, αυτούς της συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ σε συνθήκες πτώχευσης, έχει πιστεύεις και ιστορικές ρίζες; Πώς ερμηνεύεις αυτή τη μοναδικότητα και θεωρείς ότι σε βάθος χρόνου είναι διατηρήσιμη;
Είναι σωστή η ιδιαιτερότητα που επισημαίνεις σε σχέση με το ευρωπαϊκό παράλληλο, αν και σκέφτομαι ότι σε δυο ακόμα χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, η Αριστερά ενισχύθηκε πολύ, βρέθηκε στην εξουσία, παρότι βέβαια δεν ήταν η κύρια δύναμη, όπως στην Ελλάδα. Δεν έχω μια σίγουρη απάντηση. Σκέφτομαι ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν καταρχάς αποτέλεσμα της οξύτατης οικονομικής κρίσης. Ας θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα του 2010 ήταν πολύ πιο έντονη από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και κατάπιε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές δυνάμεις που κλήθηκαν να την διαχειριστούν. Από εκεί και πέρα προφανώς υπάρχει μια σύνδεση με το παρελθόν, και κυρίως βέβαια με την παράδοση των μεγάλων λαϊκών μετώπων που δημιούργησε η Αριστερά στην περίοδο της Αντίστασης ή αργότερα με την ΕΔΑ, μια παράδοση την οποία αξιοποίησε κατά κόρον το ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες της ακμής του. Μια ακόμη παρατήρηση. Η Αριστερά στην Ελλάδα, με εξαίρεση τη συγκυβέρνηση του ’89 δεν είχε αναμιχθεί στη διακυβέρνηση, όπως συνέβη λ.χ. στη Γαλλία ή την Ιταλία, τη δεκαετία του ’90, εισπράτοντας την αντίστοιχη φθορά. Το στοίχημα ήταν ανοιχτό.
Απο εκεί και πέρα, πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κρατήσει για καιρό τη θέση του ως ο ένας από τους δυο ισχυρούς πόλους εξουσίας στο πολιτικό σύστημα, δεν βλέπω τις δυνάμεις που θα την αμφισβητούσαν. Το ερώτημα για μένα είναι άλλο, αν θα μπορέσει να πείσει ότι υπάρχει άλλος δρόμος πολιτικής στη διαχείριση της κρίσης σήμερα, και στις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η χώρα για το μέλλον. Δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να προβλέψει, τα όσα θα γίνουν το αμέσως επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικά. Όμως, σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η κατανόηση της τελευταίας πενταετίας, η αποτίμηση της κυβερνητικής θητείας. Πρέπει να ξανασυζητήσουμε τι σημαίνει διακυβέρνηση απο ένα αριστερό κόμμα, τι σημαίνει Αριστερά στον 21ο αιώνα. Όποιος τα θεωρεί εύκολα ή αυτονόητα αυτά, σε μια εποχή τόσο έντονων μετασχηματισμών και κρίσεων, πλανάται πλάνην οικτρά. Όποιος πάλι προτείνει την αποφυγή κάθε συζήτησης στη λογική της εξουσίας που θα πέσει ως ώριμο φρούτο, δεν καταλαβαίνει τις θύελλες που θα θερίσει στο μέλλον, θεωρώντας αφελώς την αντισύριζα στάση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας ως απλώς αποτέλεσμα των εχθρικών ΜΜΕ.