Macro

Στη σκιά του Brexit

Το Brexit μετέφερε και πάλι μεμιάς την ΕΕ σε κατάσταση κρίσης. Την χτυπά, δε, τόσο σκληρά, επειδή η επονομαζόμενη ευρωκρίση δεν ξεπεράστηκε μέχρι σήμερα με βιώσιμο τρόπο. Ένα από τα βασικά αίτια γι’ αυτό, είναι ότι δεν αντιμετωπίστηκαν τα μεγάλα γερμανικά πλεονάσματα. Το αντίθετο· η Γερμανία προχωράει από το ένα πλεονασματικό ρεκόρ στο επόμενο. Η, από την έναρξη της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, εύθραυστη οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη, απειλείται και πάλι με κατάρρευση.

Οικονομικές επιπτώσεις του Brexit

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στο City του Λονδίνου, τρέμει για την ίδια την επιβίωσή του. Όμως για την απώλεια θέσεων εργασίας δεν πρέπει να φοβούνται μόνο τα υψηλά αμειβόμενα στελέχη των τραπεζών, αλλά και οι εργαζόμενοι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, των οποίων οι θέσεις και ο μισθός κινδυνεύουν. Η Μεγάλη Βρετανία είναι στενά οικονομικά συνδεδεμένη με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. To 8% των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνονται προς τη Μεγάλη Βρετανία. Έτσι, το «νησί» αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο εξαγωγικό εταίρο της Γερμανίας. Αυτό συνιστά το 4% του γερμανικού ΑΕΠ. Ένα μέρος αυτών των εξαγωγών κινδυνεύει να χαθεί, εξαιτίας του Brexit. Από την άλλη, η υποτιμημένη λίρα κάνει ακριβότερα τα γερμανικά προϊόντα στη βρετανική αγορά και δυσκολεύει έτσι την πώλησή τους. Η επαναφορά ενός εμπορικού καθεστώτος, αποτελεί μια επιπλέον επιβάρυνση -μέσω της δήλωσης των προϊόντων και άλλα παρόμοια- στο κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών. Εάν υπάρξει και επιβολή δασμών, αυτό θα οδηγήσει σε περισσότερα οικονομικά προβλήματα. Το υποτιμημένο νόμισμα κάνει σε μεγάλο βαθμό ακριβότερες τις διακοπές των Βρετανών σε Ελλάδα ή Ισπανία, με αποτέλεσμα να ξανασκέφτονται τα ταξιδιωτικά τους σχέδια. Το γεγονός αυτό μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις πχ στον τουρισμό της Ελλάδας, αφού ο ένας στους οχτώ τουρίστες στην Ελλάδα είναι Βρετανός.

Μια συζήτηση που ποτέ δεν ανοίγει

To Brexit είναι, επίσης, άκρως αμφιλεγόμενο, γιατί κινδυνεύει να εξαφανιστεί στη σκιά του η συζήτηση για τις πραγματικές οικονομικοπολιτικές ανισότητες στο εσωτερικό της ΕΕ. Από το 2000 τα γερμανικά πλεονάσματα ξεπερνούν τα δύο τρισεκατομμύρια ευρώ. Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος, συνίσταται στην υπερχρέωση των χωρών και μάλιστα αυτών της ευρωζώνης. Αποτελεί, δε, απόλυτο κυνισμό το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση από τη μια υπερηφανεύεται για τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της και από την άλλη μέμφεται τις υπερχρεωμένες χώρες.

Αυτό το τεράστιο πλεόνασμα είναι αποτέλεσμα της συμπίεσης των αμοιβών από το 2000 και μετά. Το μισθολογικό κόστος, το οποίο αντικατοπτρίζει τόσο το επίπεδο της παραγωγικότητας, όσο και την εξέλιξη των απολαβών, έμεινε στάσιμο ή και μειώθηκε στη Γερμανία. Μόνο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ξανά αύξηση. Το 2015 το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά 15% σε σχέση με τα επίπεδα του 2000. Έτσι, το εργασιακό κόστος στη Γερμανία κινείται χαμηλότερα από αυτό των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών. Αντίθετα, σε αυτά τα κράτη αυξήθηκε το εργασιακό κόστος από το 2000 έως το 2008. Στην Ελλάδα πχ αυξήθηκε κατά 44%. Έτσι τα ελληνικά προϊόντα δεν μπορούσαν πλέον να ανταγωνιστούν τα γερμανικά. Με την πολιτική της ακραίας λιτότητας μειώθηκαν οι μισθοί στην Ελλάδα κατά το 1/3. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα το 2015 εξακολουθεί να βρίσκεται 15 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από ό, τι στη Γερμανία, σε σύγκριση με το 2000. Απέναντι στην καταστροφή της εσωτερικής αγοράς, στην οποία η ελληνική οικονομία στηρίζεται περισσότερο από ότι η γερμανική, καταβλήθηκε η μάταιη προσπάθεια να βελτιωθεί και πάλι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Ένας σαφής ένοχος

Είναι σαφές. Ο πραγματικός ένοχος είναι η Γερμανία. Η ισχνή ακόμα εσωτερική ζήτηση στη Γερμανία, εξαιτίας της πολιτικής συμπίεσης των μισθών, στερεί από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου σημαντικά αναπτυξιακά εργαλεία, επειδή με αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα εισαγωγών από τις χώρες αυτές είναι περιορισμένη. Εξαιτίας των τεράστιων πλεονασμάτων της γερμανικής οικονομίας, η τιμή του ευρώ διατηρείται παρ’ όλες τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ σε υψηλά επίπεδα και βρίσκεται σε ιδιαίτερα ψηλό σημείο για τις χώρες του νότου. Έτσι η έξοδος από την κρίση μέσω εξαγωγών δυσκολεύει και ταυτόχρονα η Ελλάδα καθίσταται ευάλωτη σε εισαγωγές πχ από την Κίνα. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται σαφές, γιατί ακόμα και τα ντόπια κρεμμύδια δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα κινέζικα.

Η καταπολέμηση της διαφθοράς και μιας καταστροφικής γραφειοκρατίας στην Ελλάδα, αποτελούν έναν έντιμο στόχο της ελληνικής κυβέρνησης. Όμως, ακόμα και με διάφορες άλλες βελτιώσεις σε ότι αφορά την προσφορά, θα είναι σχεδόν αδύνατον να απελευθερωθεί η ελληνική οικονομία και ο ελληνικός λαός από τη μιζέρια.
Για μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη δεν αρκεί μόνο το τέλος της πολιτικής της λιτότητας -όπως το διακηρύσσει ακόμα και ο Σίγκμαρ Γκάμπριελ. Πολύ περισσότερο χρειαζόμαστε την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, μέσω βελτίωσης της μισθολογικής κατάστασης και των κοινωνικών παροχών. Επίσης, είναι απαραίτητη η αύξηση της πίεσης προς τη Γερμανία, για να εγκαταλείψει την άδικη πολιτική εξαγωγών, μέσω συμπίεσης του μισθολογικού κόστους και να μπορέσει η ελληνική οικονομία και οι οικονομίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, να γίνουν πάλι ανταγωνιστικότερες.

Κατά τη διάρκεια του πρόσφατου ταξιδιού μου στην Ελλάδα, στα πλαίσια της αντιπροσωπείας του υπουργού οικονομικών Σίγκμαρ Γκάμπριελ, διαπίστωσα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θέτει το θέμα της γερμανικής ευθύνης και δεν το χρησιμοποιεί στις συζητήσεις ως απαίτηση από τη γερμανική πλευρά. Είναι λυπηρή η άρνηση του Γκάμπριελ να ακούσει το οτιδήποτε για την ευθύνη της γερμανικής οικονομικής πολιτικής -η εφαρμογή από το SPD της Ατζέντας 2000 συμπίεσε βίαια τους μισθούς πολλών ανθρώπων- αλλά, πλέον, δεν εκπλήσσει κανέναν…

O Michael Schlecht είναι βουλευτής του Die Linke.

Μετάφραση από τα γερμανικά: Φίλιππος Βαμβουκάκης

Πηγή: Εποχή