Με την ανακοίνωση της πρόθεσης για αλλαγή του ονόματος του κόμματος δεν υπήρξε καν ανάγκη να μιλήσουμε μεταξύ μας: ταχθήκαμε όλοι εναντίον –και αυτοί που ήταν στο PdUP και αυτοί που ήταν μόνο στο Manifesto– γιατί μας ήταν σαφές ότι επρόκειτο για ένα ζήτημα ουσίας. Δεν ήταν τυχαίο ότι, λίγους μήνες αργότερα, το νέο κόμμα που ονομάστηκε PDS (Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς) ψήφισε υπέρ της συμμετοχής της Ιταλίας στον Πόλεμο του Κόλπου.
Στο συνέδριο του PCI, το 1991, χάσαμε τη μάχη, παρόλο που η πρόταση του «όχι» στην αλλαγή του ονόματος συγκέντρωσε το 30 % των συνέδρων. Στο μεταξύ 400.000 μέλη είχαν εγκαταλείψει το κόμμα, θλιμμένα και απογοητευμένα. Αυτά τα μέλη ούτε επανεντάχθηκαν στο PDS, αλλά ούτε προσχώρησαν στην Κομμουνιστική Επανίδρυση, ή σε άλλα σχήματα που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια. Να σημειώσω εδώ ότι το Manifesto διατήρησε τότε, και διατηρεί μέχρι σήμερα, κάτω από τον τίτλο του τις λέξεις: «κομμουνιστική εφημερίδα».
Αναφέρθηκα σ’ αυτή τη θλιβερή μετάβαση από το PCI σε ένα άλλο κόμμα για να δείξω ότι το Manifesto είναι κομμάτι της ιστορίας του ιταλικού κομμουνισμού και έπαιξε ένα ρόλο σ’ αυτήν παρά το μικρό μέγεθός του, ενώ εξακολουθεί να είναι ζωντανό μέχρι σήμερα.
H δουλειά στα εργοστάσια και για τον πολιτισμό
Η Ροσάνα Ροσάντα, η μεγαλύτερη σε ηλικία από την ομάδα που δημιούργησε το περιοδικό, υπήρξε –και έτσι ασφαλώς θα παραμείνει στη μνήμη μας– μια πρωταγωνιστική φυσιογνωμία του ιταλικού κομμουνισμού. Πρόλαβε να πάρει μέρος στην Αντίσταση, παρά τη νεαρή ηλικία της, όταν ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, λειτουργώντας ως σύνδεσμος των ανταρτών με το συνωμοτικό όνομα Μιράντα. Η σύνδεσή της με τους αντάρτες έγινε με τη βοήθεια του καθηγητή της στο Πανεπιστήμιο, του σπουδαίου κομμουνιστή φιλοσόφου Αντόνιο Μπάνφι. Αυτό έγινε το 1943, και από τότε η Ροσάνα έγινε μια στρατευμένη κομμουνίστρια. Χρησιμοποιώ τη λέξη «στρατευμένη» γιατί η Ροσάνα ήταν πάντα μια από τις σπάνιες μορφές εκλεπτυσμένων και εξαιρετικά καλλιεργημένων διανοουμένων, που όμως είχε διαθέσει ταυτόχρονα όλες της τις δυνάμεις της στην πολιτική δουλειά στη βάση, ως μέλος σε όλη τη δεκαετία του ’50 της γραμματείας της νομαρχιακής επιτροπής του PCI στο Μιλάνο, που είχε τους περισσότερους εργάτες από όλες τις οργανώσεις του κόμματος. Ήταν επιφορτισμένη με τη δουλειά στα εργοστάσια, με στόχο τη διαμόρφωση της νέας εργατικής τάξης, αλλά και με τη δουλειά στον τομέα του πολιτισμού, ως διευθύντρια του ιστορικού Μορφωτικού Ινστιτούτου του Μιλάνου. Χρησιμοποιώ το επίθετο «ιστορικό» γιατί η Ροσάνα κατόρθωσε να δημιουργήσει εκεί ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο, που επέτρεψε την έξοδο από τον επαρχιωτισμό των ιταλών διανοούμενων, οι οποίοι εξαιτίας του φασισμού δεν είχαν επαφή με τις πολιτιστικές πρωτοπορίες άλλων χωρών, που είχαν μεγάλη ανάπτυξη στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Γι’ αυτή της τη δραστηριότητα τα πιο συντηρητικά κομματικά στελέχη την έβλεπαν με καχυποψία. Στοχοποιήθηκε ακόμα και από τον Τολιάτι, μετά από μια, ασυνήθιστη για τη δική της προσωπικότητα, επίθεση που έκανε στο μεγάλο συγγραφέα Έλιο Βιτορίνι.
Όμως, το 1961, ο ίδιος ο Τολιάτι της ζήτησε να διευθύνει το σημαντικότατο τμήμα πολιτισμού του κόμματος. Ο Τολιάτι ενδιαφερόταν πολύ για τις νέες τάσεις στον τομέα του πολιτισμού, και γι’ αυτό κάποια στιγμή ζήτησε από τη Ροσάνα να οργανώσει μια συνάντηση με τον Ζαν Πολ Σαρτρ: πράγματι δείπνησαν σε ένα ρωμαϊκό εστιατόριο, μαζί με τη Νίλντε Γιότι και τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ. (Το 1964, όταν πέθανε ο γραμματέας του PCI, ο Σαρτρ –ήδη σε ρήξη με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα– έγραψε στην Unità μια ολόκληρη σελίδα με τίτλο «Στον φίλο μου τον Τολιάτι», γιατί είχαν πράγματι γίνει φίλοι).
Αγαπούσε τη ζωή και τη θάλασσα
Η Ροσάνα φαινόταν αυστηρή και άκαμπτη. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν βέβαια σοβαρή, αλλά και γλυκύτατη και παθιασμένη. Ο γάμος της με τον πολωνο-γάλλο δημοσιογράφο Κέβες Κάρολ, νεότατο μαχητή στον Κόκκινο Στρατό, στη συνέχεια «διαφωνούντα» και στο τέλος μετανάστη στη Γαλλία, εξέχουσα πένα του φημισμένου Nouvel Observateur, είναι η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα. Στη Ροσάνα άρεσε να μαγειρεύει, και μαγείρευε καλά, σχεδόν όπως ο Λούτσιο Μάγκρι, που ήταν ένας πραγματικός σεφ. Την παραμονή της έκδοσης του Manifesto, είχαμε αποφασίσει ότι αν αυτό αποτύγχανε θα ανοίγαμε ένα καλό εστιατόριο, με τον Λούτσιο και εκείνη στην κουζίνα, τον Παρλάτο –που ήταν καλός στα μετόπισθεν– βοηθό τους, τον Πιντόρ σομελιέ, γιατί είχε τη σωστή εμφάνιση γι’ αυτό το ρόλο, και εμένα στις δημόσιες σχέσεις γιατί δεν ήξερα να μαγειρεύω ούτε ένα αυγό, αλλά γνώριζα ξένες γλώσσες.
Μόλις πριν από δύο εβδομάδες η Ροσάνα, 96 ετών και σχεδόν παράλυτη από ένα εγκεφαλικό που έπαθε πριν από δέκα χρόνια, θέλησε να πάει στη θάλασσα, την αγάπη της –κατάγεται από την Πόλα της χερσονήσου της Ίστρια– και με τη βοήθεια μιας πλαστικής καρέκλας (και της ηλικιωμένης γραμματέως της Ντοριάνα) έκανε μπάνιο κάθε μέρα. Όχι, δεν ήταν αυστηρή η Ροσάνα, αγαπούσε τη ζωή και κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων που δεν μπορούσε να κινηθεί ταξίδευε με το μυαλό της, περίεργη για όλα όσα συνέβαιναν στον κόσμο, που τα παρακολουθούσε μέσα από τις αφηγήσεις μας και από τόνους βιβλίων και εφημερίδων. Μόλις επέστρεψε στην Ιταλία, μετά από μια μακρά περίοδο κατά την οποία ήταν αναγκασμένη να μένει στο Παρίσι γιατί ο Κάρολ είχε τυφλωθεί, της γνώρισα τους νέους του φοιτητικού Δικτύου. Από τότε, ό,τι και να συνέβαινε, με ρωτούσε: «Ποια είναι η γνώμη του Στέφανο (ή του Κλάουντιο);» των παιδιών με τα οποία συζητούσε.
Ήταν στενοχωρημένη, όπως όλοι μας, με τις δυσκολίες της ιταλικής Αριστεράς, αλλά δεν ανεχόταν αυτούς που τις χρησιμοποιούσαν ως δικαιολογία για να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Εκείνη παρέμεινε μαχήτρια. Ήρθε να μιλήσει, για τελευταία φορά, σε μια εξαιρετικά πολυπληθή εκδήλωση στο Σπίτι των Γυναικών που είχε στόχο τη στήριξη των υποψηφίων γυναικών στο ψηφοδέλτιο της Αριστεράς για τις ευρωεκλογές. Και στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος «Ιταλική Αριστερά» (Sinistra Italiana) έστειλε μήνυμα που διάβασε κατασυγκινημένος ένας νεαρότατος σύντροφος, με όλους τους συνέδρους να το ακούνε όρθιοι και επίσης συγκινημένοι, τραγουδώντας τη Διεθνή.
Η Ροσάνα έγραφε πολύ, όχι μόνο στο Manifesto. Το ωραιότερο βιβλίο της, «Το κορίτσι του περασμένου αιώνα», έφτασε στον τελικό του διαγωνισμού που διοργανώνει το βραβείο Strega, το σπουδαιότερο ιταλικό λογοτεχνικό βραβείο. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία, αφιερωμένα κυρίως στο φεμινιστικό προβληματισμό, στον οποίο από κάποια στιγμή και μετά επικέντρωσε το ενδιαφέρον της, δημιουργώντας μάλιστα και ένα περιοδικό, το Orsa Minore (Μικρή Άρκτο), ενώ ταυτόχρονα ήταν συνδεδεμένη με όλα τα δίκτυα που τροφοδοτούν τη θεωρητική συζήτηση για το ζήτημα του φεμινισμού στην Ιταλία και αλλού. Να γιατί την λάτρευαν οι γυναίκες.
Μια καλλιεργημένη μαρξίστρια
Ήταν μια καλλιεργημένη μαρξίστρια, αλλά στα γραπτά της ενδιαφερόταν κυρίως για τα θέματα της τρέχουσας πολιτικής. Όταν ιδρύσαμε το Manifesto, μαζί με μια ομάδα παιδιών που δεν είχαν ιδέα για τον τρόπο που γίνεται η σύνταξη μιας εφημερίδας, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας που μέχρι τότε δεν είχε κάνει ποτέ τη δημοσιογράφο, βάλθηκε να μάθει αυτά που χρειάζονταν σαν σχολιαρόπαιδο, και στο τέλος η εφημερίδα έγινε η καθημερινή δουλειά της. Βέβαια, ακόμη και τα μικρά της χρονογραφήματα είχαν τη λάμψη της κουλτούρας της και συγκέντρωναν το σεβασμό όλων των σημαντικών διανοουμένων.
Αυτό που έχει συμβεί εδώ στην Ιταλία τις τελευταίες μέρες είναι εκπληκτικό: όλες οι μεγάλες εφημερίδες αφιέρωσαν στη Ροσάνα σελίδες επί σελίδων, ενώ το ίδιο έκαναν τα κανάλια της τηλεόρασης και τα ραδιόφωνα. Και στο εξωτερικό το ενδιαφέρον του Τύπου, ακόμη και εκείνου που βρίσκεται πολύ μακριά από τον κομμουνισμό, ήταν εκπληκτικό. Από όσα γράφτηκαν για την Ροσάνα, θέλω να αναφέρω το κατά τη γνώμη μου πιο ενδιαφέρον: αυτό του Μάσιμο Νταλέμα, πρώην γραμματέα του PCI, και πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας. Ως νεαρός φοιτητής, πριν διαγραφεί η ομάδα μας από το κόμμα, ο Νταλέμα διένειμε το περιοδικό Μanifesto στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Στο κείμενο που έστειλε στην εφημερίδα για το θάνατο της Ροσάντα γράφει ότι το γεγονός ότι το PCI κατανόησε, στο τέλος, το ’68 –και γι’ αυτό ήταν πολύ διαφορετικό από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα– το χρωστάει στο Μanifesto.
Τώρα, όσοι διανύσαμε μαζί με την Ροσάνα πάνω από μισό αιώνα αισθανόμαστε ορφανοί. Εγώ ήμουν φίλη της από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, μια ολόκληρη ζωή. Φυσικά, μαλώναμε κιόλας. Στη δεκαετία του ’70 υπήρξε μια πολιτική διαφωνία, ανάμεσα σε εκείνους που παρέμειναν στην εφημερίδα –τη Ροσάνα και τον Πιντόρ– και σε εκείνους που αντίθετα ασχολήθηκαν με το κόμμα, το Pdup – τον Μάγκρι, εμένα και τη νεότερη γενιά των «εξηνταοχτάρηδων». Ήταν μια υπόθεση που έκανε πολύ κακό τόσο στην εφημερίδα όσο και στο κόμμα, ένα μικρό κόμμα που διαμόρφωσε όμως μερικές χιλιάδες στελέχη υψηλού επιπέδου, τα οποία είναι παρόντα και αναγνωρίσιμα στην κοινωνία ακόμα και σήμερα. Αν τότε είχαμε μείνει ενωμένοι, θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει πολλά περισσότερα.
Δεν θέλω και δεν μπορώ σε αυτό το άρθρο να επανεξετάσω τους λόγους αυτής της υπόθεσης, όπως και εκείνους που οδήγησαν στη σύγκρουση του 2012, η οποία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη δυσκολία επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές. Αυτή η σύγκρουση διευθετήθηκε κατά κάποιον τρόπο. Όταν η Ροσάνα επέστρεψε στην Ιταλία, πριν από τρία χρόνια, άρχισε να ξαναγράφει στο Manifesto, όσο της το επέτρεπαν οι δυνάμεις της. Αυτό που θέλω πάντως να σας πω είναι ότι ποτέ δεν έλειψε ανάμεσά μας η αμοιβαία εκτίμηση και μια βαθιά στοργή, όπως αυτή που έχει κανείς με εκείνους που έχουν συμμετάσχει στην ίδια μεγάλη περιπέτεια. Όταν ο Μάγκρι, πριν από δέκα χρόνια, έπεσε σε μεγάλη κατάθλιψη και αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του, απευθύνθηκε στη Ροσάνα. Και εκείνη πήρε το αεροπλάνο από το Παρίσι και πήγε στο Μιλάνο, από όπου έφυγαν μαζί για την Ελβετία. Μου τηλεφώνησε όταν ο Λούτσιο έπαψε να ζει, ενώ του κρατούσε το χέρι.
Luciana Castellina
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς,
επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Πηγή: Η Εποχή