Είναι γεγονός ότι ο Αύγουστος που διανύουμε δεν ήταν ένας ήρεμος μήνας από πλευράς πολιτικών εξελίξεων. Τα γεγονότα ήταν πολλά και οι αποτυχίες της κυβέρνησης να τα διαχειριστεί διαδέχονταν η μία την άλλη. Ταυτόχρονα, όμως, για να είμαστε ειλικρινείς, το κλίμα στο εσωτερικό του κόμματός μας δεν ήταν το καλύτερο.
Νομίζω ότι είναι ανάγκη να μιλήσουμε για τον ελέφαντα στο δωμάτιο για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε όλοι και όλες μαζί. Να συμφωνήσουμε, να διαφωνήσουμε, κυρίως να εντοπίσουμε σε τι διαφωνούμε και πώς συνθέτουμε. Χωρίς φωνές, ύβρεις και χαρακτηρισμούς. Σκέφτομαι ότι όσοι και όσες εξακόντισαν απρεπείς χαρακτηρισμούς το έχουν ήδη μετανιώσει.
Αυτή είναι η μέθοδος ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία να μπορέσει να κάνει αυτό που οφείλει, αυτό που ο κόσμος απαιτεί ανυπερθέτως: να ασκήσει δομική αντιπολίτευση σε μια κάκιστη κυβέρνηση. Η κριτική του να είναι χρήσιμη σε μια νέα επανεκλογή, να γνωρίζουν όλοι τι θα αλλάξει και τι θα αντικαταστήσει με τι. Να συγκροτήσει, δηλαδή, άμεσα εναλλακτική πρόταση εξουσίας -τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον τρόπο άσκησης πολιτικής. Το πρόγραμμα είναι το έδαφος προκειμένου να διευρύνει την απήχησή του και να συσπειρώσει την κοινωνική πλειοψηφία.
Το πρόγραμμα φτιάχνει πλειοψηφίες
Στη συνέντευξη που έδωσα στις αρχές του μήνα στην «Εποχή» κοινοποίησα τις σκέψεις μου για όλα όσα με απασχολούν στη σφαίρα της πολιτικής. Δεν πρωτοτύπησα. Τα περισσότερα είχαν αναφερθεί και από άλλους καλούς συντρόφους και συντρόφισσες, από διάφορες πλευρές του κόμματος. Ο ίδιος είχα θίξει πλευρές του προβληματισμού μου και με άλλες αφορμές. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος «της άλλαξε τα φώτα» επινοώντας προθέσεις που δεν έχω και εύκολα διαψεύδονται από την ίδια τη συνέντευξη. Δεν ήταν η πρώτη φορά και φαντάζομαι ούτε η τελευταία.
Παρ’ όλα αυτά κάποιοι σύντροφοι, πιστεύω καλοπροαίρετα, είδαν τη συνέντευξη με άλλο μάτι και έκριναν σκόπιμο να απαντήσουν δημόσια. Απόλυτα θεμιτό, απόλυτα εντός της λογικής του κόμματός μας, αν και θα προτιμούσα η συζήτηση να είναι πιο οργανωμένη και εμπεριστατωμένη.
Η πρώτη απάντηση ήρθε από τον σ. Παύλο Πολάκη. Συμφωνούμε σε πολλά. Θέλω να τους νικήσουμε επειδή το έχουν ανάγκη ο κόσμος της εργασίας και τα μεσαία στρώματα. Να νικηθεί αυτή η αυταρχική, ταξικά μεροληπτική, νεοφιλελεύθερη, αδιαφανής κυβέρνηση. Να προωθήσουμε την παραγωγική ανασυγκρότηση και τη μείωση των ανισοτήτων. Συμφωνώ σε όσα λέει για τη συμβολή του Αλέξη, του οποίου ο δημόσιος λόγος πραγματικά ήταν ο καθρέφτης των κοινωνικών μας αναφορών και έκανε γκελ στη νεολαία. Συμφωνώ και σε άλλα πολλά.
Για όλα αυτά όντως χρειαζόμαστε ένα μαζικό κόμμα που να αντιστοιχίζεται με το 32% (και βάλε). Δεν συμμερίζομαι τους φόβους, κατανοώ τις επιφυλάξεις και τις εγγυήσεις στις οποίες πρέπει να δεσμευτούμε.
Η δέσμευση δεν μπορεί να είναι άλλη παρά: Ένα δημοκρατικό κόμμα, όπου τα μέλη νιώθουν ότι έχουν λόγο, δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όπου οι αποφάσεις μας δεσμεύουν όλες και όλους, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι έχουν ληφθεί συλλογικά. Ένα κόμμα που ανταποκρίνεται στην απαίτηση της κοινωνικής βάσης ότι χρειαζόμαστε κάτι τελείως διαφορετικό από το υφιστάμενο. Ας συζητήσουμε επιτέλους τι σημαίνει αυτό στην πράξη.
Δεν μετανιώνω για το «μαξιλάρι»
Σε άλλα βέβαια δεν συμφωνώ. Το θέμα του «μαξιλαριού» το είχαμε συζητήσει πολύ πριν από τις εκλογές στο κυβερνητικό επίπεδο και είχαν εκφραστεί όλες οι απόψεις. Δεν το συζητήσαμε στο κόμμα και αυτό ήταν λάθος. Αφήσαμε εκτός των άλλων τα κομματικά μας μέλη έκθετα σε ψέματα και διαστρεβλώσεις.
Η κριτική που ασκείται εκ των υστέρων ξεχνάει ότι, άσχετα από τα ταμειακά διαθέσιμα, είχαμε πριν και μετά το Μνημόνιο δημοσιονομικούς στόχους -και άρα ήταν οριοθετημένα τα ποσά που θα μπορούσαμε να δαπανήσουμε. Είχαμε όμως τη βούληση τα πλεονάσματα να διατεθούν υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Από την άλλη δεν γίνεται καμιά αναφορά στο ότι το 2019 ο προϋπολογισμός που είχαμε ψηφίσει ήταν επεκτατικός και στη συνέχεια -τον Μάιο- είχαμε ψηφίσει επιπλέον θετικά μέτρα. Έτσι λοιπόν δεν μετανιώνω. Δεν πιστεύω εξάλλου πως, αν μοιράζαμε κάποια δισ. παραπάνω, θα κερδίζαμε τις εκλογές (είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ο κόσμος δεν θαμπώνεται από προεκλογικές παροχές).
Πάνω απ’ όλα δεν μετανιώνω για το ότι θωρακίσαμε τη χώρα. Αποδείξαμε ότι δεν είμαστε σαν τους άλλους και γλιτώσαμε τη χώρα από μια χρεοκοπία που, αν δεν υπήρχε το μαξιλάρι, σήμερα θα είχε πραγματοποιηθεί. Δεν ακουστήκαμε όταν προτείναμε με το «Μένουμε Όρθιοι 1 και 2» να διατεθούν τα διαθέσιμα από το μαξιλάρι για να αποφύγουμε την κοινωνική καταστροφή. Δυστυχώς.
Ταυτόχρονα είμαι υπερήφανος για όσα έκανε η κυβέρνηση της Αριστεράς. Μπορεί τα φώτα να πέφτουν στο οικονομικό επιτελείο, αλλά όλοι γνωρίζουν τους μετασχηματισμούς που πετύχαμε στην Υγεία, τα εργασιακά, την πρόνοια, την Παιδεία, την ενέργεια, την Αυτοδιοίκηση, τη Δημόσια Διοίκηση και τη διαχείριση των ΕΣΠΑ. Όλοι πλέον καταλαβαίνουν τη σημασία των Πρεσπών και τον σχεδιασμό μας στην εξωτερική πολιτική.
Ενδεχομένως να μην έχουμε αποδώσει τα εύσημα στους νέους ανθρώπους που πλαισίωσαν κάθε τομέα δουλειάς μας, που χωρίς αυτούς δεν θα τα είχαμε καταφέρει. Όπως χρειάζεται να θυμίζουμε τον ρόλο και τον κάματο του Αλέξη, που γνώριζε και ασχολήθηκε με τα πάντα, με τα μικρά και τα μεγάλα.
Προφανώς έγιναν λάθη. Και εγώ έκανα και όλοι κάναμε. Τα αναδείξαμε ήδη με τον απολογισμό και θα τα συζητήσουμε ξανά με ειλικρίνεια και συντροφικότητα. Κυρίως πρέπει να αναλύσουμε πού το λάθος οφειλόταν σε μια λάθος κρίση και πού οφειλόταν σε λανθασμένη στρατηγική. Να μην επαναλάβουμε τα λάθη και να επανασχεδιάσουμε τη στρατηγική μας. Να δούμε πού ο δημόσιος λόγος μας, η ουσία των όσων κάναμε ως κυβέρνηση, δεν ανταποκρινόταν σε αυτά τα οποία ο κόσμος ζητούσε από εμάς.
Τι κόμμα θέλουμε
Το μεγάλο θέμα είναι τι κόμμα θέλουμε. Κανείς, νομίζω, δεν διαφωνεί στο ότι θέλουμε ένα μεγάλο, ηγεμονικό αριστερό κόμμα. Ένα κόμμα που θα κυβερνήσει ξανά τη χώρα για να ενισχύσει τους ανθρώπους της κοινωνικής πλειοψηφίας. Για να μειώσει τις ανισότητες, να οικοδομήσει κοινωνικό κράτος, να ενισχύσει τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα.
Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι για να τα πετύχουμε όλα αυτά πρέπει να αποδεικνύουμε κάθε μέρα πως ανήκουμε σε άλλον κόσμο από τις δυνάμεις που κατέστρεψαν και χρεοκόπησαν την χώρα. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι, για αυτό το λόγο μας στήριξε ο κόσμος και μας έκανε κυβέρνηση, για αυτό θα μας ξανακάνει. Με μία προϋπόθεση.
Ένα κόμμα της Αριστεράς δεν μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του έναν απλό αποδέκτη αιτημάτων, αν δεν τα ιεραρχεί και δεν τα ενσωματώνει σε μια ανάλυση για την πολυσύνθετη και πολύπλοκη κρίση που αντιμετωπίζουμε και μια στρατηγική εξόδου από την κρίση. Να σκεφτόμαστε ότι δεν είναι μόνο η επιδημία, αλλά ταυτόχρονα συμβιώνει με τις ανισότητες, την κλιματική κρίση, τον ψηφιακό καπιταλισμό και ιδιαίτερα με την κρίση της δημοκρατίας και τη βιοεξουσία.
Να συμφωνήσουμε ότι το κόμμα έχει και έναν παιδαγωγικό ρόλο, μεταλαμπαδεύει αξίες. Με αυτή την έννοια οφείλει να έχει ισχυρή ταυτότητα, να παρεμβαίνει στις ιδεολογικές διαμάχες και να πείθει ότι μια αριστερή πολιτική είναι η μόνη που μπορεί να μας βγάλει από το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Να καταστήσει ηγεμονικό το ρεύμα της κοινωνικής προόδου. Να πείσουμε για παράδειγμα ότι η ισότητα είναι εντελώς συμβατή με μια νέα αναπτυξιακή πορεία ή ότι ο εθνικισμός δεν αποτελεί καλό σύμβουλο στην εξωτερική πολιτική.
Δεν λέω λοιπόν ότι οφείλουμε να συμφωνήσουμε σε όλα. Ένα κόμμα της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν θα μπορούσε να είναι ένα κόμμα αρραγούς ιδεολογικής ενότητας -δεν υιοθετώ βέβαια ούτε την παλιά κατάσταση του κόμματος πολιτικής ενότητας, που μας κόστισε είτε με το πλαδαρό κόμμα χωρίς ταυτότητα είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών. Λέω όμως να συμφωνήσουμε στη μέθοδο. Όχι επειδή έτσι αόριστα πρέπει ή επειδή μας έλειψαν τα γραφεία. Ζήσαμε όλη μας τη ζωή χωρίς αυτά. Αλλά διότι πιστεύουμε ότι η κοινωνία μάς έχει ανάγκη ενωμένους. Διότι και θέλουμε και μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα.
* Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι βουλευτής Β’ Τομέα Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ, τομεάρχης Οικονομικών