Αναδημοσιεύσεις

Aννέτα Kαββαδία: Τα κλειστά σύνορα και τα συρματοπλέγματα ενισχύουν την ακροδεξιά

Πρόσφατα ο αρμόδιος υπουργός κ. Μουζάλας σε συνέντευξή του, είχε προβλέψει ότι το Brexit θα επηρεάσει το πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων. Πόσο τελικά θα ισχύσει στην πράξη αυτό και με ποιόν τρόπο; 

Δεδομένου ότι η μετανάστευση ήταν βασικό θέμα της καμπάνιας του Brexit, εκτιμώ ότι – αν και, μάλλον, εμμέσως –  θα επηρεάσει.. Δηλαδή, θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την τάση εκείνων των κρατών -μελών που αντιτίθενται σθεναρά σε οποιαδήποτε συμμετοχή τους στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης των προσφύγων, όπως είναι, κυρίως, οι χώρες του Βίζεγκραντ. Ούτως ή άλλως, το πρόγραμμα δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη ακριβώς λόγω της απροθυμίας και της κωλυσιεργίας πολλών κρατών-μελών. Από την άλλη, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων δεν έχει σχέση με τη μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ. Είναι, στη θεωρία τουλάχιστον – γιατί όπως είπα, στην πράξη δεν έχει λειτουργήσει επαρκώς – μια συλλογική απάντηση της ΕΕ απέναντι στην επείγουσα ανάγκη που δημιουργήθηκε λόγω της προσφυγικής κρίσης. Είναι, δηλαδή ένα έκτακτο μέτρο. Βεβαίως, αυτά είναι ψιλά γράμματα για εκείνους που, συλλήβδην, αντιτίθενται στη μετανάστευση, στη χορήγηση ασύλου και στην αλληλεγγύη στους πρόσφυγες λόγω ξενοφοβικών ή ακόμα και ρατσιστικών αντανακλαστικών.

Στη βασική τους επιχειρηματολογία οι υποστηρικτές του Brexit, αναφέρονταν στις αρνητικές συνέπειες που έχει για την Βρετανία το προσφυγικό. Μάλιστα ,μερικοί από αυτούς εκφράζονταν αρνητικά ακόμη και για την μετανάστευση πολιτών των κρατών-μελών εντός της Ε.Ε. Ποιος κατά την γνώμη σας είναι ο λόγος που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος τέτοιες ακραίες αντιλήψεις; Υπάρχει τελικά και αν ναι, ποια είναι η ευθύνη που βαραίνει τον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε όσον αφορά αυτό το θέμα; 

Εκ πρώτης όψεως είναι, όντως, ένα παράδοξο, γιατί όλες οι μελέτες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η μετανάστευση έχει ευεργετικές συνέπειες για τη χώρα υποδοχής, από δημογραφική, οικονομική, ακόμα και πολιτισμική άποψη.

Αυτό είναι ιδιαιτέρως ακριβές για τη Μεγάλη Βρετανία, μια χώρα που ανέκαθεν προσέλκυε ανθρώπους από όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης. Το φαινόμενο πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τη γενικότερη άνοδο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού σε όλη την Ευρώπη. Οι λόγοι και οι αιτίες είναι περίπλοκες, σίγουρα όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη σύνδεση με τη γενικότερη πολιτική, θεσμική και, κυρίως, οικονομική κρίση που διέρχεται η Ευρώπη. Η Ευρώπη βρίσκεται σε παρακμή. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος που ήταν, μεταπολεμικά, η ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής, έχει υποστεί βαρύτατο πλήγμα από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων ετών και -στην περίπτωση της Βρετανίας- δεκαετιών. Όταν κλυδωνίζεται η κοινωνική συνοχή, παρόμοια φαινόμενα είναι επόμενο να αναβιώνουν.

Εκεί έγκειται και η ευθύνη της ΕΕ, η οποία έχει εξελιχθεί στο βασικό όχημα επιβολής του νεοφιλελευθερισμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Επιπλέον, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει κανείς ότι η ευρωπαϊκή στάση στο προσφυγικό μάλλον ενθαρρύνει την ξενοφοβία, παρά την αντιμετωπίζει. Τα κλειστά σύνορα, οι φράχτες και τα συρματοπλέγματα ενισχύουν  την ξενοφοβική ατζέντα της ακροδεξιάς.

Μιλώντας για την Ευρώπη και τις ευθύνες της, προσφάτως σαν αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης ,σε παρέμβασή σας στην COSAC, στην Χάγη, υποστηρίξατε πως η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας ουσιαστικά είναι αναποτελεσματική. Σίγουρα τουλάχιστον από ανθρωπιστικής πλευράς, όπως είπατε. Θεωρείτε ότι είναι μια κακή συμφωνία ;Τι θα μπορούσε να είχε γίνει εναλλακτικά; 

Αυτό που είπα είναι ότι η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, εξ αρχής, δεν αποσκοπούσε στην εξεύρεση μιας ολοκληρωμένης και βιώσιμης λύσης για την προσφυγική κρίση, αλλά περιοριζόταν στη μείωση των προσφυγικών ροών από την Τουρκία προς την Ευρώπη. Από αυτήν την άποψη, είναι μάλλον μια αναγνώριση της αποτυχίας της Ευρώπης να διαχειριστεί με αποτελεσματικό τρόπο τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση στην πρόσφατη ιστορία της και της απροθυμίας της να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για πρόβλημα ευρωπαϊκό.

Μιλώντας αντικειμενικά, η συγκεκριμένη συμφωνία – ως προς τον αρχικό της στόχο, τον περιορισμό δηλαδή των ροών από την Τουρκία στην Ευρώπη, μέσω Ελλάδας – έχει αποδειχθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, αποτελεσματική, με την έννοια ότι οι ροές έχουν, όντως, μειωθεί. Λύνεται όμως το πρόβλημα; Σαφώς όχι. Απλώς άλλαξε ο δρόμος των ροών αυτών και τώρα άνθρωποι πνίγονται στα νερά της Μεσογείου. Ακούστε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια χώρα μόνη της δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το προσφυγικό. Αντιμέτωπη με αυτό το αδιέξοδο, η κυβέρνηση αποδέχθηκε τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας.

Οφείλουμε, όμως, να είμαστε ειλικρινείς.  Οι επαναπροωθήσεις στην Τουρκία, που η συμφωνία αυτή προβλέπει, θέτουν σε κίνδυνο τα δικαιώματα των προσφύγων, ακυρώνουν βασικές παραδοχές του διεθνούς δικαίου και του αξιακού συστήματος της Αριστεράς. Η  βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα της συμφωνίας δεν πρέπει να μας ξεγελά. Όσο υπάρχει πόλεμος στη Συρία, όσο υπάρχουν τρία εκατομμύρια πρόσφυγες στην Τουρκία, η προσφυγική κρίση θα είναι παρούσα και επιτακτική. Καλύτερο, λοιπόν, θα ήταν, αντί να βασίζεται η Ευρώπη αποκλειστικά στην εφαρμογή μιας συμφωνίας που δεν τιμά την ίδια και τις αξίες της, αλλά επιπλέον είναι εξαιρετικά επισφαλής, να εξετάζει συγχρόνως και την εναλλακτική λύση. Και η εναλλακτική δεν είναι άλλη από μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική κοινή ευρωπαϊκή πολιτική βασισμένη στις αξίες του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ισότιμου επιμερισμού της ευθύνης και των βαρών.

Πρακτικά, αυτή η πολιτική μεταφράζεται στη δημιουργία και τήρηση από όλους, χωρίς εξαίρεση, ενός μόνιμου, βιώσιμου και επαρκούς, δηλαδή σε αντιστοιχία με το μέγεθος του προβλήματος, μηχανισμού μετεγκατάστασης και επανεγκατάστασης προσφύγων και αιτούντων άσυλο με βάση υποχρεωτικές ποσοστώσεις, η δημιουργία του οποίου δεν έχει καταστεί ως σήμερα δυνατή, κυρίως λόγω της άρνησης ορισμένων κρατών μελών να δεχθούν πρόσφυγες στο έδαφός τους.

Όσον αφορά τα αποτελέσματα των Ισπανικών εκλογών, πώς κρίνετε το αποτέλεσμα; Πόσο πιστεύετε ότι επηρέασε το Brexit; Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες έξω από τη χώρα αυτή που έπληξαν την Ισπανική Αριστερά με συνέπεια να έχουμε μία «Ισπανική υποχώρηση» των προοδευτικών δυνάμεων; 

Ένα εκλογικό αποτέλεσμα είναι η συνισταμένη πολλών παραγόντων, εσωτερικών και εξωτερικών. Είναι πολύ δύσκολο να απομονώσει κανείς έναν ή δύο που έπαιξαν ενδεχομένως κύριο ρόλο, ιδίως σε ένα τόσο ρευστό πολιτικό περιβάλλον όπως είναι το ευρωπαϊκό της εποχής μας. Σίγουρα, το αποτέλεσμα για τους Unidos Podemos δεν είναι αυτό που θα θέλαμε, δεν δίνει την προοπτική μιας ριζοσπαστικής δημοκρατικής ανατροπής στην Ισπανία, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν συνεχίζεται ο αγώνας, με την προοπτική η Ισπανική Αριστερά να παίξει κεντρικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και σε αυτήν τη χώρα. Έπαιξε ρόλο το Brexit; Ενδεχομένως να ενεργοποίησε τα συντηρητικά αντανακλαστικά ορισμένων ψηφοφόρων, ενδεχομένως να δημιούργησε κλίμα ανησυχίας. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι.

Τέλος, θα θέλαμε να μας πείτε πως θα επηρεάσει το Brexit τη χώρα μας. Για παράδειγμα, υπάρχει η άποψη που λέει ότι η έξοδος της Βρετανίας θα οδηγήσει σε σκλήρυνση της στάσης των Βρυξελλών απέναντι σε χώρες όπως η δική μας. Από την άλλη, υπάρχει η θέση που υποστηρίζει ότι η στάση των Βρυξελλών θα γίνει πιο ήπια και πιο διαλλακτική πλέον. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το φθινόπωρο έρχονται τα εργασιακά, ποια από τις παραπάνω απόψεις πιστεύετε ότι θα ισχύσει; 

Οπωσδήποτε, μια εξέλιξη που τραντάζει συθέμελα την Ευρώπη δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη και την Ελλάδα. Θα περίμενε και θα ήλπιζε κανείς ότι αυτό που περιγραφικά ονομάζουμε «Βρυξέλλες», δηλαδή οι ευρωπαϊκές ηγεσίες που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν νομίζω ότι πλέον εδρεύουν στις Βρυξέλλες, επί της ουσίας, θα έβγαζαν τα σωστά συμπεράσματα και θα άλλαζαν τη στάση τους, όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα, αλλά συνολικά κατά της λιτότητας. Αυτό είναι το λογικό. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάτι στη μέχρι τώρα διαχείριση της κρίσης από μέρους τους που να μας κάνει να είμαστε ιδιαιτέρως αισιόδοξοι. Το αντίθετο, έχουμε τις πρόσφατες δηλώσεις του κ. Σόιμπλε, ο οποίος εμφανίζεται εξαιρετικά επιθετικός έναντι της όποιας απόπειρας της Πορτογαλίας να χαλαρώσει στην ασφυκτική θηλιά της λιτότητας. Επομένως, στην Ελλάδα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε τον αγώνα και τη σκληρή διαπραγμάτευση που ξεκινήσαμε τον Γενάρη του ’15, για να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Δεν θα μας δοθεί τίποτε, αν δεν το διεκδικήσουμε.

Τη συνέντευξη πήραν οι Ελευθερία Κοσμοπούλου και  Μάριος Κοσμόπουλος.

Πηγή: The Indicator