Κυριακή βράδυ, τρεις μέρες μετά το εκκωφαντικό δημοψήφισμα υπέρ της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση, μπαίνω σε ένα ταξί από το αεροδρόμιο προς το κέντρο του Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας.
«Οι φίλοι μου με πείραζαν ότι δεν θα μπορώ να ξαναμπώ στο U.K. με ευρωπαϊκό διαβατήριο» λέω στον ταξιτζή.
«Τι κάνεις εδώ, δουλεύεις;» με ρωτάει αγέλαστος.
«Ναι, διδάσκω στο πανεπιστήμιο», του απαντάω.
«Βλέπεις; Εσύ δεν πειράζεις κανέναν, μπορείς να μείνεις. Αυτά τα ανθρώπινα σκουπίδια που μας έχουν κατακλύσει, όμως, δεν τα θέλουμε. Κατέστρεψαν πρώτα τις δικές τους χώρες και τώρα βάλθηκαν να χαλάσουν και τη δική μας. Αρκετά! Γι’ αυτό ψήφισα “εκτός” και πολύ χάρηκα με το αποτέλεσμα».
Λίγη ώρα αργότερα ανοίγω τον υπολογιστή μου όπου, ανάμεσα στην κατακραυγή και το μοιρολόι των κατά πλειοψηφία μεσοαστών, κοινωνικά φιλελεύθερων, αριστερών “επαφών” μου στο facebook, διακρίνω τις αναρτήσεις ενός σοσιαλιστή φοιτητή μου από τις εργατικές συνοικίες του δυτικού Μπέλφαστ.
Ψήφισε Brexit και πανηγυρίζει τη νίκη κατά μιας βαθιά νεοφιλελεύθερης, ρατσιστικής και ολοκληρωτικής ευρωπαϊκής ελίτ.
Πολλές αναλύσεις του Brexit στον ελληνικό Τύπο πάσχουν από δύο δεινά: υπεραπλούστευση και ανάγνωση του ευρω-διλήμματος και της κατάληξής του μέσα από ελληνικές οπτικές, κάποιες φορές από άγνοια, ενώ άλλες από καθαρό πολιτικό καιροσκοπισμό, με σκοπό να μεταφράσουν το βρετανικό δημοψήφισμα σε διδαχές ή κινδυνολογίες για τους Ελληνες ψηφοφόρους που δεν θα μπορούσαν να είναι πιο μακριά από την πραγματικότητα.
Η καμπάνια για το δημοψήφισμα όσον αφορά τη βρετανική πολιτική ελίτ είναι αρκετά απλή: η κεντροδεξιά (ομάδα Κάμερον) και η κεντροαριστερά (των Εργατικών) που εναλλάσσονται στην εξουσία τα τελευταία χρόνια τάχθηκαν υπέρ της παραμονής, ενώ οι δεξιότερες τάσεις των Συντηρητικών (υπό τον Μπόρις Τζόνσον και τον Μάικλ Γκόουβ) και η ακροδεξιά του UKIP (υπό τον Νάιτζελ Φαράζ) τάχθηκαν υπέρ της εξόδου. Επίσης, υπέρ της εξόδου τοποθετήθηκαν κάποιοι σοσιαλιστές των Εργατικών (όπως ο παλαίμαχος Ντένις Σκίνερ) και οι τροτσκιστές του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος που υποστήριξαν το λεγόμενο Lexit (Left Exit).
Η πραγματικότητα των ψηφοφόρων, αντίθετα, είναι πολύ πιο περίπλοκη και ακατάστατη. Οι βασικοί άξονες των αποτελεσμάτων δείχνουν να είναι ταξικοί (οι φτωχότεροι, ειδικά στην αγγλική επαρχία, υπέρ της εξόδου), ηλικιακοί (με τους νεότερους καθαρά υπέρ της παραμονής) και εθνοτικοί (με τους Σκοτσέζους και τους Βορειοϊρλανδούς να ψηφίζουν παραμονή, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό εξόδου ήταν μεταξύ των Αγγλων).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ζήτημα της μετανάστευσης ήταν η κυριότερη πηγή ψηφοθηρίας, με τους ακροδεξιούς να επιδίδονται σε συστηματική παραπλάνηση του κοινού ως προς τους αριθμούς και το προφίλ των μεταναστών, τα δικαιώματά τους σε επιδόματα και το κατά πόσο η ενδεχόμενη έξοδος από την Ε.Ε. θα αλλάξει αυτά τα δεδομένα.
Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι οι εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν για να δαιμονοποιήσουν το κύμα μετανάστευσης έδιναν έμφαση σε μη Ευρωπαίους πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι φυσικά δεν υπάγονται στην «ελευθερία κίνησης» των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Ταυτόχρονα, η αγωνία του ελληνικού Τύπου να ερμηνεύσει την ψήφο μέσα σε δίπολα Αριστεράς-Δεξιάς είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Πρώτον, διότι αν κανείς αφήσει κατά μέρος τον λόγο των μεγάλων εφημερίδων και αναλυτών και εμπλακεί σε καθημερινές συζητήσεις με πολίτες, θα καταλάβει ότι οι συσχετισμοί αυτοί δεν καθορίζουν τις απόψεις των ψηφοφόρων.
Και δεύτερον, γιατί ακόμα και το θέμα της οικονομικής λιτότητας που έχει επιβληθεί από το «ακραίο κέντρο» της Βρετανίας, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν είχε μονοσήμαντο αντίκτυπο στο αποτέλεσμα, όπως είχε, για παράδειγμα, στο περσινό ελληνικό δημοψήφισμα.
Η λιτότητα που έχει βλάψει σε τεράστιο βαθμό την επιβίωση και την κοινωνική συνοχή της εργατικής τάξης σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο μεταφράστηκε σε ξενοφοβική τάση και ακροδεξιά στροφή σε κάποια κομμάτια της Αγγλίας, ενώ στη Σκοτία ενίσχυσε τον ευρωπαϊσμό και τον διεθνισμό ως θέσεις αντίστασης στην αγγλική ηγεμονία.
Κάποιες από αυτές τις αντιφάσεις εξηγούνται από το γεγονός ότι η Ε.Ε. μπορεί να φαντάζει ταυτόχρονα ως «αριστερή» και «δεξιά» στα μάτια Βρετανών ψηφοφόρων.
Ενας «προοδευτικός» ψηφοφόρος (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που έχει απήχηση στον βρετανικό Τύπο) μπορεί να βλέπει με θυμό την ταπείνωση των λαών του ευρωπαϊκού Νότου από την Ε.Ε., αλλά ταυτόχρονα έχει λόγους να φοβάται ότι η έξοδος από την Ε.Ε. με τον Τζόνσον και τον Φαράτζ σε θέση ισχύος θα σημάνει έναν εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα, πολύ χειρότερο από αυτόν της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Η επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος βρίσκει τη Βρετανία διχασμένη και μπερδεμένη.
Η παραίτηση του Κάμερον, η ανταρσία κατά του (παραδοσιακά αντι-Ε.Ε.) Κόρμπιν μέσα στο κόμμα των Εργατικών, η αύξηση των αντιμεταναστευτικών διαδηλώσεων, η επαναφορά του ζητήματος της ανεξαρτησίας της Σκοτίας και οι τριγμοί στην εξαιρετικά εύθραυστη ειρηνευτική διαδικασία της Βόρειας Ιρλανδίας είναι λίγα μόνο από τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής περιόδου.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία των νεοφιλελεύθερων Συντηρητικών έχει μόνον επιφανειακά προβλήματα, που σχετίζονται με προσωπικές μάχες.
Η αδιαμφισβήτητη δύναμη του κεφαλαίου, είτε εντός είτε εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα προάγει περισσότερη λιτότητα, ελαστικότητα εργασίας και εκμετάλλευση των διχασμών μεταξύ των φτωχότερων στρωμάτων, ντόπιων και μεταναστευτικών, που θέριεψαν μέσα από το δημοψήφισμα.
Τι μπορεί όμως να κάνει η βρετανική (κεντρο)αριστερά; Ο φετιχισμός του ευρωπαϊσμού αποδείχθηκε δηλητηριώδης, σπρώχνοντας λαϊκά στρώματα στην αγκαλιά της ακροδεξιάς, που δεν δίστασε να αυτοπαρουσιαστεί ακόμα και ως προστάτιδα του κοινωνικού κράτους στην παραπλανητική της καμπάνια.
Η δύσκολη δουλειά για την παρέα του σοσιαλιστή Κόρμπιν είναι να ενστερνιστεί τον ευρωσκεπτικισμό μετατρέποντάς τον σε αλληλεγγύη, εργατικό διεθνισμό, προστασία των δικαιωμάτων (εργασιακών, κοινωνικών, έμφυλων και πολιτισμικών) μέσα σε μια ανεξάρτητη Βρετανία.
Αλλιώς, ο ελιτισμός του κέντρου που οδήγησε στην αποξένωση των λαϊκών στρωμάτων σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να ευνοεί το βρετανικό (και ειδικά αγγλικό) σύνδρομο λαβωμένης ανωτερότητας που απειλεί να τραβήξει και την υπόλοιπη Ευρώπη, ενωμένη ή διασπασμένη, σε δυστοπίες που πιστεύαμε πως ανήκουν στο παρελθόν.
Ο Γιάννης Τσιουλάκης είναι λέκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Queen’s University Belfast.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών