Αντρέ Α. Μισό «Μεθόριος» (μτφ. Γιάννης Καυκιάς, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2020)
Η Αντρέ Μισό είναι από το Κεμπέκ και γράφει στα γαλλικά, έχοντας στο ενεργητικό της μυθιστορήματα και θεατρικά έργα που έχουν τιμηθεί με πολλά βραβεία. Η Μεθόριος είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα που η πλοκή του εκτυλίσσεται «εκείνο το ακτινοβόλο καλοκαίρι του ’67» στην Μποντρέ. Η Μποντρέ, η Μπάουντρι, η μεθόριος, μια περιοχή στα σύνορα μεταξύ Καναδά και ΗΠΑ, μεταξύ Κεμπέκ και Μέιν, «ένας τόπος άπατρις, μια ουδέτερη ζώνη»: μια ειδυλλιακή λίμνη, γύρω δύσβατα βουνά, καταπράσινα δάση. Εκεί, σε εκείνο το σύνορο όπου ανακατεύονται από γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά) μέχρι δικαιοδοσίες των δημόσιων υπηρεσιών (και της αστυνομίας), στις πλαγιές γύρω από τη λίμνη, εύποροι συνήθως κάτοικοι της πόλης χτίζουν τα σαλέ τους αναζητώντας τη γαλήνη που προσφέρει το τοπίο, φτιάχνοντας έναν παραδεισένιο μικρόκοσμο, ασφαλή, αδιατάρακτο, ιδανικό για τις διακοπές των ευτυχισμένων οικογενειών τους.
Η παραμυθένια ατμόσφαιρα των οικογενειακών διακοπών, όμως, έχει και τις παραφωνίες της: μία απ’ αυτές, δύο κορίτσια, δύο έφηβες, η Ζαζά και η Σίσι, δύο πρόσχαρα κορίτσια που αρχίζουν σιγά-σιγά να ανακαλύπτουν τον κόσμο αλλά και το ερωτικό παιχνίδι, αντικείμενα φαντασιώσεων για τους οικογενειάρχες συζύγους, «ξεμυαλίστρες» (τουλάχιστον) που «πάνε γυρεύοντας» αφού «διατάρασσαν την ηθική τάξη της Μπάουντρι», για τους οικογενειακούς κώδικες. Έτσι, όταν η Ζαζά εξαφανίζεται, στην αρχή η κοινότητα δεν ανησυχεί: όλα μπορεί κανείς να τα περιμένει από ένα τέτοιο κορίτσι, «that kind o girl». Όταν όμως ανακαλύπτουν το πτώμα της Ζαζά πιασμένο σε ένα παλιό, σκουριασμένο δόκανο για αρκούδες, μπορεί η πρώτη σκέψη να είναι πως πρόκειται για δυστύχημα, ωστόσο οι πρώτες σταγόνες δηλητήριου ταράζουν την κοινότητα: ενοχή, αγωνία, ανησυχία, «το καλοκαίρι δεν θα ήταν ποτέ πια το ίδιο».
Και αν, παρ’ όλα αυτά, ένα διάχυτο «τα ’θελε και τα ’παθε» πλανάται πάνω από τα σαλέ, όταν θα βρεθεί και δεύτερο πτώμα κοριτσιού, πάλι σκοτωμένου με παρόμοιο τρόπο, τα συναισθήματα στη μικρή κοινωνία φουντώνουν, εκρηκτικά, ανεξέλεγκτα: φόβος, καχυποψία (ο ένας στραβοκοιτάζει τον άλλον), οργή. Ο παράδεισος αρχίζει να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος, «οι όχθες της λίμνης θα ρήμαζαν σε λίγο, όπως κάθε παράδεισος μετά τη διείσδυση του κακού».
Και βεβαίως, προφανώς, όσο βαριά κι αν είναι η ατμόσφαιρα, τα πάντα επιδεινώνονται όταν εισβάλλουν οι δημοσιογράφοι – «αυτό το σκυλολόι μυριζόταν αίμα από εκατοντάδες μίλια μακριά» κι εκεί βρισκόταν «ο ιδανικός συνδυασμός για να πουλάνε φύλλα»: «words and blood».
Η συγγραφέας δίνει έμφαση στους χαρακτήρες της και την ψυχολογία τους (με κυρίαρχη φιγούρα εκείνη του αστυνομικού που βασανίζεται από αμφιβολίες και ερωτήματα και αμφιταλαντεύσεις, ενός ανθρώπου που καταδιώκεται διαρκώς από φαντάσματα), αλλά και στις σχέσεις μεταξύ τους (είναι χαρακτηριστικό το πώς η υπερπροστατευτική στάση των γονιών μεταφράζεται στα μάτια των παιδιών σε αιτία φόβου: «επιθυμούσαν να μας προστατεύσουν, αλλά το μόνο που κατάφερναν ήταν να τροφοδοτούν το φόβο και την περιέργεια»).
Η Μισό γράφει ένα δυνατό μυθιστόρημα για να μιλήσει για έναν ασφαλή, υποτίθεται, παράδεισο που τελικά απειλείται και υπονομεύεται από τα μέσα: ο κίνδυνος δεν έρχεται από αλλού ή από άλλοτε, από το παρελθόν, δεν καραδοκεί κάπου εκεί έξω, είναι ήδη εντός των τειχών, δίπλα μας, πατώντας μάλιστα συχνά στις ίδιες αρχές και στους ίδιους κανόνες που ορίζουν τον μικρόκοσμο.
Κώστας Αθανασίου
Πηγή: Η Εποχή