Τις τελευταίες εβδομάδες, σε σχετικά στενό είναι αλήθεια κύκλο, έχει ανοίξει μια συζήτηση με επίκεντρο τον τρόπο με τον οποίο οργανώθηκαν φέτος τα αντιρατσιστικά φεστιβάλ και ιδίως της Αθήνας. Στη συζήτηση αυτή πρόλαβαν να ακουστούν τα πιο απίστευτα –κι όμως χιλιοειπωμένα και κοινότοπα από αρχαιοτάτων χρόνων– πράγματα. Ιδίως από ανθρώπους με μικρότερες δόσεις –πικρής κυρίως– εμπειρίας από τα κινήματα και το κίνημα. Είχα την ελπίδα –φρούδα όπως αποδεικνύεται μέχρι στιγμής– ότι άνθρωποι πιο έμπειροι και με βαθύτερη γνώση της ιστορίας της αριστεράς και των κινημάτων θα έβρισκαν τρόπο να μιλήσουν κριτικά και δημόσια για όλα αυτά, βάζοντας τα πράγματα, δεν θα έλεγα στη θέση τους, πάντως όμως σε μια λογική σειρά.
Το μείζον και το έλασσον
Ξέρετε, φαντάζομαι, όλοι για ποιο πράγμα μιλώ, αλλά μην περιμένετε να ανακυκλώσω την άχαρη και μίζερη –εν πολλοίς και μικροπολιτική– συζήτηση για το ποιος κάλεσε ποιον στο φεστιβάλ, ποιος απέκλεισε ποιον και γιατί, πότε τον κάλεσε ή πότε ήρε τον αποκλεισμό του. Παρότι όλα αυτά αφορούν και την «Εποχή», θα έπρεπε να μας απασχολούν μονάχα σαν ελάχιστες ενδείξεις ενός πολύ σοβαρότερου προβλήματος: μιας στενότητας αντιλήψεων, ενός σεχταρισμού που δεν βλάφτει απλώς τις μεταξύ ημών και υμών σχέσεις –αυτό είναι το λιγότερο, γιατί μπορεί και να τις ξαναφτιάξουμε– υπονομεύει τις δυνατότητες ενός κινήματος να συλλάβει το νόημα της στιγμής, να αξιοποιήσει την συγκυρία και να εδραιώσει τη θέση του κα την απήχησή του μέσα στην κοινωνία.
Μα, θα μου πείτε, δεν δικαιούται, δεν είναι υποχρεωμένο ένα κίνημα όπως το αντιρατσιστικό να διαθέτει ένα πολιτικό –και ιδεολογικό–πλαίσιο; Βεβαιότατα. Μόνο που αυτό οφείλει να μην το εμποδίζει να διευρύνει την απήχησή του, το κύρος του και την αξιοπιστία του ως κοινωνικό κίνημα μέσα στην κοινωνία. Σ’ αυτό το φύλλο της «Εποχής» ένα κείμενο της Μάρτα Χάνεκερ –αν δεν προδίδω το νόημά του– μας θυμίζει ότι η κυβέρνηση είναι ένα εργαλείο, ενώ το κίνημα είναι μια δομή. Κι αυτό που έχει κυρίως σημασία, είναι να στεριώνουμε τις δομές. Κι όχι, με γνώμονα το τι συμβαίνει στην κεντρική πολιτική σκηνή, να προσαρμόζουμε τις επιλογές ενός δομικού στοιχείου της κοινωνίας, ενός σημαντικού κινήματος. Η σημερινή κατάσταση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος θα αρκούσε για να μας πείσει περί της ορθότητας αυτής της παρατήρησης.
Ένα αγνοούμενο κίνημα
Αλλά ας μην πελαγοδρομούμε. Στο πεδίο της μάχης κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας ποιοι έδωσαν στη χώρα μας –και μάλιστα νικηφόρα– τη μάχη τους τελευταίους δώδεκα μήνες; Ποιοι ήταν οι πιο άμεσοι και γνήσιοι εκπρόσωποι του υπαρκτού αντιρατσιστικού κινήματος αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο; Δεν ήταν, άραγε, οι εκατοντάδες, ή και χιλιάδες άνθρωποι, που αναλαμβάνοντας το τεράστιο έργο της έμπρακτης αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες κατόρθωσαν να αποκρούσουν την καλλιέργεια της ξενοφοβίας και να μεταβάλουν την υποδαύλιση του ρατσισμού από υπέρτερες πολιτικές και μιντιακές δυνάμεις σε κοινή διάθεση απόδειξης της αλληλεγγύης προς τον ξένο, τον προσφεύγοντα; Αυτοί δεν νίκησαν σ’ αυτή τη μάχη τον ελλοχεύοντα ρατσισμό;
Ένα γνήσιο, ζωντανό κι όχι εγκλωβισμένο στα εσωτερικά του πέδικλα και τις δικές του αναστολές αντιρατσιστικό κίνημα, όλους αυτούς δεν έπρεπε κατά κύριο λόγο να αγκαλιάσει και να αναδείξει φέτος όχι σε «τιμώμενα πρόσωπα», αλλά σε συνδιοργανωτές και συμπρωταγωνιστές των αντιρατσιστικών φεστιβάλ; Στο σχεδιασμό και τη διοργάνωση δεν γνωρίζουμε να πήραν μέρος. Τους είδατε μήπως να εμφανίζονται στις εκδηλώσεις-συζητήσεις του φεστιβάλ; Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο από το πρόγραμμα που δημοσιεύουμε. Εκεί, μέσα σε έναν εντελώς αναμενόμενο και στενό κύκλο ανθρώπων, ο ένας επιβεβαιώνει τον άλλο και όλοι μαζί επιβεβαιώνουν μια πρωτοφανώς στενή αντίληψη. Ξεχνώντας κάθε καταβολή από την κληρονομιά τής ευρύτητας ενός Κοινωνικού Φόρουμ.
Το γιατί και το διότι
Αναζητώντας μια κάποια εξήγηση μπόρεσα να υποθέσω δύο πράγματα: ή δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό των διοργανωτών του φεστιβάλ αυτή η ιδέα, ή πέρασε αλλά την πήρε το ποτάμι, γιατί θα έφερνε στον πυρήνα της οργανωτικής προετοιμασίας ανθρώπους που πολιτικά είχαν εκ των προτέρων αποβληθεί ή που ποτέ δεν είχε διανοηθεί κανείς ότι θα συναντούσε στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ. Στην πρώτη εκδοχή, η στενότητα αντίληψης δεν επέτρεψε σε ένα κίνημα να επωφεληθεί από μια πραγματικότητα που βοούσε επί μήνες. Στη δεύτερη, η ευρύτητα της αντίληψης που θα έφερνε απτά οφέλη στο οργανωμένο αντιρατσιστικό κίνημα, θυσιάστηκε στο βωμό των πολύ πολύ στενών πολιτικών –ή μήπως μικροπολιτικών– πιέσεων.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας κατάστασης όπου, από την πρώτη στιγμή, αντί η συζήτηση για την προετοιμασία του φεστιβάλ να περιστραφεί γύρω από το πώς θα συμμετάσχουν όσο γίνεται περισσότεροι και αρμοδιότεροι, περιορίστηκε ασφυκτικά στο πώς θα αποκλειστούν ορισμένοι ανεπιθύμητοι.
Το φεστιβάλ δεν θα καταστραφεί από την απουσία της «Εποχής» ή της «Αυγής». Από την απουσία μιας ζωτικά αναγκαίας ευρύτητας, όμως, μπορεί να πάθει βλάβη ανήκεστη. Και έναν τέτοιο κίνδυνο δεν μπορεί κανείς να τον αντισταθμίσει με τον ισχυρισμό ότι οποιαδήποτε «καθαρότητα» είναι μακροπρόθεσμα προτιμότερη, από οποιαδήποτε ιδεολογική ή πολιτική «υποχώρηση».
Έχουμε απτά παραδείγματα για το πού μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια στενότητα αντίληψης, ακόμα κι αν δεν επιφέρει την πλήρη καταστροφή: σε ένα κίνημα με περιορισμένη επιρροή, πλην όμως σφιχτοδεμένο, που οι αντίπαλοί του μπορούνε να λένε ακόμα και ότι το σέβονται, επειδή δεν νιώθουν να τους απειλεί. Σε ένα ΚΚΕ σε μορφή κινήματος. Σε έναν οργανισμό, δηλαδή, που ενώ συσπειρώνει και οργανώνει σημαντικές δυνάμεις, ουσιαστικά τις εγκλωβίζει σε μια παροιμιώδη αυτοαναπαραγόμενη αναποτελεσματικότητα.
Ο δρόμος που οδηγεί στο σεχταρισμό, είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Το άρωμά τους γλυκαίνει την ατμόσφαιρα με την αδιατάρακτη βεβαιότητα ότι καθαρμένοι μπορούμε καλύτερα. Ώσπου να αντιληφθούμε ότι μείναμε επικίνδυνα λίγοι και κερματισμένοι.
Ο Χαράλαμπος Γεωργούλας είναι δημοσιογράφος.
Πηγή: Εποχή