Πήρα στα χέρια μου τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Νίκου Γιαννόπουλου «Ω λε, φιλαλάκο», εκδόσεις Κουκκίδα, η οποία έχει πλεονέκτημα σε σύγκριση με την πρώτη ότι διαθέτει δεκαεξασέλιδο φωτογραφικό αρχείο. Μιλάμε για 50 χρόνια φωτογραφική αναδρομή, επιλεγμένα ενσταντανέ των αγώνων και των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτές τις «στιγμές». Δεν είναι στις προθέσεις μου να κάνω μια ακόμα βιβλιοπαρουσίαση, έχουν κάνει πολύ καλύτερες και από τις στήλες αυτής της εφημερίδας, ούτε βέβαια κάποια βιβλιοκριτική. Τα γράφει πολύ καλύτερα στον πρόλογο του βιβλίου ο Στρατής Μπουρνάζος, με ύφος εφάμιλλο του Γιαννόπουλου.
Στις προθέσεις μου είναι να μεταφέρω σκέψεις και συναισθήματα ενός «συνοδοιπόρου» με «την ζωηρή άκρα Αριστερά και τους ανθρώπους της», για πολλά χρόνια.
Να διευκρινίσω από την αρχή ότι δεν υπάγομαι στην άκρα αριστερά, καταστατικά. Να πω επίσης ότι εκτιμώ ως καταχρηστική τη γενίκευση, με την έννοια στην άκρα Αριστερά ανθίζουν πολλοί, όχι αναγκαστικά με κοινή ταυτότητα, ούτε διαδρομή. Δεν έχουν μεγάλη σχέση η ελευθεριακότητα και ο διεθνισμός του Δικτύου με άλλους.
Όπως δεν έχουν μεγάλη σχέση η σοβαροφάνεια, ο βερμπαλισμός, ο εργατισμός, οι μεγάλες βεβαιότητες τμημάτων της άκρας Αριστεράς με το κριτικό πνεύμα και τον αυτoσαρκασμό του Νίκου.
Εκτιμώ απεριόριστα ότι ο Γιαννόπουλος στο βιβλίο του δεν ανακατασκευάζει το παρελθόν, δεν εξωραΐζει. Δεν χρησιμοποιεί στην τοιχογραφία του την παστέλ παλέτα της νοσταλγίας, αντίθετα ζωγραφίζει εκείνη την εποχή με τα χρώματα της, με το κόκκινο και το μαύρο, το βαθύ κόκκινο. Με τα συναισθήματα και τις απόψεις του συγγραφέα εκείνη την περίοδο, γι’ αυτό εξ άλλου το «Ω λε φιλαλάκο» αποτυπώνει, πάνω απ’ όλα, το κλίμα της εποχής – μιλάμε για 50 χρόνια διαδρομής – πολύ καλύτερα από κάθε ιστορικό βιβλίο, από κάθε μυθιστόρημα με ιστορικό φόντο.
Υποκλίνομαι στον «τρόπο» του Γιαννόπουλου. Η εντιμότητα, ο σεβασμός στην αντίθετη άποψη, η ευγένεια και το χιούμορ του Νίκου ήταν ανέκαθεν το έδαφος στο οποίο καλλιεργήθηκαν σχέσεις, φιλίες, μακροχρόνιες και ανθεκτικές φιλίες, όπως και πολιτικές συνεργασίες.
Από τη δική μου σκοπιά και νομίζω από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ειδικότερα από τη σκοπιά της κομμουνιστικής ανανέωσης, του ρεύματος του αριστερού ευρωκομμουνισμού, υπάρχουν συγκλίσεις και αποκλίσεις με εκείνο του Γιαννόπουλου.
Θα αναφέρω μερικές, με παραδείγματα: Δεν συμφωνώ με την οπτική του Δικτύου και του Γιαννόπουλου για τις οργανώσεις ένοπλης πάλης, πολλοί και πολλές δεν υιοθετούν, δεν υιοθετούμε τη θέση για τους «συντρόφους που κάνουν λάθος». Για μας είναι πολιτικοί αντίπαλοι –το πολιτικοί υπογραμμισμένο. Αυτή η στάση δεν μας απότρεψε να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα των κρατουμένων, την «τίμια δίκη» σε δικαστήρια και στο δημόσιο λόγο. Ούτε ανέστειλε λόγω διαφωνιών την κοινή δράση απέναντι στην κρατική καταστολή και την περιστολή των πολιτικών ελευθεριών με τρομονόμους. Ο Γιαννόπουλος μας αποκαλεί περιπαικτικά «κινηματικό ρεφορμισμό» και εμείς ανταποδίδοντας ευγενικά, τους χαρακτηρίζουμε «Αριστερά της Αριστεράς», εφ’ όσον δεν τους θεωρούμε «ακραίους». Δεν νομίζω ότι τους ενθουσιάζει ο χαρακτηρισμός μας.
Στις 648 σελίδες του βιβλίου κατά συρροή υπάρχουν οι συγκρούσεις με την αστυνομία, το «ξυλίκι» με τους μπάτσους. Διασκεδάζω με την «ειδωλολατρία» της σύγκρουσής, δεν υποτιμώ την «παιδαγωγική» της αξία, δεν μου αρέσει να τη «σκηνοθετώ».
Το «αξίωμα» του Δικτύου και προσωπικά του Γιαννόπουλου για την κινηματική δράση, και το πολιτικό συντακτικό είναι επιγραμματικό: «οι μειοψηφίες με πλειοψηφική απεύθυνση», με άλλα λόγια η ύπαρξη μιας ακροαριστερής οργάνωσης η οποία σχεδιάζει παρεμβάσεις που αφορούν τους πολλούς και συμμαχεί με άλλους, που δεν ταυτίζεται ιδεολογικά και πολιτικά, προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα.
Η έκδοση δεν είναι ένα ανθολόγιο αγώνων, αντίθετα είναι ένας διαχρονικός κατάλογος μικρών και μεγάλων γεγονότων, μικρών και μεγάλων αγώνων σε ένα ευρύ φάσμα θεματικών. Θεματικές στις οποίες τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα κατέχουν δεσπόζουσα θέση, όπως και οι πολιτικές ελευθερίες απέναντι στην κρατική καταστολή. Εγγεγραμμένο μάλιστα σε μια εποχή που η υπεράσπιση των δικαιωμάτων από μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, της επίσημης και της ανεπίσημης, θεωρείτο «ύποπτη», ακόμα και κατασκευασμένη από τους αντίπαλους.
Σταχυολογώ κάποιες στιγμές της διαδρομής που περιγράφει ο Γιαννόπουλος που τις θεωρώ κορυφαίες, όχι αναγκαστικά εκ του αποτελέσματος, σίγουρα όμως του παραδείγματος. Χωρίς χρονολογική σειρά, ούτε αξιολογική θα αναφέρω την παρέμβαση στο στρατοδικείο της Άγκυρας, στη δίκη των αγωνιστών της ΝτεΒ Γιολ, την απεργία στο Παίδων, η οποία αποτελεί, θα έπρεπε να αποτελεί το εγχειρίδιο του πως οργανώνεται ένας συνδικαλιστικός αγώνας. Η σύγκρουση με τον εθνικισμό με αιχμή τη Μακεδονία εκτιμώ ότι καλλιέργησε το έδαφος για τη συμφωνία των Πρεσπών λίγα χρόνια αργότερα. Παρόμοια μεγάλης εμβέλειας ήταν η αντιρατσιστική δουλειά, η αλληλεγγύη σε πρόσφυγες και μετανάστες η οποία ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 90, στο πρώτο μεταναστευτικό κύμα και συνεχίζεται αδιάκοπα πάνω από 20 χρόνια με κορυφαία, μεγάλης απήχησης ιδιαίτερα στους νέους, τα Αντιρατσιστικά φεστιβάλ.
Υπάρχει μια περίοδος στην αφήγηση του Γιαννόπουλου που το παράδειγμα εξαιρείται του υποδείγματος «μειοψηφική οργάνωση-πλειοψηφική απεύθυνση», μιλάω για το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, το Ευρωπαικό και το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ, τα Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ, την εξέγερση του Δεκέμβρη, τις Πλατείες, μιλάω στην πραγματικότητα για αυθεντικά κοινωνικά κινήματα που τροποποίησαν συνειδήσεις και συσχετισμούς. Η διαφορά έγκειται στο υποκείμενο που επωμίστηκε την οργάνωση – το σχεδιασμό και την επιτελεστικότητα – εν προκειμένω δεν ήταν μια μειοψηφική οργάνωση όπως το Δίκτυο, αλλά μια «ανήκουστη» συμμαχία μεταξύ οργάνωσης της άκρας Αριστεράς και του «κινηματικού ρεφορμισμού». Στην πραγματικότητα μεταξύ του 2000 έως το 2015 δημιουργήθηκε ένας πολιτικός χώρος, μια κοινότητα, ένα κοινωνικό εργαστήρι κινηματικών και πολιτικών παρεμβάσεων. Το ανήκουστο είναι η συγκατοίκηση σκληρών πολιτικών ταυτοτήτων. Βλέπετε οι πολιτικές ταυτότητες, όπως οι θρησκευτικές, οι εθνοτικές και οι φυλετικές ταυτότητες δημιουργούν μια παγίδα κλειστής ανατροφοδότησης η οποία πολώνει, διαχωρίζει τις διαφορετικές ταυτότητες σε έναν μικρό αριθμό αντίθετων στρατοπέδων και ενθαρρύνει τον άγριο, πολεμικό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Η ιστορία των ενδοαριστερών εχθροπραξιών, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό. Η διέξοδος πάντα είναι η επικοινωνία, η συνάρθρωση των ταυτοτήτων μέσω της κοινωνίας. Το δικό μας παράδειγμα.
Η συμβίωση δεν κρατά πολύ, η δική μας διακόπηκε βιαίως το Καλοκαίρι του 2015, μετά την ήττα και το συμβιβασμό του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο καθένας επιστρέφει στο σπίτι του, στη σκληρή πατρογονική ταυτότητα. Η πολιτική περιπέτεια τελείωσε. Σε αυτές τις περιπτώσεις το διαζύγιο είναι σκληρό, μερικές φορές και αποκρουστικό όταν οι κραυγές για προδοσία, οι μάντρες που υψώνονται για τον αποκλεισμό του άλλου δυσφημούν κάθε προηγούμενη δραστηριότητα. Ο Γιαννόπουλος δεν υπέπεσε στο αδίκημα, σεβάστηκε τους συντρόφους του, έχει πάντα ένα καλό λόγο για εκείνους που οι διαδρομές του διασταυρώθηκαν. Στον επίλογο του βιβλίου του βγάζει μια πίκρα ότι οι παλιές φιλίες δεν είναι πλέον όπως παλιά, κρύβουν λόγια. Σε ότι με αφορά κάνει λάθος, υπομονή στο πέρασμα της ιστορίας.
Χριστόφορος Παπαδόπουλος
Πηγή: TVXS