Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Πανδημία, έμφυλες ανισότητες και η φεμινιστική ατζέντα της επόμενης μέρας

Με βάση τις επικείμενες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το Ταμείο Ανάκαμψης και τον κοινοτικό προϋπολογισμό της περιόδου 2021-27, από το Σεπτέμβριο αναμένεται να αρχίσει η συζήτηση σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. πάνω στα εθνικά αναπτυξιακά σχέδια των κυβερνήσεων, που θα αναμένεται να δρομολογήσουν, με κοινοτική χρηματοδότηση και εποπτεία, την ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών οικονομιών, σε απάντηση της τριπλής κρίσης που πυροδότησε η πανδημία του κορονοϊού (υγειονομική, οικολογική, οικονομική – κοινωνική).

Από το δημόσιο διάλογο δεν μπορεί να απουσιάζουν οι προτάσεις που προωθούν την έμφυλη ισότητα. Το ευρωπαϊκό φεμινιστικό κίνημα ήδη συζητά τις συνέπειες της κρίσης της πανδημίας στις γυναίκες και στις ανισότητες φύλου, καθώς και την ευκαιρία που αυτή δημιούργησε για την ανάδειξη του κομβικού ρόλου της φροντίδας στην κοινωνική αναπαραγωγή. Ανάλογες συζητήσεις έχουν ξεκινήσει και στην Ελλάδα, μέρος των οποίων αποτελεί και αυτό το άρθρο. Έμφυλες ανισότητες πριν την πανδημία και οι συνέπειες του lockdown.

Στην Ελλάδα η γενική τάση της απασχόλησης ήταν ανοδική την περίοδο 2014-2019, με μεγαλύτερη άνοδο στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες. Παρ’ όλ’ αυτά, η Ελλάδα εμφάνιζε το 2019, όπως και πριν την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-8, τις μεγαλύτερες ανισότητες φύλου στην Ε.Ε. ως προς την απασχόληση και την ανεργία, ενώ και οι ανισότητες φύλου ως προς την απλήρωτη οικιακή εργασία φροντίδας ήταν από τις μεγαλύτερες.

Τα περιοριστικά μέτρα της οικονομικής δραστηριότητας και των μετακινήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η εξάπλωση του ιού, προκάλεσαν σοκ στην οικονομία και στον κόσμο της (αμειβόμενης) εργασίας και ανέτρεψαν πλήρως την προσωπική και οικογενειακή ζωή. Οι αναστολές συμβάσεων εργασίας και η επέκταση της εκ περιτροπής εργασίας προκάλεσαν μεγάλη μείωση εισοδημάτων και εργασιακή ανασφάλεια τουλάχιστον στο 60% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, ενώ ένα τέταρτο του συνόλου των μισθωτών βρέθηκε να εργάζεται εξ αποστάσεως, με το ένα τρίτο εξ αυτών να δουλεύει περισσότερες ώρες από το κανονικό ωράριο.

Οι δε αυτοαπασχολούμενοι στους πληττόμενους κλάδους είδαν το εισόδημά τους να υφίσταται κυριολεκτικά καθίζηση. Δεν διαθέτουμε ακόμα στοιχεία ανά φύλο για να δούμε εάν οι παραπάνω εξελίξεις έπληξαν σχετικά περισσότερο τους άνδρες ή τις γυναίκες, όμως έχουμε επαρκείς ενδείξεις για τρεις σημαντικότατες έμφυλες συνέπειες του lockdown.

Πρώτον, αυξήθηκε εκθετικά η απλήρωτη εργασία φροντίδας των γυναικών ως αποτέλεσμα του κατ’ οίκον περιορισμού και του κλεισίματος των σχολείων και των παιδικών σταθμών. Ως αποτέλεσμα, οι μη εργαζόμενες γυναίκες είδαν τις ευθύνες και το χρόνο οικιακής εργασίας και φροντίδας να αυξάνονται. Αναγκάστηκαν να απασχολούν συνέχεια και να διαβάζουν τα παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο και να φροντίζουν τους άνδρες που βρέθηκαν περισσότερες ώρες στο σπίτι. Όσον αφορά τις εργαζόμενες γυναίκες που περιορίστηκαν στο σπίτι, αυτές επιβαρύνθηκαν ακόμα περισσότερο. Ανέλαβαν τα παραπάνω καθήκοντα φροντίδας, χωρίς δυνατότητα προσφυγής σε αμειβόμενη βοήθεια από τρίτα πρόσωπα, ενώ ένα μέρος τους είχε παράλληλα την υποχρέωση είτε να δουλεύει εξ αποστάσεως, συχνά καθ’ υπέρβαση των κανονικών ωραρίων εργασίας, είτε να δουλεύει εκ περιτροπής είτε κανονικά στις ανοιχτές επιχειρήσεις/φορείς. Πολλές γυναίκες κατά τη διάρκεια του lockdown έφτασαν στα όρια της εξουθένωσης, λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας και στρες.

Δεύτερον, διεκόπη η παροχή αμειβόμενης οικιακής εργασίας, με τις εργαζόμενες γυναίκες, κυρίως μετανάστριες, να έχουν μείνει χωρίς εισόδημα και κρατική στήριξη επί 2-3 μήνες. Επειδή οι περισσότερες δούλευαν ή αδήλωτες ή με εργόσημο, δεν μπόρεσαν να διεκδικήσουν την αποζημίωση ειδικού σκοπού.

Τρίτον, η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων μισθωτών στις υπηρεσίες και στα επαγγέλματα πρώτης γραμμής (νοσηλευτικό προσωπικό, εργαζόμενες σε σουπερμάρκετ, καταστήματα τροφίμων και φαρμακεία, στο πρόγραμμα βοήθεια στο σπίτι, στους οίκους ευγηρίας και τα προνοιακά ιδρύματα) ήταν γυναίκες, που εκτέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο να νοσήσουν από τον ιό, καθώς και σε εξαντλητικά ωράρια εργασίας. Στον ιδιωτικό τομέα, τα επαγγέλματα αυτά έχουν χαμηλές αμοιβές και επισφαλείς συνθήκες απασχόλησης, παρόλο που κατά τη διάρκεια του lockdown αποδείχθηκαν κομβικά για την ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού.

Ανεργία, επισφάλεια, διακρίσεις φύλου: η άμεση πρόκληση

Οι μεγαλύτερες απειλές σήμερα, μετά το lockdown και την επανεκκίνηση της οικονομίας, είναι η άνοδος της ανεργίας και η γενίκευση της εργασιακής και εισοδηματικής επισφάλειας. Από κοινού αυξάνουν κατακόρυφα το άγχος της επιβίωσης και τον κίνδυνο φτωχοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών με εποχικούς εργαζόμενους ή ανέργους που δεν θα (επανα)προσληφθούν σε σειρά κλάδων λόγω της δραματικής υποχώρησης του τουρισμού και νοικοκυριών με μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο απόλυσης και αναγκάζονται να αποδεχθούν μείωση αποδοχών, με ή χωρίς μείωση χρόνου εργασίας, καθυστερήσεις καταβολής μισθών, περικοπή δώρων, κ.λπ. Ακόμα και το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, δεν αξιοποιείται από τους εργοδότες, που προτιμούν να έχουν πλήρη ελευθερία να προχωρήσουν τους επόμενους μήνες σε απολύσεις.

Στη φάση λοιπόν που διανύουμε, δύο είναι οι προκλήσεις από τη σκοπιά του φύλου. Η πρώτη είναι η συγκράτηση της ανόδου της γυναικείας ανεργίας με αντισταθμιστικές ευκαιρίες απασχόλησης σε τομείς που απασχολούν γυναίκες. Τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ δείχνουν ότι το φετινό τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου είχαμε καθαρή μείωση των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως λόγω της δραστικής μείωσης των προσλήψεων στον τουρισμό και στις δραστηριότητες που συνδέονται με αυτόν, έναντι καθαρής αύξησης κατά 260 χιλιάδες πέρυσι. Οι απώλειες δυνητικής αύξησης της απασχόλησης από τις μειωμένες προσλήψεις ήταν μεγαλύτερες στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες και θα έχουν αντίκτυπο στη διεύρυνση των ανισοτήτων φύλου ως προς το ποσοστό ανεργίας.

Η δεύτερη πρόκληση είναι η προστασία των γυναικών από τις διακρίσεις φύλου στην αγορά εργασίας (προσλήψεις, μισθοί, υπέρβαση ωραρίων, δικαιώματα εγκύων και μητέρων, κ.λπ.), που αυξάνονται σε συνθήκες απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και έλλειψης αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος επανόδου στην εκτεταμένη παραβίαση δικαιωμάτων, που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο των Μνημονίων.

Η πανδημία ως ευκαιρία για τη διεκδίκηση μιας «οικονομίας της φροντίδας»

Παρά τις αρνητικές έμφυλες επιπτώσεις του lockdown, η πανδημία υπήρξε ταυτόχρονα ευκαιρία για την ανάδειξη παγκοσμίως όχι μόνο της σημασίας των δημοσίων συστημάτων υγείας για την προστασία του πληθυσμού, αλλά και του κομβικού ρόλου και της αξίας της φροντίδας για την κοινωνική αναπαραγωγή και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, στη βάση της «έγνοιας για τον άλλο». Η έγνοια για τον άλλο, μαζί με τις αξίες της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης, αναδείχθηκε ως συστατικό στοιχείο των ανθρωπίνων σχέσεων.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το μεγάλο στοίχημα της επόμενης μέρας για το φεμινιστικό κίνημα είναι η αξιοποίηση της κοινωνικής συνειδητοποίησης για την προώθηση μιας σειράς στόχων του, που πριν την πανδημία εύρισκαν μικρότερη απήχηση: Α) Αναγνώριση της συνεισφοράς των γυναικών στην οικονομία όχι μόνο μέσα από την αμειβόμενη, αλλά και μέσα από τη μη αμειβόμενη εργασία φροντίδας. Β) Αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στην υγεία και στη φροντίδα και αναβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών με μόνιμες προσλήψεις προσωπικού, που δημιουργούν ευκαιρίες απασχόλησης στις γυναίκες. Γ) Αναγνώριση και μισθολογική αναβάθμιση των επαγγελμάτων της φροντίδας και καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στις γυναίκες – κυρίως μετανάστριες – που παρέχουν κατ’ οίκον αμειβόμενες υπηρεσίες φροντίδας. Ε) Ισότιμη κατανομή των ευθυνών και του φόρτου της απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Έχουν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες για τη διεκδίκηση μιας «οικονομίας της φροντίδας» (care economy) που θα στηρίζεται σε μια «κοινωνία που νοιάζεται» (caring society) και στο καθολικό δικαίωμα στη φροντίδα, που μεταφράζεται σε δικαίωμα όλων να φροντίζονται και να φροντίζουν τους άλλους. Η διεκδίκηση αυτή, που αναπτύχθηκε από ομάδα φεμινιστριών οικονομολόγων ως βασικό στοιχείο μιας φεμινιστικής προσέγγισης της οικονομίας και υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών, είναι σήμερα παραπάνω από επίκαιρη.

Συμπερασματικά, μια φεμινιστική ατζέντα για την «επόμενη μέρα» δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει το δικαίωμα όλων στην αξιοπρεπή εργασία και την κοινωνική προστασία, την προστασία των γυναικών από τις διακρίσεις φύλου στην αγορά εργασίας, και την ενίσχυση του τομέα της φροντίδας, στο πλαίσιο ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που συνδυάζει τις αρχές της οικολογικής βιωσιμότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης με αυτές της έγνοιας για τον άλλο και της αλληλεγγύης.

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Πηγή: Η Αυγή