Macro

Από την «Κυβέρνηση της Αριστεράς» στην «Κυβέρνηση Προοδευτικής Συνεργασίας»

(μια προσέγγιση με αφορμή το άρθρο του Αντώνη Κοτσακά και του Χάρη Τσιόκα στο “dailythess” για τον ΣΥΡΙΖΑ: Η νέα ενότητα, οι νέες αντιθέσεις και οι σύγχρονες συνθέσεις…)

 

Η πρώτη αντίδρασή μου στο κειμένου των Κοτσακά- Τσιόκα(Κ.Τ) ήταν μία βαθύτατη αισθητική δυσφορία. Εκτός από την ασύντακτη δομή και τις προτάσεις, που στερούνται υποκειμένου, ρήματος, αντικειμένου και κατηγορήματος, βρίθει θεωρητικών, αναλυτικών και εννοιολογικών συγχύσεων που δημιουργούν την αίσθηση ότι είναι χάσιμο χρόνου να προσπαθήσεις να απαντήσεις συστηματικά ένα προς ένα τα επιχειρήματα που επικαλείται. Από την άλλη όμως πλευρά το κείμενο αυτό διακατέχεται από μία πολιτική στόχευση η οποία δυστυχώς είναι η πρωτεύουσα άποψη που κυριαρχεί στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα στις πολιτικές στοχεύσεις του Προέδρου του, όπως αυτές διατυπώνονται ιδιαίτερα μετά την εκλογική ήττα της 7ης Ιουλίου. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο, και μάλιστα επιβάλλεται, να υπάρξει συνολική απάντηση από την Αριστερά, πριν οι θέσεις και οι σχεδιασμοί που εμπεριέχονται «μολύνουν» όλο το σώμα του ΣΥΡΙΖΑ με χαρακτηριστικά πολιτικού κορονοϊού.

Η βασική του θέση συμπυκνώνεται στην ιδέα για τη συγκρότηση ενός νέου πολυσυλλεκτικού πολιτικού υποκειμένου με ασαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά και  αδιευκρίνιστες κοινωνικές αναφορές, που θα αλιεύει στα θολά νερά της πληθυντικής  αριστεράς, της κεντροαριστεράς, του πολιτικού κέντρου ή των καρτελοποιημένων κομμάτων. Αυτό θα καλεί το κοινωνικό σώμα να το στηρίξει για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας κάτω από το γενικό κάλεσμα που εκφράστηκε και από τον Τσίπρα σε πρόσφατη συνέντευξη του για “Κυβέρνηση Προοδευτικής Συνεργασίας”. Το σχέδιο αυτό, σύμφωνα με τους συντάκτες του, αποτελεί την διαλεκτική άρνηση του αντίστοιχου πολιτικού στόχου για “Κυβέρνηση της Αριστεράς” που διατυπώθηκε για πρώτη φορά με την έναρξη της προηγούμενης οικονομικής κρίσης χρέους του 2008 από τον τότε πρόεδρο Αλαβάνο (όταν η “διαμαρτυρόμενη” αριστερά δεν είχε πάνω από 5% του εκλογικού σώματος) και μετά εκφράστηκε με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο  από τον Τσίπρα στις μετέπειτα εκλογικές αναμετρήσεις έως στην εκλογική νίκη του ’15 . Για να δικαιολογήσουν αυτή τους την αντιστροφή οι συντάκτες επιστρατεύουν μία αναλυτική μέθοδο που αναιρεί τη μαρξιστική προσέγγιση, δηλ. της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης του καπιταλισμού σήμερα. Η ανάλυσή τους ακολουθώντας τη συνήθη δομή παρόμοιων “πολιτικών μανιφέστων”, αρχής γενομένης από την παγκόσμια κατάσταση και τη σημερινή φάση της καπιταλιστικής ηγεμονίας, περνάει σύντομα στις αντιφάσεις, που διακατέχουν την Ευρώπη, για να φτάσουν στα καθ’ υμάς. Έτσι  ανακαλύπτουν την ανάγκη μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε Προοδευτική Παράταξη, δηλ. μία  πολυσυλλεκτικότητα που περιλαμβάνει τους πάντες, «δηλαδή τις δυνάμεις της εργασίας, της παραγωγής , των μεσαίων στρωμάτων, του Πρωτογενούς τομέα, του Πρεκαριάτου, της επιστήμης, της τεχνολογίας, του πολιτισμού και της νεολαίας που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία που έχει λόγους να αγωνιστεί για την κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση».

Στον παραθετικό αυτό λόγο όντως περιλαμβάνονται οι πάντες: εκτός από τις δυνάμεις της εργασίας, που εκφράζουν την εργατική τάξη με την ευρεία έννοια, υπάρχουν οι δυνάμεις της παραγωγής, που αφορούν τους καπιταλιστές και τους επιχειρηματίες, των μεσαίων στρωμάτων, δηλ. η παραδοσιακή και νέα μικροαστική τάξη και βεβαίως αυτές του πρωτογενούς τομέα, δηλ. οι αγρότες. Επίσης περιλαμβάνεται το πρεκαριάτο δηλ. οι επισφαλώς και προσωρινά εργαζόμενοι που σύμφωνα με τη μεταμοντέρνα ανάγνωση αποτελούν νέα τάξη  με συμφέροντα που δεν ταυτίζονται με αυτά του κόσμου της εργασίας, εφόσον οι συντάκτες το διαφοροποιούν από το κατά το Μαρξισμό αργούν ανθρώπινο δυναμικό ή τον εφεδρικό στρατό της ανεργίας. Στο σχήμα υπάρχουν και οι δυνάμεις της επιστήμης και της τεχνολογίας που, κατ’ αυτούς, δεν μπορούν να προσεγγισθούν  μέσα από τη διάκριση  πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και τέλος αυτές του πολιτισμού και της νεολαίας που δεν αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία η οποία είναι δυνατόν σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες να ταυτίσει τα συμφέροντά της με τον κόσμο της εργασίας. Τώρα είναι ανεξήγητο το πώς όλες αυτές οι κοινωνικές τάξεις, το σύνολο των μελών ενός κοινωνικού σχηματισμού, θα συμφωνήσουν ότι έχουν τα ίδια συμφέροντα και καμία αντίθεση. Εκτός και εάν οι συντάκτες κατασκευάσουν έναν αόρατο εξωτερικό εχθρό τύπου Trump, Merkel, ΔΝΤ, ή στην καλύτερη περίπτωση έναν εσωτερικό εχθρό όπως τον γόνο της οικογένειας Μητσοτάκη που δεν θα εκφράζει τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό του ή το πολύ την επάρατο Δεξιά. Αυτό τους είναι παντελώς αδιάφορο αφού οι συγγραφείς μας ανακάλυψαν εγκαίρως το σχήμα του πολυσυλλεκτικού πολιτικού φορέα.

Στο σημείο αυτό θα επιχειρήσω μια παρέκκλιση από το κείμενο των Κ.Τ και θα θυμίσω ανάλογες διατυπώσεις από την εποχή της πρώτης δεκαετίας του ΠΑΣΟΚ όταν μετά τις εκλογές του 1985 ο Ανδρέας Παπανδρέου ετοιμάζονταν για την μεγάλη στροφή στο μονεταρισμό όπως λέγαμε τότε και τα μέτρα λιτότητας που ακολουθήσαν.

«Να προχωρήσουμε με σταθερά βήματα, χωρίς ταλαντεύσεις και συμβιβασμούς, για να κλείσουμε το τεχνολογικό χάσμα που μας χωρίζει από τις βιομηχανικές χώρες. Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας με την αφομοίωση της σύγχρονης τεχνολογίας και την συνακόλουθη βελτίωση της παραγωγικότητας, αποτελεί εθνικό στόχο για τον οποίο οφείλουν να κινητοποιηθούν όλες οι ζωντανές δυνάμεις του Έθνους.»

«Η μετάδοση και το ρίζωμα της σύγχρονης τεχνολογίας δηλ. της πληροφορικής και της μικροηλεκτρονικής είναι πια απαραίτητη για την οικονομική και εθνική μας επιβίωση. Η ικανότητα για την απόκτηση γνώσεων και για την επεξεργασία στοιχείων και πληροφοριών αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση της χώρας μας ως ανεξάρτητου έθνους

«Κάτω από αυτές τις συνθήκες το αντικείμενο της δουλειάς μεταβάλλεται από στοιχείο εκμετάλλευσης σε στοιχείο απελευθέρωσης και ευθύνης. Για αυτό η Κυβέρνηση της Αλλαγής έχει το δικαίωμα αλλά και την ευθύνη να καλέσει τον εργαζόμενο να εντείνει τις προσπάθειες του για την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι εργαζόμενοι κάθε φορά να συσχετίζουν τις εισοδηματικές τους απαιτήσεις με την παραγωγικότητα τους. Ο κάθε πολίτης, ο καθένας που μετέχει στην παραγωγική διαδικασία, να κινητοποιηθεί ο ίδιος και να πεισθεί να πάρει μέρος στην κοινή προσπάθεια. Να προβληματιστεί και κύρια να αποκτήσει σύγχρονη αναπτυξιακή νοοτροπία. Γιατί η έλλειψη εκσυγχρονισμού τελικά πλήττει και το κεφάλαιο και την εργασία. Ο συνδικαλισμός κάτω από τις σημερινές δύσκολες συνθήκες οφείλει να σταθμίσει ότι υπάρχουν όρια αντοχής της οικονομίας που δεν μπορούμε να υπερβούμε.»

Ακολουθώντας γραμμή-γραμμή το κείμενο των Κ.Τ μπορεί κανείς πολύ εύκολα να αναδείξει εκτός από  τη θεωρητική, πολιτική, και ιδεολογική αδυναμία του, τις ιδεολογικές συμπτώσεις την κοινή μήτρα δηλαδή με τον λόγο του ΠΑΣΟΚ στην δεκαετία του ’80 για να πετύχει τότε την «ποθητή συμμαχία του κόσμου της εργασίας με το κεφάλαιο».  Αυτό όμως θα συγκάλυπτε την «κουτοπόνηρη» πολιτική στόχευση αυτής της ανάλυσης που δυστυχώς διαπνέει και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει καταφύγει στο ίδιο πολιτικό σχέδιο για τη συγκρότηση της Προοδευτικής Συμμαχίας (ευελπιστώ για διαφορετικούς όμως λόγους από αυτούς που διατυπώνονται στο εν λόγω κείμενο). Μετά την εκλογική ήττα του Ιουλίου και τα όσα διαδραματίζονται με τη διαχείριση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης αυτή διακατέχεται από αμηχανία και μία δομική αδυναμία να διατυπώσει ένα πολιτικό σχέδιο και πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων που, εκτός από την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας, θα περιλαμβάνει και το μεγάλο τμήμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού που οριοθετείται ως ο «μεσαίος χώρος». Στην κοινωνική αυτή κατηγορία, που περιλαμβάνει την παραδοσιακή και νέα μικροαστική τάξη, συμπεριλαμβάνονται επίσης και ένας μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων (περίπου 250 χιλιάδων) που απασχολούν περισσότερο από 2 εκατ. εργαζομένους καθώς επίσης και 500.000 ατομικές επιχειρήσεις. Η κοινωνική αυτή κατηγορία αποτελούσε για το ελληνικό πολιτικό σύστημα ένα γόρδιο δεσμό, μία μη γραμμική πολύπλοκη εξίσωση, που για μεν τις αστικές δυνάμεις ή αυτές της σοσιαλδημοκρατίας, που εκφράστηκαν από το ΠΑΣΟΚ, αποτελούσε πάντα την πολύφερνη νύφη που όποιος την καπάρωνε με πρόσκαιρες υποσχέσεις και τεχνάσματα κέρδιζε τις εκλογές. Ο «μεσαίος χώρος» σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης μεγάλωνε αξιοποιώντας τη γκρίζα ζώνη της παραοικονομίας, της φοροδιαφυγής και της μαύρης εργασίας. Οι αστικές δυνάμεις τον κολάκευαν ως κορμό της ελληνικής οικονομίας, ενώ όταν σε περιόδους κρίσης συρρικνώνονταν και ασφυκτιούσε, την κατέτασσαν στο γενικό σχήμα των «μη προνομιούχων» της πασοκικής περιόδου, που αποτελεί υπόδειγμα για τους συντάκτες, και που κατ’ αυτούς θα μας δώσει τώρα την πολυπόθητη κοινωνική πλειοψηφία. Ο ΣΥΡΙΖΑ  κατά τη μνημονιακή διακυβέρνηση του δεν μπόρεσε να τον διαχειριστεί με αξιόπιστο τρόπο. Η απαίτηση των δανειστών για υψηλή φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές και μεταρρυθμίσεις που θα μείωναν τη φοροδιαφυγή και θα καθιστούσαν αδύνατη την επιβίωση των επιχειρήσεων που δε μπορούσαν να αντέξουν στον ανταγωνισμό και την εξωστρέφεια, αποτέλεσε τον βασικό λόγο για τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές έναντι της ΝΔ. Αυτή υποσχόταν χαμηλή φορολογία και μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές, αδιαφορώντας για τα αδιέξοδα και την αντοχή του ασφαλιστικού συστήματος στο άμεσο μέλλον.

Ο «μεσαίος χώρος» που στερείται ιδεολογικής συνοχής και σταθερής πολιτικής ένταξης αποτελεί σήμερα ζητούμενο ως προς το πώς θα ενταχθεί σε ένα αριστερό πολιτικό σχέδιο και πρόγραμμα. Αντί λοιπόν αυτό να απασχολεί το κόμμα της αριστεράς έχει γίνει μόνιμος εφιάλτης του. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ένα αριστερό κόμμα πρέπει να επεξεργαστεί πειστικές απαντήσεις. Ρυθμίσεις που θα αφορούν τους εργαζόμενους σε αυτόν είναι εύκολο να κατασκευαστούν, δηλ. εξασφαλισμένη εργασία μέσω συλλογικών συμβάσεων, αυξήσεις των κατώτατων μισθών και ένα υγιές ασφαλιστικό ταμείο θα περιλαμβάνονται εκ των ων ουκ άνευ σε ένα αριστερό πρόγραμμα. Οι θέσεις όμως αυτές δυσαρεστούν τους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν το χώρο . Η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έχει ανακαλύψει το γενικό και αόριστο σχήμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα μετέτρεπε τις επιχειρήσεις να αποκτήσουν την αναγκαία ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια ώστε να αποτελούν μέρος ενός σχεδιασμού  αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής  σε “υγιείς βάσεις”. Όσο όμως ένα τέτοιος προγραμματισμός δεν γίνεται συγκεκριμένος δεν μπορεί να παράξει πολιτικά αποτελέσματα, εξου η επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να καταφεύγει στο θολό πολιτικό σχήμα της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας που θα περιλαμβάνει το «μεσαίο χώρο» στη βάση γενικόλογων διατυπώσεων με στόχο τον επαναπατρισμό από τη ΝΔ. Πιστεύω ότι αυτό είναι το βαθύτερο και ουσιαστικό κίνητρο που ο Τσίπρας και το περιβάλλον του καταφεύγει στο σχήμα της προοδευτικής συμμαχίας ως την απάντηση στα αδιέξοδα μετά την ήττα στις πρόσφατες εκλογές. Είναι προφανές όμως ότι ένα κόμμα δεν είναι ανάγκη να είναι αριστερό εν όψει μίας τέτοιας εξέλιξης εφόσον τα αριστερά-μαρξιστικά του χαρακτηριστικά θα είναι όντως βαρίδια. Εάν αυτά λειτουργούν ουσιαστικά τότε το κόμμα θα πρέπει να διατυπώνει ρεαλιστικές, ριζοσπαστικές λύσεις και για αυτή την κοινωνική κατηγορία που θα το αναγκάζουν να παίρνεις θέση ως προς την κυρία αντίθεση που διαπερνά τον καπιταλισμό, δηλ. την αντίθεση του κεφαλαίου με την εργασία. Την υποχρέωση αυτή προφανώς η πληθυντική αριστερά ή η κεντροαριστερά η ένα ακόμα κόμμα-καρτέλ του αστικού κράτους δεν την έχει ανάγκη, κι αυτό είναι που αποκρύπτει το κείμενο των Κοτσακά και Τσιόκα.

Μάκης Σπαθής