Η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται πως έχει εγκαταλείψει τις σκέψεις για αιφνιδιαστικές εκλογές με σκοπό την αξιοποίηση ενός δημοσκοπικού πλεονεκτήματος, που της έδινε το καλό αποτέλεσμα στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Από τεχνική, ας πούμε, άποψη έγινε φανερό από την αρχή ότι ήταν πολύ στενά τα χρονικά περιθώρια για ένα τέτοιο εγχείρημα, και μάλιστα με την ιδιομορφία της διπλής εκλογικής αναμέτρησης. Από πολιτική άποψη η επιλογή αυτή δεν είχε πειστική αιτιολόγηση, καθώς η εντολή ήταν πολύ πρόσφατη και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αδιατάρακτη, με αποτέλεσμα μια τέτοια κίνηση να αποκαλύπτει τον απελπιστικά τακτικίστικο και μικροκομματικό χαρακτήρα της, με κίνδυνο να λειτουργήσει σαν μπούμερανγκ.
Η ίδια πολιτική με άλλα μέσα
Εκείνο, όμως, που φαίνεται ότι μέτρησε τελικά στην οριστική απόφαση, ήταν η πολύ πρακτική σκέψη ότι σε ένα ευνοϊκό κατ’ αρχήν για την κυβέρνηση κλίμα θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί η ίδια ακριβώς πολιτική, για την οποία υποτίθεται ότι θα ζητούσε εξουσιοδότηση με νέες εκλογές η ΝΔ. Αυτό δήλωνε ο προγραμματισμός και η εκκίνηση της κοινοβουλευτικής νομοθετικής εργασίας με 26 νομοσχέδια σε λιγότερο από δύο μήνες, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η πρώτη φάση των αυστηρών υγειονομικών – και όχι μόνο – μέτρων. Με τα οποία παίρνει πίσω ακόμα και αλλαγές που και η ίδια έδειχνε να κρίνει αναγκαίες λόγω πανδημίας, όπως στο ΕΣΥ. Ήταν μια επιλογή θεωρητικά ασφαλής, στηριγμένη στην αμέριστη στήριξη της κυβέρνησης από τα συστημικά μίντια, με το αζημίωτο.
Γιατί το λέμε αυτό; Διότι υπάρχει ένα νέο στοιχείο στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, απότοκο της υγειονομικής κρίσης, το οποίο επιχειρείται να αποκρυβεί μέσα σε μια τεράστια επιχείρηση, που θέλει να εμφανίσει τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, που όλοι προβλέπουν ότι επέρχεται, σαν απλή συνέχεια της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης. Όπως χωρίς θεμελιακές ενστάσεις διαχειριστήκαμε την τελευταία, έτσι, χωρίς πολλή συζήτηση, θα διαχειριστούμε και την οικονομική κρίση, σαν μια άλλου τύπου πανδημία, που έρχεται απ’ έξω και απαιτεί αυστηρή τήρηση του κανόνα «εμείς αποφασίζουμε κι εσείς εκτελείτε χωρίς πολλές κουβέντες» και με σχεδόν τυφλή εμπιστοσύνη στην κρίση των «ειδικών».
Η διαφορά της υγειονομικής από την οικονομική κρίση
Δεν είναι κακό το σχέδιο, απλά πάσχει από την απουσία δύο βασικών για την τύχη του στοιχείων. Το πρώτο είναι ότι, όταν πρόκειται για τη ζωή και την υγεία μας, οι περισσότεροι είμαστε πρόθυμοι να αφεθούμε στα χέρια της επιστήμης, έστω κι αν δεν είναι πάντοτε αμερόληπτη. Όταν, όμως, πρόκειται για οικονομικά – και κοινωνικά – ζητήματα, εκ πείρας πικρής όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν διαφορετικές επιλογές και από την επιλογή ανάμεσά τους κρίνεται τις περισσότερες φορές η τύχη και το μέλλον όλων μας. Εδώ, λοιπόν, η πολιτική αποκτά πρωτεύοντα ρόλο αναμφισβήτητα και ο παραλληλισμός με τη διαχείριση της πανδημίας δεν πείθει. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει από την καταγραφή σε όλες τις δημοσκοπήσεις του εξαιρετικά αυξημένου ενδιαφέροντος για τις οικονομικές εξελίξεις. Το αν θα έχει δουλειά (και τι δουλειά…) ή θα είναι άνεργος κάποιος τους επόμενους μήνες ή τα επόμενα χρόνια, το αν θα είναι ανοιχτό το μαγαζί ή η μικρή επιχείρηση, εξαρτάται απόλυτα από τις αποφάσεις που θα ληφθούν και όχι από τη μεταδοτικότητα ενός ιού.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ακριβώς αυτό. Η διαφορά με τη φάση της πανδημίας είναι ότι τώρα δεν αντιλαμβάνονται μόνο οι πολίτες τη σημασία των επιλογών, της πολιτικής απόφασης, αλλά ενεργούν με βάση αυτή τη διαπίστωση και οι κοινωνικοί φορείς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με πρώτη την αξιωματική. Η τελευταία, μάλιστα, φαίνεται να συντονίζεται με τη μεταστροφή που καταγράφεται στο κοινωνικό σώμα με τις προτάσεις της «Μένουμε όρθιοι Ι και ΙΙ» και έτσι να ακούγεται ο λόγος της από ευρύτερο ακροατήριο, παρά τις έκδηλες προσπάθειες αποκλεισμού οποιασδήποτε συζήτησης – από την κυβέρνηση, από τη δημόσια τηλεόραση και τα φιλικά τους μίντια. Ιδιαίτερα μετά την προχθεσινή τηλεοπτική συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον Alpha, όπου έγινε εμφανές με πειστικό τρόπο και κατανοητό ότι υπάρχει και άλλο σχέδιο πέρα από το φερόμενο ως αδιαμφισβήτητο κυβερνητικό, το οποίο μάλιστα δεν είναι μια απλή αντιπολιτευτική παρέμβαση, αντίθετα έχει συγκεκριμένα και κρίσιμης σημασίας διαφορετικά χαρακτηριστικά από την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για λίγα παραπάνω ή λίγα παρακάτω χρήματα στους μεν ή στους δε.
Πλεονέκτημα που μπορεί να αποδειχτεί μειονέκτημα
Αυτός που έχει μείνει οπωσδήποτε μετέωρος, είναι ο κυβερνητικός ισχυρισμός, η ρετσινιά περί σπάταλου πνεύματος και ανευθυνότητας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν και η ίδια η κυβέρνηση ανακαλύπτει, με καθυστέρηση και με πολύ στενή οπτική, ότι το επιχείρημα με το «λεφτόδενδρο» ήταν ατυχές. Είναι η πρώτη φορά μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, που ένας κόσμος αποκλεισμένος από οποιαδήποτε επαφή με τον ΣΥΡΙΖΑ ακούει με προσοχή τις προτάσεις του και τις συγκρίνει με την κυβερνητική πολιτική, που τη νιώθει στην πλάτη του ανεπαρκή και, πάντως, όχι υπεράνω κάθε κριτικής ή μεροληψίας.
Αυτή την επικίνδυνη για την ίδια εξέλιξη θέλει με κάθε τρόπο να αποφύγει η κυβέρνηση . Με θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Είναι πολύ σωστά τα σχόλια και οι παρατηρήσεις για τη μεθοδευμένη επιχείρηση αποσιώπησης και αποκλεισμού της αξιωματικής αντιπολίτευσης όχι μόνο από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και από το δικαίωμα να απαιτεί μια σοβαρή και ισότιμη συζήτηση των προτάσεών της από την ίδια την κυβέρνηση κατά πρώτιστο λόγο. Γιατί αυτό αποτελεί θέμα δημοκρατίας πια και λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, όπως σωστά παρατηρείται. Πέρα από αυτά, όμως, που είναι πραγματικά σοβαρά ζητήματα, αποκαλύπτεται και ένα ζήτημα αδιέξοδου στον πολιτικό προσανατολισμό της ΝΔ και της κυβέρνησής της. Όσο επιμένει σ’ αυτή την κατεύθυνση με τη βοήθεια των διαπλεκόμενων μέσων επιλέγοντας την εύκολη για εκείνη λύση, τόσο πιο αδύναμα θα ακούγονται τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί για τη στήριξη των επιλογών της και τόσο πιο αυθαίρετοι θα μοιάζουν οι ισχυρισμοί της για την ορθότητα αυτών των επιλογών και για τον υποτιθέμενο καταστροφικό χαρακτήρα των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα της αντιπολίτευσης. Η ευκολία που της προσφέρουν με το αζημίωτο οι μιντιάρχες, μπορεί να αποδειχτεί τελικά μειονέκτημα, γιατί θα αναδεικνύει τη βασική αδυναμία μιας κυβέρνησης που αυτοπροσδιορίστηκε επιτελική, αλλά αποδεικνύεται απλά ετσιθελική, με βασικό της επιχείρημα για τις επιλογές της το γνωστό «γιατί έτσι μας αρέσει».
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή