Η παρούσα υγειονομική κρίση έχει φέρει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης ζητήματα που αναδεικνύουν τις διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Σε αυτή τη δημόσια συζήτηση βλέπουμε πως οι θέσεις που έχουν η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρουν μόνο για λόγους διαχειριστικούς, αλλά και επειδή υπάρχει ένα εντελώς διαφορετικό αξιακό υπόβαθρο. Για να γίνει καλύτερα κατανοητή αυτή η διαφοροποίηση θα αναφέρω ενδεικτικά τρεις τομείς όπου είναι ιδιαίτερα εμφανής.
Ο πρώτος τομέας αφορά τον ρόλο του δημόσιου τομέα. Η λογική της Ν.Δ. ότι πρέπει να κάνουμε όσο το δυνατόν λιγότερα τώρα και βλέπουμε. Αυτό συμβαίνει επειδή θέλει να αποφύγει το ενδεχόμενο να γίνει πλέον απόλυτα σαφές στον κόσμο ότι ο δημόσιος τομέας είναι ο μόνος που μπορεί να παρέμβει ουσιαστικά σε μια κρίση και να συντονίσει την αντιμετώπισή της. Και επειδή ουδέν μονιμότερον του προσωρινού (δηλαδή θα αντιληφθεί ο κόσμος ότι αυτό που ισχύει σε έκτακτες συνθήκες μπορεί να προωθήσει ένα άλλο παράδειγμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής).
Αντίθετα η δική μας λογική λέει ότι, αν δεν κάνεις αρκετά εμπροσθοβαρώς, θα έχεις πολλά προβλήματα στο μέλλον (ανεργία, φτωχοποίηση σημαντικής μερίδας του πληθυσμού) και άρα θα χρειάζεσαι περισσότερες κοινωνικές δαπάνες αν δεν θέλεις να αδιαφορήσεις για τις νέες στρατιές ανέργων και φτωχών.
Διότι για εμάς ο ρόλος του κράτους συνίσταται στο να προλαμβάνει και να αντιμετωπίζει κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα δαπανώντας όταν και όσο χρειάζεται. Αντίθετα η Ν.Δ. θεωρεί σημαντικότερες τις δαπάνες καταστολής των αντιδράσεων που προκύπτουν από τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Είδαμε άλλωστε δείγματα της πολιτικής της και πριν από την κρίση, τα οποία τελευταία εντάθηκαν.
Ο δεύτερος τομέας αφορά την αγορά εργασίας. Η μία λογική είναι ότι εμβαθύνουμε τη νεοφιλελεύθερη προοπτική και εργαλειοποιούμε την κρίση ως ευκαιρία για ακόμη πιο ευέλικτες σχέσεις εργασίας, που υποτίθεται ότι θα φέρουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Η άλλη λογική είναι η στήριξη της εργασίας, η στήριξη των μισθών και μόνιμων θέσεων εργασίας ως μέρος μεσοπρόθεσμου οικονομικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, όπου οι επενδύσεις παίρνουν ως δεδομένο υψηλούς μισθούς και έτσι εστιάζονται σε νέες τεχνολογίες και νέα προϊόντα.
Ο τρίτος τομέας αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις κρατικής βοήθειας και παρέμβασης. Από τη μία είναι η λογική ότι δίνεις βοήθεια στις επιχειρήσεις με ελάχιστους όρους, επειδή έχεις χτίσει το αφήγημα του δυναμισμού της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και επιχειρηματικότητας, και δεν μπορείς να τους περιορίσεις, να τους βάλεις όρους (καπιταλισμό έχουμε, όπως έχει πει και ο κ. Θεοδωρικάκος).
Από την άλλη είναι η λογική ότι το δημόσιο χρήμα απαιτεί και υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις που επωφελούνται. Έτσι στην αγορά εργασίας εμείς λέμε ότι οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν βοήθεια πρέπει να αποδεχτούν ότι αυτή συνοδεύεται και από δεσμεύσεις. Τέτοιες δεσμεύσεις είναι να μην μειωθούν οι μισθοί, να μην επιδεινωθούν οι όροι εργασίας (π.χ. από πλήρη σε μερική) και να μην γίνουν απολύσεις τόσο κατά τη διάρκεια της κρίσης όσο και μετά.
Όπως επίσης -και είναι κάτι που θα το βρούμε μπροστά μας- πιστεύουμε ότι μια μεγάλη επιχείρηση που θα λάβει σημαντική ενίσχυση από το κράτος θα πρέπει να δεχθεί και τη συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο ώστε να διασφαλιστεί το δημόσιο συμφέρον.
Είναι προφανές ότι στην παρούσα κρίση η Ν.Δ. αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να υπερθεματίσει για πολιτικές αντίθετες προς το ιδεολογικό της υπόβαθρο, όπως η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος Υγείας και η κρατική παρέμβαση. Ακόμα όμως και μέσα σε αυτή τη συγκυρία μπορεί κάποιος να διακρίνει τη συγκαλυμμένες πολιτικές που προωθεί. Αντίθετα οι δικές μας προτάσεις είναι σαφείς και ξεκάθαρες, καθώς δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι βουλευτής Β’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ, τέως υπουργός Οικονομικών
Πηγή: Η Αυγή