Θα αποδειχθεί σίγουρα σωστή η πρόβλεψη ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, πέρα μάλιστα από το κορωνοϊό, θα οδηγήσει την οικονομία στα βράχια. Η κυβέρνηση των άσχετων ημετέρων, πιστεύει χάρη στον ιστορικό συμβιβασμό νεοφιλελευθερισμού και πελατειακών πρακτικών, προς όφελος πλουσίων, γνωστών, και γνωστών πλουσίων, ότι το θεϊκό χέρι της αγοράς, θα φέρει την “ανάπτυξη”. Πρόκειται για μια κυβέρνηση χειρότερη ακόμα και από την κυβέρνηση της περιόδου 2004-2009, που οδήγησε τη χώρα στη θεαματική υπερχρέωση και δημοσιονομική κρίση.
Αμφίβολη «επανεκκίνηση»
Ενώ όμως ακόμα παλεύουμε με τα κατάλοιπα των μνημονίων, η κρίση του κορωνοϊού οδηγεί όχι μόνο σε ύφεση, αλλά και σε επιδείνωση της διαρθρωτικής κρίσης της παραγωγικής δομής της χώρας, από την οποία δεν πρόκειται απλά να βγούμε με την “επανεκκίνηση” της οικονομίας. Όπως γνωρίζουμε από την προηγούμενη βαθιά ύφεση, η παραγωγική δομή δεν πλήττεται μόνο από τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης, αλλά και από την μείωση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά.
Καμία οικονομία δεν μπορεί να βγει από τη σημερινή κρίση και ταυτοχρόνως να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει αυτές που θα έλθουν, αν δεν αναλάβει ισχυρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις μέσω του σχεδιασμού και όχι μόνο με κεϋνσιανές μεθόδους αύξησης της ζήτησης. Οι κατηγορίες εργαζομένων που είχαν πληγεί από την περίοδο των μνημονίων, αλλά και από τις αντεργατικές παρεμβάσεις της σημερινής κυβέρνησης, όπως και αυτοί που πλήρωσαν επιπλέον την κρίση του κορωνοϊού, δεν θα στηρίξουν πολιτικές που υπόσχονται αμφίβολες μελλοντικές επιπτώσεις μιας “επανεκκίνησης”.
Ποια «κανονικότητα»;
Η στενότερη και ουσιαστική σύνδεση της Αριστεράς με τα λαϊκά στρώματα, απαιτεί να αναγνωρίσουν αυτές οι πολύ διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων, ότι υπάρχει ένα σχέδιο για την άμεση βελτίωση των συνθηκών ζωής τους και εργασίας, σε όλες τις περιοχές της χώρας. Ένα σχέδιο το οποίο πρέπει να διαμορφωθεί κατά τόπους και συνολικά, και να γίνει αποδεκτό μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες διαβούλευσης και απόφασης, με τη συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων.
Μέσα σε λίγο παραπάνω από μια δεκαετία έχουμε βρεθεί ως κοινωνία αντιμέτωποι με την απόλυτη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρώπη, την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να αναπαραχθεί, την ανάγκη υλοποίησης σε σύντομο χρονικό διάστημα στόχων που αφορούν την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, τις επιπτώσεις των ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω κλιματικής αλλαγής, την υγειονομική κρίση όπου οδήγησε η παγκοσμιοποίηση και την καθήλωση στην “μονοκαλλιέργεια” του τουρισμού, επίσης λόγω παγκοσμιοποίησης χωρίς σχέδιο. Η ιδέα ότι η παράλληλη οικονομική υποστήριξη των εργαζομένων και των υπαρχουσών επιχειρήσεων θα μας οδηγήσουν σε μια “κανονικότητα” είναι αφελής και επικίνδυνη.
Οι στρατηγικές επιλογές
Προτεραιότητα είναι βέβαια η υποστήριξη των εργαζομένων και της κοινωνίας στο σύνολό της. Όχι μόνο όμως με την αναγκαία εξασφάλιση αξιοπρεπών εισοδημάτων, αλλά και με την επιλογή νέων δραστηριοτήτων εκεί όπου έχει πληγεί η παραγωγή και η απασχόληση, την εξασφάλιση της πληρότητας και προνοητικότητας των δημοσίων υπηρεσιών σε μόνιμη βάση, τη φροντίδα των εργαζομένων σε δραστηριότητες που χρειάζονται αναδιάρθρωση για να αμβλυνθούν και να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Απέναντι σε αυτή την πολλαπλότητα προβλημάτων και στόχων, αναδεικνύονται oi αναγκαίες στρατηγικές επιλογές, που απαιτούνται για να ξεπεραστεί η οριστική αδυναμία ενός παρακμασμένου καθεστώτος να καλύψει τις ανάγκες των εργαζομένων και των πολιτών. Ο μονόδρομος της εξωστρέφειας για την ανάκαμψη της οικονομίας πρέπει να αμφισβητηθεί και να αποκτήσει σημαντικό ρόλο η εσωστρεφής ανάπτυξη, σε τοπικό ιδιαίτερα επίπεδο: μετά δύο αλλεπάλληλες καθιζήσεις της παραγωγής, χρειάζεται ισχυρή τόνωσή της σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι δημόσιες πολιτικές και επενδύσεις πρέπει να αποκτήσουν πρωταρχικό ρόλο για την αναπτυξιακή διαδικασία, και να υπάρξουν πρωτοβουλίες για την απόκτηση του δημόσιου ελέγχου του χρήματος. Οι θεσμοί επεξεργασίας και υιοθέτησης αναπτυξιακών σχεδίων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, με την εκπροσώπηση των ενδιαφερόμενων κοινωνιών, πρέπει να εγκαθιδρυθούν και να αναδειχθούν σε καθοριστική οδό ενίσχυσης της δημοκρατίας.
Η στενότερη σύνδεση της Αριστεράς με τις λαϊκές τάξεις, με την κοινωνία, θα περάσει μέσα από την εξασφάλιση της δυνατότητάς της να επεξεργάζεται προτάσεις που αντιστοιχούν στις παραπάνω στρατηγικές επιλογές, και να τις συζητάει με τους εκπρόσωπους και τη βάση αυτών των τάξεων. Απαιτεί όμως τη δημιουργία των κατάλληλων οργανωτικών δομών σε κομματικό επίπεδο που θα συγκεντρώσουν πολιτικά στελέχη και επιστημονικό δυναμικό, ικανά να εργαστούν για το συμφέρον των πολλών, αναλαμβάνοντας το αναγκαίο έργο της ανανέωσης των μορφών οργάνωσης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αλλά σε αυτή την προσπάθεια να αποκτήσει η κοινωνία τον έλεγχο της οικονομίας, μπορεί να εμπλακεί και η σοσιαλ-δημοκρατική Αριστερά, αναγνωρίζοντας και αυτή την καθοριστική σημασία που έχει η συζήτηση για την πραγματοποίηση μιας μεγάλης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν
Πηγή: Η Εποχή