Την παροιμία «Οπου φτωχός κι η μοίρα του» θυμίζουν τα στοιχεία της εξάπλωσης του κορονοϊού σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες, αν και η συντριπτικά μεγαλύτερη επιβάρυνση των οικονομικά ασθενέστερων δεν είναι… παιχνίδι της μοίρας, αλλά προκύπτει από τη ζοφερή ταξική πραγματικότητα: συνωστισμός, ανάγκη για δουλειά και μετακίνηση με ΜΜΕ εκθέτουν τους εργάτες στον ιό πολύ περισσότερο.
Ο μύθος της ισότητας απέναντι στον κορονοϊό καταρρίπτεται καθημερινά από την ίδια την πραγματικότητα, καθώς οι χάρτες που καταγράφουν την πορεία του COVID-19 όχι μόνο σε χώρες αλλά και σε πόλεις και γειτονιές αποκαλύπτουν πως όσο φτωχότερος είσαι τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχεις να μολυνθείς, να νοσήσεις και να πεθάνεις από τον ιό.
Στη Βαρκελώνη, όπως έδειξε χάρτης που δημοσίευσαν οι τοπικές αρχές της Καταλονίας, οι κάτοικοι των πιο ταπεινών γειτονιών έχουν επτά φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να μολυνθούν από εκείνους των πλούσιων συνοικιών.
Η αναλογία των κρουσμάτων σε εργατικές γειτονιές όπως η Ροκέτες είναι 533 ανά 100.000 κατοίκους, ενώ 6 χιλιόμετρα μακρύτερα, στην εύπορη Σαντ Γκερβάσι, είναι μόλις 77 στους 100.000 κατοίκους. Σε άλλους εργατικούς οικισμούς στα περίχωρα της Βαρκελώνης, όπως το Γιομπραγκάτ και το Σαντ Κίρσε ντε Βαλς, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, καθώς η αναλογία κρουσμάτων είναι 604 και 701 αντίστοιχα.
Αυτές οι τεράστιες ανισότητες απαντώνται σε όλες τις πόλεις του κόσμου, καταδεικνύοντας πως εκεί όπου ζουν οι φτωχοί, οι μειονότητες, οι μετανάστες, τα ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού, οι συνθήκες ευνοούν την ταχύτερη διάδοση της πανδημίας αλλά και τη χειρότερη έκβαση της νόσου.
Η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση είναι ο παράγοντας που περισσότερο καθορίζει αν κάποιος στη Βαρκελώνη θα μολυνθεί από τον ιό ή όχι, λέει ο Μαρκ Νιουγουενχούγισεν, καθηγητής περιβαλλοντικής επιδημιολογίας στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας.
«Σε συνοικίες όπως η Ροκέτες ο κίνδυνος να προσβληθείς είναι μεγαλύτερος… αυτές οι συνοικίες είναι πυκνοκατοικημένες, οι κάτοικοι αναγκάζονται να μετακινούνται περισσότεροι απ’ ό,τι σε άλλες γειτονιές για να πάνε στις δουλειές τους (από πωλητές και οδηγοί έως εργάτες στην καθαριότητα) χρησιμοποιώντας δημόσιες συγκοινωνίες όπου και πάλι υπάρχει συνωστισμός», ενώ οι πιο εύποροι μπορούν συχνά να δουλεύουν από το σπίτι τους και έτσι μειώνουν τις πιθανότητες να μολυνθούν.
Για τους ειδικούς στα θέματα υγείας των πόλεων, οι πυκνοκατοικημένοι πολυσύχναστοι κόμβοι των αστικών κέντρων της Δύσης μοιράζονται πολλές ομοιότητες με τις πόλεις της Ασίας και άλλων περιοχών του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου οι πολυπληθείς γειτονιές και οι παραγκουπόλεις είναι εξαιρετικά ευάλωτες απέναντι σε νόσους και επιδημίες.
«Φτωχοί και μειονότητες ζουν σε κακής ποιότητας πυκνοκατοικημένους οικισμούς και έχουν επισφαλείς συνθήκες εργασίας και διαβίωσης», λέει η Κάρολιν Στέφενς, καθηγήτρια στο University College του Λονδίνου, εξηγώντας πως «η φτώχεια έχει πληθώρα από αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο γιατί ο συνωστισμός αυξάνει την πιθανότητα να μολυνθείς, αλλά και γιατί συμβάλλει επίσης στο να έχεις χειρότερη υγεία, πιο αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα, χαμηλές αντιστάσεις, ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη, ανθυγιεινές συνθήκες στέγασης, κ.λπ.».
H ψευδαίσθηση
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου με αφορμή ότι προσβλήθηκαν από τον κορονοϊό ο Μπόρις Τζόνσον και ο υπουργός Υγείας η κυβέρνηση επαναλαμβάνει πως «ο COVID-19 δεν κάνει διακρίσεις», επιστήμονες σαν τον ερευνητή Μάρτιν Χέναγκαν επιμένουν ότι είναι αδιαμφισβήτητο πως οι πιο φτωχοί μολύνονται και νοσούν δυσανάλογα: «Είναι οι χαμηλότερα αμειβόμενοι εργαζόμενοι (από τις νοσοκόμες ώς τους εργάτες), αυτοί που ζουν συνωστισμένοι σε υποβαθμισμένες γειτονιές, που έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να προσβληθούν από τον κορονοϊό», όπως δείχνουν και οι στατιστικές.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο το ένα τρίτο των ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση από τον COVID-19 ανήκουν στις κοινότητες των μαύρων και στις εθνικές μειονότητες, παρότι αυτές αποτελούν μόλις το 13% του πληθυσμού. Είναι αυτές οι κοινότητες που συνωστίζονται στις πιο φτωχικές γειτονιές και έχουν διπλάσια ποσοστά φτώχειας απ’ ό,τι οι λευκοί.
Το ίδιο συμβαίνει και στις ΗΠΑ. Στη Νέα Υόρκη, επίκεντρο της πανδημίας, έως τις 8 Απριλίου το 28% των 4.009 νεκρών ήταν Αφροαμερικανοί, ενώ το ποσοστό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στο Κουίνς και το Μπρονξ είναι υπερπολλαπλάσιο από εκείνο των πιο εύπορων συνοικιών του Μανχάταν, σύμφωνα με τους New York Times.
Στο Σικάγο έως τις 5 Απριλίου οι Αφροαμερικανοί εκπροσωπούσαν το 72% των θανάτων από COVID-19 (αν και αποτελούν μόνο το 30% του πληθυσμού), ενώ ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων σε γειτονιές του κατά παράδοση φτωχικού Νότου της πόλης είναι δέκα φορές μεγαλύτερος απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές της με καλύτερες ιατρικές εγκαταστάσεις.
Στη δε Πολιτεία του Μίσιγκαν όπου οι Αφροαμερικανοί εκπροσωπούν το 14% του πληθυσμού, αποτελούν το 33% των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και το 41% των νεκρών.
Το ότι αυτοί οι πληθυσμοί προσβάλλονται περισσότερο και νοσούν πιο σοβαρά δεν σχετίζεται με κάποια γενετική συνθήκη αλλά με σωρεία κοινωνικών παραγόντων που τους θέτουν σε μειονεκτική θέση, λέει στο BBC η Τάιαν Πάρκερ Ντομίνγκες, καθηγήτρια κοινωνικής εργασίας στο Πανεπιστήμιο του Νότου στην Καλιφόρνια και ειδήμων σε θέματα ρατσισμού και υγείας. «Η υγεία ενός πληθυσμού είναι καθρέφτης της ανισότητας στα υγειονομικά συστήματα και στην πρόσβαση σε αυτά».
Η πανδημία απλώς τονίζει τις δομικές ανισότητες στην Υγεία που επικρατούν και στις πόλεις της Δύσης και στοιχειώνουν τις λιγότερο προνομιακές γειτονιές…
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών