Ο πιο δυνατός δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατός για να είναι πάντα ο κυρίαρχος, αν δεν μετατρέψει τη δύναμή του σε δικαίωμα και την υπακοή σε καθήκον
Αυτά γράφει ο Ρουσό σε ένα από τα πιο κρίσιμα αποσπάσματα του «Κοινωνικού Συμβολαίου» του. Ωστόσο, η θαυμαστή πειθαρχία που βλέπουμε αυτές τις μέρες στη χώρα μας –η μετατροπή της υπακοής σε καθήκον– δεν παρέχεται δωρεάν. Χρειάζεται ανταπόδοση. Για να μπορούν οι άνθρωποι να αυτοπεριορίζονται, να δέχονται την πειθαρχία ως ηθική υποχρέωση και όχι ως εξωγενή καταναγκασμό χρειάζεται να εισπράξουν ότι η πειθάρχησή τους δεν υπηρετεί μόνο την αποτελεσματικότητα αλλά και τη δικαιοσύνη. Κανείς δεν ανέχεται εύκολα την άνιση, άδικη αποτελεσματικότητα.
Προϋπόθεση για να αποδεχτούμε τον περιορισμό των ελευθεριών μας είναι να περιορίζονται οι ελευθερίες όλων με δίκαιο και αναλογικό τρόπο. Να υπάρχει ισότητα στον περιορισμό της ελευθερίας μας. Αν περιορίζονται οι ελευθερίες κάποιων, ενώ οι οικονομικές ελευθερίες άλλων μένουν ανέγγιχτες, αν το εισόδημα κάποιων εκμηδενίζεται, ενώ άλλων αυξάνεται ή μένει αλώβητο, τότε η όποια επίκληση ισότητας δεν πείθει. Ενισχύεται η αδικία και τότε η πειθαρχία δεν είναι προϊόν πειθαναγκασμού αλλά απλώς φόβου. Όσο η αδικία μεγαλώνει, τόσο η εμπιστοσύνη μειώνεται. Αν εξατμιστεί, τότε η υπακοή παύει να είναι καθήκον.
Τα μέτρα μπορεί να είναι λογικά και αναγκαία (και τα συγκεκριμένα ασφαλώς είναι), αλλά λόγω της φύσης της κοινωνίας είναι εξ αντικειμένου άνισα. Δηλαδή, για κάποιον που έχει μια μονοκατοικία με κήπο και αυλή, κάποιον που έχει ένα τεσσάρι με μπαλκόνι και κάποιον που ζει σε ένα υπόγειο η καραντίνα είναι τελείως αλλιώς. Σε μια ταξική κοινωνία αυτό ισχύει σε όλα και είναι αναπόφευκτο. Ωστόσο, ο εγκλεισμός το παροξύνει σε βαθμό ανυπόφορο.
Χωρίς ένα ελάχιστο, αλλά ικανό απόθεμα εμπιστοσύνης, λοιπόν, ένα σύστημα έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να είναι βιώσιμο. Η κυβέρνηση ως σήμερα κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών, διότι ανταποκρίθηκε έγκαιρα και αποτελεσματικά στην πρόκληση της αντιμετώπισης του ιού. Για την ώρα τουλάχιστον. Αυτό είναι κρίσιμο και αναγκαίο. Δεν είναι αρκετό όμως.
Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση του περιορισμού της ελευθερίας με τρόπο δίκαιο και αναλογικό έναντι όλων των πολιτών: ο διπλασιασμός του νοσηλίου κλίνης ΜΕΘ σε ιδιωτικές κλινικές, η συνέχιση του τεστ από ιδιώτες προς κέρδος και η διάθεση υπέρογκων ποσών για ανάγκες επικοινωνίας είναι τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα. Όχι τα μόνα, ωστόσο.
Είμαι διατεθειμένος να θεωρήσω θεμιτή τη μείωση του μισθού μου, αρκεί να μη βλέπω δίπλα μου άλλους να πλουτίζουν και ενώ άλλοι καταρρακώνονται. Η αλληλεγγύη στην οικονομική καταρράκωση των ανθρώπων είναι ηθικό καθήκον, σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 5 του Συντάγματός μας: «Oι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Χωρίς διακρίσεις, χωρίς εξαιρέσεις, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Αυτό προσδοκώ. Όχι για να είμαι πειθήνιος υπήκοος, αλλά για να είμαι πολίτης μιας κοινότητας που δεν αντέχει μόνο υπομένοντας τα μέτρα αλλά αντέχει και στην κριτική τους.
Την κάθε κριτική. Από πού ακούστηκε ξαφνικά ότι η κριτική πρέπει να είναι «βάσιμη», «υπεύθυνη» ή «καλοπροαίρετη»; Η κριτική είναι ό,τι είναι οι άνθρωποι. Φορέας βάσιμων ή αβάσιμων δοξασιών, υπεύθυνων ή ανεύθυνων προσδοκιών και πάει λέγοντας. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι σαχλαμάρα νομίζει ‒ και να υπόκειται ως και στη δημόσια χλεύη γι’ αυτό. Όταν σφίγγουν, βέβαια, τα πράγματα υπάρχει αυξημένη απαίτηση για σοβαρότητα, αλλά κι αυτό δεν είναι ακαταμάχητο. Η ελαφρότητα είναι ανυπέρβλητη. Πάντως, είναι το μονάκριβο όπλο της κριτικής, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τις μεν από τις δε. Με σιωπή, όπως θέλει ο Ούγγρος πρωθυπουργός, δεν διακρίνει κανείς τίποτα.
Σε μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης είναι εύλογο η εκτελεστική εξουσία να παίρνει το πάνω χέρι. Όμως, όσο αναμενόμενο είναι αυτό, άλλο τόσο αναγκαίο είναι να υπάρχει κριτική και συζήτηση. Το να τίθενται διλήμματα είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Η κριτική, λοιπόν, είναι στο πρόγραμμα της δημοκρατίας. Απαραιτήτως. Και η διαβούλευση. Σε μια στιγμή παντοκρατορίας της εκτελεστικής εξουσίας και σιγής των άλλων λειτουργιών του πολιτεύματος θα πρέπει να επαγρυπνούμε. Όχι να υφαίνουμε σενάρια καταστροφολογίας, ούτε όμως και να κοιμόμαστε ήσυχοι.
Το γεγονός ότι το ελληνικό Κοινοβούλιο δεν λειτουργεί κανονικά είναι κακή στιγμή της δημοκρατίας μας. Όλοι, και οι πιο αδαείς, κουτσά- στραβά, μάθανε να χειρίζονται μια πλατφόρμα τηλεδιάσκεψης. Γιατί να μην μπορούν οι επιτροπές και η ολομέλεια της Βουλής να λειτουργήσουν έτσι; Όταν η εκτελεστική εξουσία μαθαίνει να λειτουργεί χωρίς έλεγχο εθίζεται και για τον λόγο αυτό η λειτουργία της Βουλής αφορά αποκλειστικά τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Ο ηθικά και πολιτικά καταρρακωμένος ελληνικός κοινοβουλευτισμός μπορεί στην πανδημία να βρει το χαμένο του νόημα.
Όταν περιορίζεται η ελευθερία, όπως σήμερα, ο μόνος τρόπος για να αντέξει το δημοκρατικό-φιλελεύθερο κράτος είναι να αυξάνει η ισότητα. Παλιά συνταγή της Γαλλικής Επανάστασης… Διότι, κακά τα ψέματα, τα ατομικά δικαιώματα στη συνθήκη αυτή θα παραβιαστούν. Η πεμπτουσία της έκτακτης ανάγκης είναι η παραβίαση των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Το επίδικο, όμως, πέραν των δικαιωμάτων αυτών καθαυτά, αφορά το αίτημα του δημοκρατικού αυτοκαθορισμού της κοινότητας.
Δηλαδή, τα μέτρα δεν τα παίρνει μια κυβέρνηση μόνο στο όνομα της αντιμετώπισης της υγειονομικής απειλής. Τα παίρνει στο όνομα ενός λαού. Μιας πολιτικής κοινότητας που της έχει εναποθέσει αυτή την κυριαρχική αρμοδιότητα. Αυτό είναι λαϊκή κυριαρχία. Δηλαδή, τα μέτρα δεν μας επιβάλλονται από μια εξωγενή δύναμη αλλά δι’ αντιπροσώπου μάς ανήκουν. Επί της αρχής, λοιπόν, τα μέτρα είναι δικά μας.
Για να μην καταλήξει, ωστόσο, πλασματική η ιδιοκτησία στα μέτρα αυτά, θα πρέπει η κυβέρνηση να λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε, έστω και σε αυτή την οριακή στιγμή, να γίνεται ευλαβώς σεβαστό αυτό το αίτημα ‒ όχι ατομικής ελευθερίας ούτε ατομικής ευθύνης (όπως κακώς ακούγεται) αλλά της συλλογικής αλληλεγγύης.
Τέλος, σε μια χώρα με την πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας, όπου η εμπιστοσύνη προς τους εκάστοτε κυβερνώντες δεν τρέχει από τα μπατζάκια μας, οι ισορροπίες γίνονται ακόμα πιο λεπτές και εύθραυστες.
Η στιγμή της έκτακτης ανάγκης είναι η κατεξοχήν δοκιμασία της κοινότητας να μετατρέψει την υπακοή της σε καθήκον. Αποτελεσματικότητα χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη δεν μετατρέπει την υπακοή σε καθήκον αλλά σε ποδηγέτηση. Κι αυτό κάνει πιο δύσκολη την, ούτως ή άλλως, πολύ δύσκολη επόμενη μέρα.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Πηγή: Lifo