Το Σύνταγμα κατοχυρώνει τα θεμελιώδη δικαιώματα, όμως κανένα δικαίωμα δεν είναι απόλυτο. Το κράτος εγγυάται καταρχήν την άσκησή τους, όμως μια ιδιαίτερη συνθήκη μπορεί να καταστήσει αναγκαίο τον προσωρινό περιορισμό τους. Ιδίως σε καταστάσεις σοβαρής διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας, τα αρμόδια κρατικά όργανα μπορούν ν’ αποφασίσουν τη λήψη έκτακτων μέτρων που περιορίζουν κάποια δικαιώματα.
Σε μια τέτοια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα. Η μεταδοτικότητα και η επικινδυνότητα του ιού Covid-19 συνιστούν άμεση και σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Τα υγειονομικά μέτρα που ελήφθησαν, το περιβόητο social distancing και η απαγόρευση των άσκοπων μετακινήσεων, εφόσον κρίθηκαν αναγκαία από την επιστημονική κοινότητα, έγιναν αποδεκτά από τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, όπως εξάλλου αναγνώρισε και ο πρωθυπουργός.
Επί της αρχής κανείς δεν διαφωνεί με την ανάγκη να υπάρξει κάποιος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας των πολιτών. Ανεξάρτητα από επιμέρους ενστάσεις που μπορεί να έχει για το περιεχόμενο, την ένταση ή τη διαδικασία λήψης των σχετικών μέτρων. Το ερώτημα όμως είναι: αρκούν αυτά; Ακόμη κι αν η θυσία της προσωπικής ελευθερίας μιας ολόκληρης κοινωνίας θεωρηθεί αναγκαία, είναι όμως επαρκής, δηλαδή πρόσφορη, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης;
Ή μήπως η αποτελεσματικότητα και η προσφορότητα των περιορισμών στην προσωπική ελευθερία εξαρτάται από τη λήψη μιας δέσμης παράλληλων μέτρων που ίσως είναι εξίσου αναγκαία; Μήπως, παράλληλα με τον περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας όλων, είναι επίσης αναγκαίος ο περιορισμός της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας κάποιων, ιδίως όταν η άσκησή τους αποκτά έντονα αντικοινωνικό χαρακτήρα στη δεδομένη συγκυρία;
Το Σύνταγμα προσφέρει άλλωστε πολύ περισσότερα ερείσματα για τον περιορισμό αυτών των δικαιωμάτων παρά της προσωπικής ελευθερίας. Το άρθρο 17 λέει ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Το άρθρο 106 ότι η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. Και το άρθρο 18 επιτρέπει τις επιτάξεις για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Για τον ίδιο σκοπό το άρθρο 22 επιτρέπει τις επιτάξεις προσωπικών υπηρεσιών.
Το πλέγμα αυτών των συνταγματικών διατάξεων επιτρέπει μια σειρά από μέτρα, όπως:
● Επίταξη των υποδομών, του εξοπλισμού και του προσωπικού των ιδιωτικών κλινικών. Οι πόροι του δημόσιου συστήματος υγείας, ανθρώπινοι και υλικοί, ούτως ή άλλως πεπερασμένοι, είναι εξουθενωμένοι μετά την τραυματική εμπειρία της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η ενσωμάτωση του ιδιωτικού τομέα υγείας στον σχεδιασμό αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης συνιστά επιτακτική αναγκαιότητα.
● Επίταξη παραγωγικών μονάδων, εργοστασίων και βιοτεχνιών, προκειμένου να κατευθύνουν την παραγωγή τους σε υγειονομικό υλικό και εξοπλισμό που βρίσκεται σε έλλειψη.
● Επιβολή διατίμησης σε είδη πρώτης ανάγκης στα οποία παρατηρούνται φαινόμενα αισχροκέρδειας, όπου δηλαδή ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης έχει οδηγήσει σε πολλαπλασιασμό τιμών. Ούτε οι πολίτες ούτε, πολύ περισσότερο, το εθνικό σύστημα υγείας επιτρέπεται να επιβαρύνονται με υπέρογκες δαπάνες μόνο και μόνο επειδή πράττουν το καθήκον τους στο πλαίσιο του σχεδιασμού για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Εδώ δεν αρκούν οι ευχές ή παραινέσεις από την πλευρά της πολιτείας.
● Αναστολή της επιβολής αναγκαστικών μέτρων σε βάρος πολιτών που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Ούτε εδώ αρκούν οι εκκλήσεις στις διοικήσεις των τραπεζών.
Σε μια συγκυρία σαν τη σημερινή η απεριόριστη οικονομική ελευθερία των ισχυρών βλάπτει σοβαρά την υγεία. Ακόμα και οι περιορισμοί στη μετακίνηση είναι προσανατολισμένοι στον «ελεύθερο χρόνο» των πολιτών. Ομως σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται κανονικά και μετακινούνται για την εργασία τους. Πολύ πιο σημαντικοί από τους αστυνομικούς ελέγχους σε δρόμους και πλατείες είναι οι εντατικοί έλεγχοι για την τήρηση των υγειονομικών μέτρων στους χώρους εργασίας, όπως βέβαια και στα κέντρα προσφύγων και μεταναστών.
Είναι εντυπωσιακή μια βασική αντίφαση που αναδεικνύεται. Από τη μία, η ελληνική κοινωνία έχει επιδείξει πρωτοφανή ωριμότητα και συμμορφώνεται με τις ιατρικές συστάσεις για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Από την άλλη, το κράτος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ως ιερή αγελάδα. Τη στιγμή που το δημόσιο σύστημα υγείας βρίσκεται στο κόκκινο και οι ανάγκες του καθημερινά πολλαπλασιάζονται, δεν είναι δυνατό να μην επιβάλλονται περιορισμοί στην οικονομική ελευθερία όσων μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Η πολιτεία δεν επιτρέπεται να καθυστερήσει άλλο την παρέμβασή της σε δύο κρίσιμα πεδία. Αφενός να θέσει υπό τον έλεγχό της κάθε διαθέσιμο μέσο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας και αφετέρου να προστατεύσει τους πολίτες από αντικοινωνικές συμπεριφορές που προτάσσουν το κυνήγι του κέρδους έναντι της προστασίας της ζωής. Το Σύνταγμα παρέχει τη σχετική δυνατότητα. Χρειάζεται να αναληφθούν άμεσα και οι ανάλογες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Οι Ακρίτας Καϊδατζής, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Χαράλαμπος Κουρουνδής διδάσκουν και ερευνούν Συνταγματικό Δίκαιο και Συνταγματική Ιστορία σε ΑΠΘ και Παν. Κρήτης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών