Macro

Όσοι έμειναν εκεί έξω να εργάζονται

Πίσω από τη γενική εικόνα της αγωνίας και του εγκλεισμού ένα κομμάτι των εργαζομένων όχι απλά συνεχίζει να δουλεύει, αλλά το κάνει περισσότερο από πριν και με περισσότερους κινδύνους. Δεν είναι μόνο οι γιατροί και οι νοσηλευτές, οι γνωστοί ήρωες αυτών των τραγικών εβδομάδων σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Υπάλληλοι φαρμακείων, σούπερ μάρκετ, εργαζόμενοι ντελίβερι ή στις κουζίνες του επισιτισμού δεν έχουν τη μελαγχολική «πολυτέλεια» να παρακολουθούν την εξουθενωτική αντίστροφη μέτρηση για την ουσιαστική έλευση του ιού από το σπίτι. Η αλληλεγγύη της κοινωνίας δεν είναι καθόλου αυτονόητη γι’ αυτούς ούτε τα χειροκροτήματα των 9 μ.μ. Οι ιστορίες τους είναι ιστορίες πίεσης.

Στο φαρμακείο

Η Γεωργία Β. εργάζεται ως υπάλληλος σε φαρμακείο σε κεντρική και πλούσια περιοχή της Αθήνας. Η περιοχή δεν βοηθά στη συνάντηση με αλληλέγγυους πελάτες, το συνειδητοποιεί. Κάθε μέρα βρίσκεται αντιμέτωπη με συμπεριφορές που υπερβαίνουν τα όρια της αλαζονείας. Αρκετοί δείχνουν δύσθυμοι να τηρήσουν τα μέτρα ασφαλείας, να περιμένουν έξω από το φαρμακείο και σε απόσταση να εξυπηρετηθεί ο προηγούμενος πελάτης. Συχνά ζητούν υπερβολικό αριθμό φαρμάκων ή ζητούν φάρμακα που απαιτούν συνταγογράφηση επειδή κάπου άκουσαν ότι βοηθούν απέναντι στον κορωνοϊό.

Οι πιο πολλοί ωστόσο ζητούν γάντια, μάσκες και αντισηπτικά. Όχι πάντα ευγενικά. Ένας άνδρας κάνει μεγάλη φασαρία γιατί η Γεωργία του απαντά ότι δεν έχει μάσκες, ενώ η ίδια φορά. Μάταια προσπαθεί να του εξηγήσει ότι η ίδια στέκεται οκτώ ώρες εκεί και συναντά ανθρώπους κατά τεκμήριο ασθενείς και πρέπει να φορά μάσκα για να μπορέσει να συνεχίσει τη δουλειά της και για την ασφάλεια ακόμα και των πελατών. Ο πελάτης επιμένει: να φορά μάσκα η φαρμακοποιός και να μην του δίνει κι εκείνου μία είναι σκανδαλώδες.

Η δουλειά έχει αυξηθεί σε όγκο και σε ώρες. Είναι αναγκασμένη να εξηγεί στο τηλέφωνο ότι δεν μπορεί πλέον να πηγαίνει να παίρνει την πίεση από τους πελάτες στο σπίτι. Δύσκολο να τους πείσει. Συνήθως πρόκειται για ηλικιωμένους ανθρώπους που ενίοτε ζουν μόνοι. Η ιεροτελεστία της μέτρησης πίεσης στο σπίτι ήταν κομμάτι της ρουτίνας που δεν θέλουν να χάσουν.

Γυρίζει σπίτι κατάκοπη αργά το βράδυ. Ακόμα περισσότερο απ’ όλους μας, δεν πρέπει και δεν μπορεί να δει κανέναν. Το ιικό της φορτίο είναι πολύ μεγάλο μετά από τόσες συναντήσεις. Περπατά λίγο μόνη της ή παίρνει κάποιον οικείο της τηλέφωνο. Ενίοτε σπάει. Την επόμενη μέρα πρέπει να έχει κολλήσει ξανά.

Στο σούπερ μάρκετ

Ο Νίκος Ιωαννίδης εργάζεται ως υπάλληλος σε μία από τις πιο γνωστές αλυσίδες σούπερ μάρκετ, σε ένα υποκατάστημα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Περιγράφει τις συνθήκες με τα δικά του λόγια:

«Έως το Σάββατο 14 Μαρτίου εργαζόμασταν στη μεγαλύτερη εστία μόλυνσης και διάδοσης του ιού. Μάχες σώμα με σώμα για το χαρτί υγείας, το οινόπνευμα, τα ζυμαρικά δίπλα μας. Το φόρτωμα του καταστήματος, κανονική περιπέτεια, αδύνατο να διασχίσεις τους διαδρόμους, έκανα εκκλήσεις να με αφήσουν να περάσω για να βάλω από την αποθήκη προϊόντα που είχαν τελειώσει. ‘Πού είναι τα αντισηπτικά;’, πρόσωπο με πρόσωπο οι ερωτήσεις, από τα δέκα εκατοστά. ‘Ανοίξτε κι άλλο ταμείο, πού είναι ο προϊστάμενος’, φωνές, ουρλιαχτά, καυγάδες, οι πελάτες με τους υπαλλήλους κι οι πελάτες με τους άλλους πελάτες.

Το σούπερ μάρκετ δεν είναι μόνο το ταμείο. Εκεί όπου δεν υπάρχει καμία προφύλαξη, εκεί όπου η ανάσα του καταναλωτή συναντιέται με τη δική σου, όπου ακόμα, έως και σήμερα, μετράνε τα χαρτονομίσματα σαλιώνοντας το δάχτυλο. ‘Γιατί δεν φοράτε μάσκες’; Μα δεν έχουμε. ‘Γιατί δεν έχετε αντισηπτικά;’. Μα υπάρχει έλλειψη. ‘Γιατί δεν ανοίγετε κι άλλα ταμεία;’. Μα, αν καθίσουν όλοι στα ταμεία, ποιος θα φροντίζει για τις ελλείψεις; ‘Ντροπή σας, τεμπέληδες’ η συχνότερη επιβράβευση – πριν, κατά και, υποθέτω, μετά τον κορονοϊό. Το σούπερ μάρκετ είναι και το φόρτωμα. Οι δεκάδες παλέτες, οι τόνοι κιβωτίων που πρέπει να μεταφερθούν στα άδεια ράφια καθημερινά. Αν η δουλειά ήταν ούτως ή άλλως κουραστική, με την αύξηση του τζίρου σχεδόν κατά 50% αυξήθηκε ανάλογα. Δυσανάλογα, μάλλον, καθώς όσο περισσότερος ο φόρτος, τόσο αυξάνεται η δυσκολία όσο περνάνε οι ώρες κι όσο ο χώρος περιορίζεται».

Τα μέτρα προστασίας βελτίωσαν ελαφρά την κατάσταση

«Από τη Δευτέρα πήραμε μια ανάσα. Όταν ήδη είχαμε εκτεθεί και είχαμε εκθέσει τα παιδιά μας στα χιλιάδες υποψήφια κρούσματα που βρέθηκαν να ανασαίνουν δίπλα μας όσο εργαζόμασταν από την πρώτη μέρα. Ευτυχώς, ενδοεταιρικά η κατάσταση είναι καλή, συναδελφικά υπάρχει αλληλεγγύη. Η κούραση είναι το πρόβλημα. Ο φόρτος τεράστιος, δεν φεύγει το βράδυ που κοιμίζεις τα παιδιά και τρέμεις για την επόμενη μέρα τους. Δεν κοιμάσαι, είσαι διαρκώς σε υπερένταση, βρέθηκες στην πρώτη γραμμή – ήρωας κατά λάθος. Ξέρεις πως θα παλέψεις όσο χρειαστεί, αλλά αγχώνεσαι πώς θα αντέξεις. Μια φορά κατάφερα να κοιμηθώ νωρίς, με το ξυπνητήρι στις 4:15. Με ξύπνησαν κάτι χειροκροτήματα από τα διπλανά μπαλκόνια και πήγα το πρωί στη δουλειά πιο κουρασμένος από ποτέ».

Στην εστίαση

Ο Αντώνης Γ. εργαζόταν ως μάγειρας σε εστιατόριο σε πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης. Η αμοιβή του ήταν 4 ευρώ την ώρα – ποσό αναλογικά μεγαλύτερο από τον μέσο όρο για τους εργαζόμενους ντελίβερι στην περιοχή. Η σύμβασή του ωστόσο ήταν ασαφής. Όταν ανακοινώθηκε το κλείσιμο των χώρων εστίασης, η σάλα του μαγαζιού έκλεισε και συνεχίστηκαν οι παραδόσεις κατ’ οίκον. Η δουλειά γινόταν με γάντια και μάσκες, αλλά πληρωμένες από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Η δουλειά έπεσε απότομα πολύ, «στο μισό από μια κακή καθημερινή», μαζί μειώθηκαν και οι ώρες. Την Πέμπτη δέχθηκε ένα μήνυμα στο κινητό του ότι το ντελίβερι σταματά γιατί δεν βγαίνει και η δουλειά σταματά. Οικονομικά εξοφλήθηκε με χρήματα που μπήκαν στην τράπεζα, αλλά δεν είναι βέβαιος ότι ως ωρομίσθιος δικαιούται να υπαχθεί σε κάποια από τις ρυθμίσεις. «Η σύντροφός μου δούλευε σε εργοστάσιο.

Δεν υπήρχε σχεδόν κανένα μέτρο προστασίας πέρα από μια θερμομέτρηση. Αρκετοί εργάτες πηγαινοέρχονταν από τη Βουλγαρία. Υπήρξαν εργάτες που ανέβασαν δέκατα χωρίς να παρθεί κανένα μέτρο. Όταν ανέφερε στο αφεντικό ότι έχει βρογχίτιδα και θέλει να κάνει τεστ για τον ιό έλαβε την απάντηση να πάει νωρίτερα στη δουλειά από όσο προβλέπει η άδεια και να αποφύγει το τεστ». Οι δύο τους έχουν στην μπάντα 400 ευρώ – και μια άδεια άνευ αποδοχών.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Πηγή: Η Αυγή