Macro

«Λίγος» δεν είναι ο φασισμός;

Δεν είναι λίγες οι φορές, όταν σφίγγουν τα πράγματα (και τούτες τις τελευταίες μέρες σφίγγουν πάρα πολύ συχνά), που καταφεύγω στην ποίηση προσπαθώντας να ορθοποδήσω από την κατακλυσμιαία ανοησία και τη χειμαρρώδη βαρβαρότητα που μας παρασέρνει. Δεν προσπαθώ να ξεφύγω λες και η ποίηση είναι οδός διαφυγής -κατά το βλακωδώς διατυμπανιζόμενο- από την πραγματικότητα. Δεν είναι τρόπος για να ξεχνιέσαι, ούτε καταφύγιο θηραμάτων. Ίσα – ίσα, το αντίθετο συμβαίνει.

Η ποίηση είναι τρόπος του ζην, τρόπος για να κατανοείς και να υπάρχεις. Τρόπος του Είσαι και του Είναι και μέθοδος αντίληψης του όντος και του όντος κόσμου. Μαζί βέβαια και απέραντη απόλαυση που προσφέρει η αληθινή συγκίνηση, αυτό το αμφίστομο γνωσιολογικό κοπίδι της ποίησης. Είναι κι άλλα πολλά η ποίηση (που βέβαια δεν περιορίζεται στη γραφόμενη), αλλά δεν είναι τη παρούσης.

Εκείνο που έχει σημασία εδώ είναι να δούμε πόσο η ποίηση μπορεί να αποτελέσει αντιστύλι με την παρηγορητική της γνώση, αφού η γνώση είναι πάντοτε παρηγορητική. Η αγριότητα και ο φόβος είναι προϊόντα της άγνοιας. Κι από σαλπιγκτές της άγνοιας (από Γεραπετρίτη μέχρι Μενδώνη και δεν συμμαζεύεται), άλλο τίποτα…

Διάβαζα λοιπόν την τελευταία ποιητική συλλογή της Τασούλας Καραγεωργίου «Πήλινη χορεύτρια» (εκδ. Γαβριηλίδης). Γερή φιλόλογος η ποιήτρια, υπηρέτησε στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση έως το 2015 (εις βάρος της οποίας και εις βάρος των νέων κακουργεί η υπουργός Κεραμέως), είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων και από το 2007 διδάσκει στο Εργαστήρι Ποίησης του Ιδρύματος “Τάκης Σινόπουλος”. Έχει, εκτός από την ποίηση, πολύπλευρο συγγραφικό έργο που περιλαμβάνει και μεταφράσεις ποιημάτων της Σαπφούς, της Ήριννας και επιτύμβιων επιγραμμάτων από την Παλατινή Ανθολογία.

Δεν θα μπω στον πειρασμό να συγκρίνω την αξία της και την προσφορά της (ευτυχώς δεν είναι η μόνη) με διάφορους τενεκέδες ξεγάνωτους των δυσεπωνύμων που βελάζουν ανοίκεια, προσβλητικά και επικίνδυνα στα μούτρα της κοινωνίας γιατί πολύ θα στεναχωρηθούμε. Άλλωστε, η ποίηση με αφορά και η Τασούλα Καραγεωργίου, που η βαθιά της σχέση με την ελληνική γραμματεία την οδηγεί συχνά σε μια ποίηση διακειμενική (αλλά όχι φιλολογίζουσα), όπου με αισθαντικότητα συναιρούνται η αρχαία κυρίως γραμματεία με τη σύγχρονη ποίηση. Ένα σχεδόν σιωπηλό επίτευγμα, το οποίο καταφέρνει και στην «Πήλινη χορεύτρια».

Δεν θα επεκταθώ στην αξία του βιβλίου, άλλοι αρμοδιότεροι εμού έχουν τα εφόδια να το κάνουν. Προσωπικά τη χαρά μου μόνο να καταθέσω, για το ποίημα με τίτλο «Ο ποιητής Μελέαγρος», γιατί με τους όρους της ποίησης απαντάει σε όλα τα θηρία της φασισμένης εχθροξενίας που καλλιεργούν τον αισχρό φόβο του άλλου, τον φόβο της «αλλοίωσης» της ελληνικής ταυτότητας.

Ο ποιητής Μελέαγρος λοιπόν, όπως μας μαθαίνει η Τασούλα Καραγεωργίου, ήταν Σύρος, γεννήθηκε στα Γάδαρα της Παλαιστίνης περί το 135 π.Χ., έζησε μέχρι την ώριμη ηλικία στην Τύρο και τέλος κατέφυγε στην Κω, όπου δημιούργησε το σημαντικότερο ποιητικό του έργο. Πέθανε στην Κω περί το 60 π.Χ. Το ποίημα λοιπόν της Τασούλας Καραγεωργίου ξεκινάει με το επιτύμβιο επίγραμμα του Μελέαγρου. Ένα αληθινό μανιφέστο πανανθρώπινης συνύπαρξης στα ελληνικά. Ενός Σύρου:

«ει δε Σύρος, τι το θαύμα; μίαν ξένε

πατρίδα κόσμον/ ναίομεν, εν θνατούς

πάντας έτικτε χάος».

Το ποίημα συνεχίζεται με την (αναπαιστική) μετάφραση: «Κι αν εγώ είμαι Σύρος, λοιπόν τι πειράζει;/ μια πατρίδα, τον κόσμο, εμείς οι θνητοί κατοικούμε/ και όλους μας έχει ένα χάος γεννήσει».

Τ’ ακούς; Αυτό είναι η ποίηση: η απέραντη ελευθερία της ανθρώπινης ψυχής και του ανθρώπινου μυαλού μέσα στο χάος που τον γεννάει. Η μόνη αληθινή μας πατρίδα. Διαβάστε αυτό το ποίημα. Διαβάστε για τον πρόσφυγα και τα λόγια του Σεφέρη για τη γλώσσα. Όλα μαζί σαν μια οργανωμένη μελωδία του όντος.

Και ύστερα μου ήρθε στο μυαλό το «Ω γλυκύ μου έαρ», που πάντα έρχεται τραγουδισμένο από τον Ρωμανό τον Μελωδό. Έναν Σύρο επίσης. Που κατά τον Οδυσσέα Ελύτη, «έγραψε την καλύτερη ποίηση που έχει γραφτεί στην ελληνική γλώσσα». Κι αμέσως μετά θυμήθηκα τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ακόμα έναν Σύρο. Που με τα δικά του ιδιόμελα αποχαιρετούμε στη νεκρώσιμη ακολουθία τους προσφιλείς μας. «Ως άνθος μαραίνεται, ως όναρ παρέρχεται» λέει για τη ζωή ο Σύρος Ιωάννης ο Δαμασκηνός για να ακουμπήσει λες τρυφερά στον πολύ προγενέστερο Έλληνα Πίνδαρο: «Σκιάς όναρ άνθρωπος».

Γι’ αυτή τη σκιά ονείρου που είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτό το ποίημα ήθελα να μιλήσω. Σαν Έλληνας, σαν Σύρος, σαν πρόσφυγας, αλλά πάντα με την εντοπιότητα του χάους που διευρύνει το Σύμπαν. Τι λες; «Λίγος» δεν είναι ο φασισμός μπροστά στην ποίηση;

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή