Από το 1974 μέχρι σήμερα στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας κυριάρχησε το δόγμα της ακινησίας και της αναβλητικότητας. Πυρήνας του, η αντίληψη ότι για τα προβλήματα εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει η χώρα, θα υπάρξουν στο απώτερο μέλλον ευνοϊκότερες συνθήκες για λύσεις πιο συμφέρουσες για την Ελλάδα. Συνεπώς, καλύτερα να αφήνουμε εκκρεμότητες, παρά να επιλύουμε ζητήματα.
Είναι να απορεί κανείς με τη μακροβιότητα του δόγματος αυτού, καθώς τα εμπειρικά δεδομένα δείχνουν σχεδόν σε κάθε περίπτωση ότι με την πάροδο του χρόνου οι συνθήκες μεταβάλλονται προς το δυσμενέστερο και τα υποτιθέμενα οφέλη από την αναβλητικότητα είναι ανύπαρκτα. Και μόνο οι εξελίξεις στο κυπριακό και οι χαμένες ευκαιρίες που σημαδεύουν την πορεία του, θα αρκούσαν για να μας πείσουν.
Βέβαια, η μακροβιότητά του δεν είναι ανεξήγητη. Βολεύει όλες τις κυβερνήσεις που σκέφτονται σχεδόν αποκλειστικά τις επόμενες εκλογές. Επιβεβαιώνει το επί δεκαετίες καλλιεργούμενο κοινό αίσθημα ότι η ιστορία θα δικαιώσει, αργά μάλλον παρά γρήγορα, την Ελλάδα που ποτέ δεν πεθαίνει. Και, τέλος, διευκολύνει τους κυβερνώντες να ενδυθούν τη λεοντή του ενθαμύντορα, που δεν υποχωρεί, παρότι ο κόσμος προχωρεί και τα γεγονότα μας αφήνουν επικίνδυνα πίσω.
Πόσο βαθιά είναι ριζωμένη η αντίληψη αυτή στο πολιτικό σύστημα, φαίνεται και από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να σπάσει αυτή την παράδοση και να προχωρήσει στη διαπραγμάτευση και την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών. Αντιδράσεις που δεν οφείλονταν μόνο σε μικροκομματικούς υπολογισμούς ή σε εθνικιστικές ιδεοληψίες.
Ένα πρόβλημα δεκαετιών
Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα οξυμένο πρόβλημα, υπαρκτό ήδη εδώ και σαράντα πέντε χρόνια: το πρόβλημα των σχέσεων με την Τουρκία. Όσο αυτό περιοριζόταν στην τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις αναθεωρητικές διεκδικήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο, η εφαρμογή του παραδοσιακού δόγματος φαινόταν να λειτουργεί, αν και στο κυπριακό ο κίνδυνος τετελεσμένων είναι παρών. Με την «ανακάλυψη» των εν υπνώσει κοιτασμάτων στη νοτιανατολική Μεσόγειο διαμορφώθηκαν νέες συνθήκες, που προκάλεσαν πιθανόν και νέες σκέψεις. Μήπως θα μπορούσε να πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα η προκλητική απαιτητικότητα της Άγκυρας και να βρεθεί, εξαιτίας των κάκιστων σχέσεων που η ίδια καλλιεργεί με τους γείτονές της, στη δυσμενή θέση που προορίζει για τους άλλους;
Η συγκυρία στην περιοχή επέτρεπε τέτοιες σκέψεις. Συρία, Λίβανος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Κύπρος και Ελλάδα μπορούσαν μια χαρά και χωρίς εμπόδια να προχωρήσουν σε μια συνεννόηση για τον καθορισμό ΑΟΖ, με αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες και χωρίς τριβές. Η συμμετοχή της Ελλάδας και της Κύπρου σε μια τέτοια συνεργασία δεν ήταν από πολιτική άποψη εξ ορισμού απορριπτέα. Ωστόσο, αν οι υπόλοιποι μετέχοντες δεν έχουν προφανή λόγο να σκεφτούν τι θα γίνει με την Τουρκία, που είναι κι αυτή χώρα με ακτές στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και μπορεί να διεκδικήσει τα δικά της νόμιμα δικαιώματα σε ΑΟΖ στην περιοχή, Ελλάδα και Κύπρος έχουν υποχρέωση όχι ηθική, πολιτική, να έχουν καλά επεξεργασμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Και μάλιστα απάντηση που θα μπορεί να υποχρεώσει την Άγκυρα να λάβει σοβαρά υπόψη της αν όχι το διεθνές δίκαιο, τουλάχιστον την απλή λογική.
Από την άμυνα στην ενεργοποίηση
Φαίνεται, όμως, ότι η λογική των άστοχων δογμάτων στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας μπορεί να έχει δεχτεί πλήγματα με τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και με τα εμφανή πια αρνητικά αποτελέσματα που είχε στην πράξη, έχει αφήσει ωστόσο τα σημάδια της στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Ένα νέο δόγμα μοιάζει να καλλιεργείται: το δόγμα της διατήρησης των διαύλων επικοινωνίας με την Τουρκία στη βάση της συμφωνίας ότι διαφωνούμε. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει βολικό για όλους, αλλά στην πραγματικότητα εκβάλλει στο ίδιο αδιέξοδο: η ελληνική και η κυπριακή πλευρά μένουν με την εντύπωση ότι έτσι αποφεύγουν τις χειρότερες λύσεις ή τις μη επιθυμητές, ενώ στην πράξη η Τουρκία επωφελείται από την ουσιαστική απραξία τους και προβαίνει στις δικές της κινήσεις, που προωθούν τους δικούς της σχεδιασμούς και τονίζουν ακόμα περισσότερο την έλλειψη πολιτικού σχεδίου από την άλλη μεριά.
Αυτό που χρειάζεται η ελληνική εξωτερική πολιτική σήμερα, δεν είναι τόσο μια αμυντική τακτική απομόνωσης της Άγκυρας, που δεν είναι βέβαιο τι θα αποδώσει, αλλά κυρίως μια στρατηγική ένταξής της στις υπό διαμόρφωση πολυμερείς συμφωνίες οριοθέτησης των ΑΟΖ στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Στόχος που μπορεί τη στιγμή της κορύφωσης των εντάσεων να μοιάζει ανέφικτος, αλλά μπορεί να αποδειχθεί δελεαστικός για όποιον θέλει να εντάξει όσες επιδιώξεις του θεωρεί νόμιμες και θεμιτές στο γενικότερο πλαίσιο, που τώρα διαμορφώνεται εκεί διεθνικά. Είναι και ένας τρόπος να βγάλει η Ελλάδα ένα θετικό αποτέλεσμα από τις συμφωνίες και τις συνεργασίες, στις οποίες έχει οδηγηθεί τα τελευταία χρόνια στην περιοχή. Και, βέβαια, είναι ένας τρόπος να επιδιωχθεί η μεταστροφή της προκλητικότητας και της παραβατικότητας της Άγκυρας σε μια επιλογή συμμετοχής σε μια διεθνή διαδικασία. Με προβλήματα και δυσκολίες και ηγεμονισμούς από την πλευρά της πιθανότατα, αλλά με ορατή, και όχι αποκλεισμένη εξ αρχής ή εξαρτημένη από τις διαθέσεις τρίτων, την προοπτική της ειρηνικής επίλυσης των υπαρκτών ζητημάτων. Ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αναζήτησης εφικτών κοινά αποδεκτών λύσεων στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων, μπορεί να το αντιληφθεί κάποιος παρατηρώντας απλώς την εντυπωσιακή απόσταση που χωρίζει από την πραγματικότητα τους χάρτες για τα όρια των ΑΟΖ, τόσο από τουρκικής πλευράς (που αδιαφορούν για τη γεωγραφία…), όσο και των διάφορων καθ’ ημάς διεθνολογούντων (που περιορίζουν την Τουρκία σχεδόν στα χωρικά της ύδατα…).
Αυτή σαν γενική κατεύθυνση θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Αν δεν είναι η ίδια σε θέση να την προτείνει και να την υποστηρίξει, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει δείξει ότι έχει τη γνώση και το θάρρος να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη, που ταιριάζει στη ριζοσπαστική αριστερά.
ΥΓ: Δεν ξέρουμε με ποιο σκεπτικό ανακοινώνει η Λευκωσία την προσφυγή της στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ίσως αποτελέσει, πάντως, αφορμή για την έναρξη μιας διαδικασίας αναζήτησης γενικότερων λύσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, αποδεκτών από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή