Το ερώτημα που απασχολεί αυτές τις μέρες όποιον επιχειρεί να σκεφτεί στοιχειωδώς πολιτικά, είναι ποια λογική υπαγορεύει στην κυβέρνηση την καλλιέργεια και τη συντήρηση της έντασης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παραμονές της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η επιλογή τους. Ορισμένοι κουφιοκέφαλοι, μάλιστα, μιλούν για « γρηγορόπουλους» , που δήθεν θέλει η αριστερά.
Το ερώτημα γεννήθηκε όταν την επιχείρηση εκκαθάρισης του κτηρίου της ΑΣΟΕΕ, που προβλήθηκε από την κυβέρνηση ως μεγάλη επιτυχία, διαδέχθηκε η ανακοίνωση της πρυτανείας του ιδρύματος, που αποφάσισε προκλητικά, ή, τουλάχιστον, αψυχολόγητα και αναιτιολόγητα, να διακόψει τη λειτουργία του μέχρι τις 17 Νοεμβρίου. Και γεννήθηκε για τον απλούστατο λόγο ότι το πιο λογικό θα ήταν κυβέρνηση και πρυτανεία να θέλουν να δρέψουν τους καρπούς της επιτυχίας τους, δείχνοντας ότι η λειτουργία του οικονομικού πανεπιστήμιου ήταν τώρα πια δυνατόν να συνεχιστεί ομαλά, μετά την απαλλαγή του από αυτούς που υπονοείται ότι την παρεμπόδιζαν. Το να ανακοινώνεις αμέσως το κλείσιμό του, είναι σαν να δημιουργείς άλλη μια εστία έντασης, με απέναντί σου τους φοιτητές, που είναι γνωστό ότι αυτές τις μέρες, παραμονές της επετείου, οργανώνουν τη συμμετοχή τους στις μαζικές εκδηλώσεις.
Στόχος η δυσφήμιση του κινήματος
Αν κρίνουμε από τον τρόπο με τον οποίο συνεχίστηκε η αντιπαράθεση όχι μόνο κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και κυβέρνησης και φοιτητών τις επόμενες μέρες, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για εσκεμμένες ενέργειες, που δεν οφείλονται μόνο στο αυταρχικό πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο στα πανεπιστήμια πρέπει να μπαίνουμε μόνο με κάρτα εισόδου. Αποτελούν μέρος ενός σχεδίου ταύτισης του φοιτητικού κινήματος με τους «μπαχαλάκηδες», κατά την προσφιλή ορολογία που νεκρανάστησαν οι συστημικοί προπαγανδιστές. Όποιος αντιδρά στο κλείσιμο της ΑΣΟΕΕ, αντιδρά στην έξωση των «μπαχαλάκηδων», γιατί μοιράζεται μ’ εκείνους τους ίδιους σκοπούς, τα ίδια μέσα. Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, θα πείτε. Κι όμως, όσο αβάσιμο κι αν φαίνεται το εγχείρημα, με την αμέριστη βοήθεια των συστημικών μέσων, μπορεί να φέρει σημαντικά αποτελέσματα στο επικοινωνιακό πεδίο τουλάχιστο.
Οι βουλευτές και οι παντός είδους εκπρόσωποι της ΝΔ και της κυβέρνησης αυτές τις μέρες εκπληρώνουν το κατά δύναμιν αυτό το καθήκον, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν. Συνδυάζοντάς το με βολές κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που στάθηκε, όπως είχε υποχρέωση, στο πλευρό των φοιτητών. Και προσπαθούν να μας πείσουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως όποιος αντιδρά στα μέτρα της κυβέρνησης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είναι αυτονόητα παράγοντας διάλυσης των πανεπιστημίων. Δεν κάνουν καν τον κόπο να μιλήσουν για φοιτητές και φοιτητικό κίνημα. Γι’ αυτούς καλός φοιτητής είναι όποιος κοιτάει τα μαθήματά του και κλείνει τα μάτια του σε όσα συμβαίνουν γύρω του. Και κακός, κάκιστος, όποιος σηκώνει τα μάτια του από το βιβλίο και αντιδρά, όταν βλέπει να συμβαίνουν γύρω του γεγονότα που αντιβαίνουν στον πρώτο και κύριο σκοπό της παιδείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών, με πλήρη συνείδηση της υποχρέωσής τους να μην είναι «ιδιώτες», αλλά να μετέχουν των κοινών. Όπως έκαναν πάντοτε, αμφισβητώντας τη συνταγή της αντίδρασης, που τους θέλει νωθρούς, υπάκουους και με παρωπίδες, πανέτοιμους για τις «αγορές» και όχι για την αγορά.
Στοιχείο δημοκρατίας το κίνημα
Όταν ακούνε κάτι τέτοια οι υποστηριχτές της νεκρικής ευταξίας στα πανεπιστήμια, έχουν έτοιμο το αντεπιχείρημα: «Μα τώρα έχουμε δημοκρατία, δεν έχουμε χούντα, όπως το ’73!» Αγνοώντας ότι καρδιά της δημοκρατίας είναι η θεσμοθέτηση της αντιπαράθεσης, του ανταγωνισμού των αντιθέτων (και αποκρύπτοντας ότι πολλοί από αυτούς, και με μια χούντα απέναντι, την ίδια ένσταση θα είχαν…) Ακριβώς επειδή δεν έχουμε χούντα, μπορούν οι πολίτες να ενεργούν ως πολιτικά και κοινωνικά δημοκρατικά υποκείμενα και όχι σαν υπνωτισμένοι της κάθε εξουσίας κοιμώμενοι τον ύπνο του δικαίου.
Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: οι φοιτητές βγήκαν στους δρόμους κατά χιλιάδες, σε συγκεντρώσεις και πορείες που είχαν καιρό να δουν οι πόλεις μας. Άτομα και συλλογικότητες εντόπισαν αιτίες άξιες λόγου για να κινηθούν, να αρχίσουν πάλι να δρουν όχι απεγνωσμένα, αλλά ως μαζικό κίνημα εν τη γενέσει του. Οι επιλογές της κυβέρνησης φαίνεται πως είχαν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η ταύτιση με τους «μπαχαλάκηδες» μπορεί να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Αντίθετα, εξ αντιδράσεως μπορεί να αναζωογονήσει τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος στον πανεπιστημιακό χώρο.
Κι αυτό δεν άργησαν να το επισημάνουν οι οξυδερκέστεροι από τους αναλυτές, ακόμα και του φιλοκυβερνητικού συντηρητικού τύπου. Ορισμένοι από αυτούς, μάλιστα, κρατούν και αποστάσεις από τους ακροδεξιούς της κυβερνητικής πλειοψηφίας, οι οποίοι ερμηνεύουν το μονοπώλιο της κρατικής νόμιμης βίας σαν αυτονόητο δικαίωμα για ξυλοφόρτωμα, ως ύπατη μέθοδο φρονηματισμού για μικρούς και μεγάλους. Οι εύστοχες παρατηρήσεις τους, όμως, δεν φτάνουν στ’ αφτιά ανθρώπων που διακρίνονται για την ελαφρότητα της απόλυτης σιγουριάς ότι η κρίση τους είναι η μόνη ορθή, όπως ο υπουργός ΠροΠο, ή για την κενότητα του φανατισμού τους, όπως η υπουργός Παιδείας.
Σ’ έναν πρώτο απολογισμό αυτής της αντιπαράθεσης μπορούμε, λοιπόν, να εντοπίσουμε αρνητικά για τους εχθρούς του φοιτητικού κινήματος στοιχεία. Αν δεν υποτιμηθεί το γεγονός ότι βρισκόμαστε μόλις στην αρχή ενός αγώνα και όχι στη λήξη του και αν δεν γίνει το λάθος, λόγω και της χρονικής γειτνίασης με την επέτειο, να γίνουν εύκολες και αποπροσανατολιστικές ταυτίσεις (χούντα τότε, χούντα και τώρα…) και, επομένως, αν οι ίδιοι οι κινητοποιημένοι φοιτητές σκεφτούν και σχεδιάσουν τη δράση τους με όρους και συνείδηση κινήματος, τότε μπορούμε να ελπίζουμε στην παγίωση ενός πολύ καλύτερου συσχετισμού στα πανεπιστήμια και στην κοινωνία.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή