Macro

Βασίλης Ρόγγας: Ο καπιταλισμός αλλάζει πλεύση

O Lionel Barber δεν είναι ένας τυχαίος δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης των Financial Times εδώ και 14 χρόνια, «δίνει γραμμή» σε επιχειρηματίες, κυβερνήσεις και εκδότες. Πρόσφατα ο δημοσιογραφικός όμιλος του οποίου ηγείται έθεσε τη νέα του ατζέντα και την ονόμασε ακριβώς έτσι, New Agenda, εγκαινιάζοντας μια σειρά άρθρων υπέρ της αλλαγής πλεύσης του καπιταλισμού. Το editorial του Barber θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ιστορικό:
«Οι Financial Times υποστηρίζουν τον ελεύθερο επιχειρηματικό καπιταλισμό. Είναι το θεμέλιο για τη δημιουργία πλούτου που προσφέρει περισσότερες θέσεις εργασίας, περισσότερα χρήματα και περισσότερους φόρους. Το φιλελεύθερο καπιταλιστικό πρότυπο έχει φέρει ειρήνη, ευημερία και τεχνολογική πρόοδο τα τελευταία 50 χρόνια, μειώνοντας δραστικά τη φτώχεια, αυξάνοντας το βιοτικό επίπεδο σε ολόκληρο τον κόσμο. Όμως τη δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το μοντέλο βρίσκεται υπό πίεση, ιδιαίτερα στο ζήτημα της μεγιστοποίησης των κερδών και της διανομής των κερδών στους μετόχους. Αυτές οι αρχές καλής επιχειρηματικότητας είναι απαραίτητες, αλλά δεν αρκούν. Η μακροπρόθεσμη υγεία του ελεύθερου επιχειρηματικού καπιταλισμού θα εξαρτηθεί από την επίτευξη κέρδους με σκοπό. Οι εταιρείες θα καταλάβουν ότι αυτός ο συνδυασμός εξυπηρετεί το δικό τους συμφέρον, τους πελάτες και τους υπαλλήλους τους. Χωρίς αλλαγές, η συνταγή ίασης κινδυνεύει να είναι πολύ πιο επώδυνη. Ο ελεύθερος επιχειρηματικός καπιταλισμός έχει δείξει μια αξιοσημείωτη ικανότητα να επανεπινοεί τον εαυτό του. Μερικές φορές, όπως επεσήμανε με σοφή τρόπο ο ιστορικός και πολιτικός Thomas Babington Macaulay, είναι απαραίτητο να μεταρρυθμιστεί προκειμένου να διατηρηθεί. Σήμερα, ο κόσμος έχει φτάσει σε αυτή τη στιγμή. Ήρθε η ώρα για μια επανεκκίνηση».

Η μεθοδολογία

H εφημερίδα θέτει τη Νέα Ατζέντα με κάθε τρόπο. H Συντακτική Επιτροπή δημοσίευσε άρθρο στα τέλη του Αυγούστου δίνοντας κατευθυντήριες γραμμές για τη μεθοδολογία υλοποίησης της Νέας Ατζέντας:  «Οι εταιρείες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να διατυπώνουν ένα σκοπό πέρα από την απλή μεγιστοποίηση των κερδών. Η προώθηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων τους αναμφίβολα θα έρθει σε σύγκρουση με τις τριμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις τους. Η προσφορά καλύτερων συμφωνιών για τους εργαζόμενους και τους προμηθευτές ή η επένδυση σε τοπικές κοινότητες μπορεί να βελτιώσει τη συνολική απόδοση μακροπρόθεσμα, αλλά να μειώσει τα κέρδη βραχυπρόθεσμα. Οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές ή οι ακτιβιστές που αναζητούν άμεσα επιστροφή κερδών, μπορεί να αντισταθούν σθεναρά. Οι αυστηρές και σαφείς δηλώσεις που θα αφορούν τους μακροπρόθεσμους στόχους μπορούν να βοηθήσουν έτσι ώστε να πεισθούν οι αμφισβητίες. Ένας από τους τελικούς τρόπους με τους οποίους οι εταιρείες μπορούν να αποδείξουν την προσήλωσή τους σε μια προσέγγιση που αφορά όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, είναι να εξασφαλίσουν ότι δεν δρουν κατ’ αυτόν τον τρόπο έτσι ώστε να αποφύγουν πληρωμές φόρων. Η εφαρμογή κινήτρων που συνδέονται με τα λειτουργικά κέρδη είναι μια μεθοδολογία. Η προώθηση μιας κουλτούρας επενδύσεων, αντί αυξήσεων κεφαλαίου ειδικού σκοπού, θα βοηθούσε επίσης. Τα πενήντα χρόνια υπεροχής των μετόχων έχουν ενθαρρύνει το βραχυπρόθεσμο τρόπο οικονομικής συμπεριφοράς και επώασαν ένα περιβάλλον λαϊκής δυσπιστίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ένας νέος εταιρικός σκοπός έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει πλούτο περισσότερο βιώσιμα και να μοιρασεί την ευημερία πιο εξισωτικά».

Από τη συσσώρευση στην αναδιανομή

Η Rana Foroohar, οικονομική αναλύτρια στους Financial Times και το CNN είναι ακόμα πιο σαφής στο που πρέπει να κινηθεί ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Σε άρθρο της με τίτλο «Η εποχή της συσσώρευσης πλούτου τελείωσε» υπερτονίζει πως η οικονομική πίτα πρέπει να μοιραστεί πιο δίκαια και να τελειώνουμε με τα οικονομικά της προσφοράς, προσδιορίζοντας τις μάχες των καιρών μας: «Μια από τις μεγάλες πολιτικές μάχες θα αφορά  το ποιος παίρνει τι μερίδιο σε αυτό που μοιάζει να είναι μια βραδύτερα αναπτυσσόμενη πίτα, σε αυτό που φαίνεται να είναι μια πιο αργή οικονομική ανάπτυξη. Μια άλλη μάχη θα είναι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Οι αυξανόμενοι μισθοί μειώνουν τα εταιρικά περιθώρια κέρδους των ΗΠΑ και, ειλικρινά, πρέπει. Όταν οι καταναλωτικές δαπάνες αποτελούν το 70% της οικονομίας, χρειαζόμαστε  πληθωρισμό των μισθών για να εξασφαλίσουμε ότι οι άνθρωποι έχουν χρήματα να δαπανήσουν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε μια εποχή κατά την οποία οι κυβερνήσεις δεν επενδύουν και η μετάβαση από μια απτή σε μια άυλη οικονομία οδήγησε σε μειωμένες κεφαλαιουχικές δαπάνες του ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο, χρειάστηκαν τρισεκατομμύρια δολάρια σε μη συμβατική νομισματική πολιτική για να μαγειρευτούν σχετικά μικρές μισθολογικές αυξήσεις. Και για πολλούς Αμερικανούς, τα κέρδη καταναλώνονται άμεσα από τις αυξήσεις των ασφαλίστρων για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή τις τιμές των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, δύο ακόμη καυτά θέματα στο διάβα αυτής της καμπάνιας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους υφίσταται σήμερα μια ευρεία υποστήριξη για επιβολή υψηλότερων φόρων στους πιο πλούσιους. Μένει να δούμε πότε και ποια μορφή φορολογικών αυξήσεων θα πάρει. Αλλά η εποχή της αναδιανομής του πλούτου έρχεται και θα έχει σημαντικές επενδυτικές συνέπειες».

Βλάπτει λίγος σοσιαλισμός;

Οι οικονομικοί αναλυτές των Financial Times  καταλαβαίνουν πως τα οικονομικά της προσφοράς έφτασαν στο όριό τους σε ό,τι αφορά την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του συστήματος. Τούτη όμως είναι η οικονομική πλευρά. Η πολιτική έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον. Αυτό που ανομολόγητα ή και ελαφρώς ομολογημένα φοβούνται είναι το τέλος της κοινωνικής συναίνεσης, ιδιαίτερα στο δυτικό κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο σε όλες τις αναλύσεις ρίσκων των μεγάλων διεθνών οικονομικών ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών διαπιστώνεται πως η «κοινωνική έκρηξη» είναι μια από τις μεταβλητές που ολοένα και αυξάνει την τιμή της. Λίγα από τα οικονομικά της ζήτησης, φρονούν, πως θα κατευνάσουν την συσσωρευμένη δυσαρέσκεια. Το μέλλον έχει πολλά ενδεχόμενα και πισωγυρίσματα. Ας αφεθεί ανοιχτό και ας γίνει προσπάθεια από όσους τίθενται υπέρ της χειραφέτησης να είναι μέλλον που περιλαμβάνει πολύ σοσιαλισμό και όχι λίγο και γιαλαντζί.

Βασίλης Ρόγγας

Πηγή: Η Εποχή