Ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου, καταγράφοντας όμως ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό που τον καθιστά ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση και διέψευσε συστημικές Κασσάνδρες που προεξοφλούσαν τη «στρατηγική του ήττα» και προέβλεπαν το άδοξο τέλος του ως ακόμη ενός κόμματος «διάττοντος αστέρος». Η έκβαση ωστόσο των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων μολονότι επιτάσσει τον διάλογο επί της πολιτικής ουσίας, ήτοι «τι είναι και τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ» στη νέα εποχή, οδήγησε μεταξύ μιας «αριστερής μελαγχολίας» ή κατεργασίας πένθους, από τη μια, και ψευδεπίγραφων, επιδερμικών διλημμάτων από την άλλη, που εν πολλοίς συμπυκνώνονται στο «ή κεντροαριστερό αρχηγικό κόμμα ή επιστροφή στην υγειονομική ζώνη του 4% κάποιων γραφικών διαμαρτυρομένων».
Οι «προσωποποιήσεις» πολιτικών και ιδεολογικών παραμέτρων διά της αγιογραφίας ή δαιμονοποίησης (ο κακός Σκουρλέτης και ο καλός Τσίπρας και τανάπαλιν) δεν είναι μόνον αφελείς, δεν απάδουν μόνο προς τις αρχές και αξίες της Αριστεράς, αλλά συνιστούν «γιατροσόφια» και εύπεπτες παραμυθίες αδυνατώντας να διαγνώσουν προβλήματα και διλήμματα που γεννά η ιστορία.
Οι χονδροειδείς «αισθητικοποιήσεις» της πολιτικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ μέσω γκροτέσκων διπόλων του τύπου «οι γραφικοί και τεχνολογικά αγράμματοι αρειμάνιοι καπνιστές που αμπελοφιλοσοφούν περί εφόρμησης στον σοσιαλιστικό παράδεισο και οι trendy γειωμένοι followers που τουιτάρουν τους καημούς και τα βάσανα της κοινωνίας που οι άλλοι αγνοούν όντας περιπαθώς κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους», φαίνεται να λειτουργούν σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ που θα θεραπεύσει την τύφλωση πεπλανημένων παλαιοημερολογητών της Αριστεράς και θα αναβαπτίσει ένα αριστερό κόμμα σε έναν «high tech» «εκσυγχρονισμένο» κεντροαριστερό αχταρμά.
Η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ με δεδομένο το υψηλό ποσοστό (31,5%) που έλαβε στις εθνικές εκλογές είναι απολύτως αναγκαία και εύλογη, πλην όμως αδιανόητη με όρους ποσοτικούς, κοντόφθαλμα οργανωτικούς, που υπαγορεύονται από το γνωστό «ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Η οργανωτική ανασύνταξη δεν υπακούει σε κουτοπόνηρους τακτικισμούς χάριν ψηφοθηρίας, αλλά προϋποθέτει πολιτική ανασυγκρότηση, ευκρινές πρόγραμμα και διαυγές ιδεολογικό περίγραμμα επί τη βάσει των οποίων θα επιθυμούν να συμμετάσχουν νέα μέλη. Ευκταία η διεύρυνση εφόσον λειτουργήσει και ως καταλύτης υπέρβασης των εσωστρεφειών και παθογενειών που γέννησε ο εκφυλισμός τάσεων σε μικρο–βαρονίες και μηχανισμούς ανέλιξης, αλλά καταστροφική αν εκπέσει σε έναν μεταμοντέρνο χυλό.
Επιπλέον, η διεύρυνση δεν συνεπάγεται ιδεολογική μετατόπιση, αλλοίωση θέσεων και προγραμμάτων, χωρίς το τελευταίο να σημαίνει μια νεκρική ακαμψία και εμμονή σε θέσεις που η εμπειρία της διακυβέρνησης και η ιστορία ακύρωσαν και διέψευσαν. Οι ιδεοληπτικές εμμονές προσήκουν σε θεολογικά δόγματα και όχι σε αριστερά κόμματα.
Ακριβώς για αυτό, ο διάλογος περί πολιτικής ανασυγκρότησης καθίσταται απολύτως αναγκαίος, με πολύτιμη σκευή την εμπειρία 4,5 χρόνων κυβερνητικής πορείας που σηματοδότησαν οι βίαιες μεταβάσεις από τον αντι–μνημονιακό αγώνα στον επώδυνο συμβιβασμό του 2015, ο οποίος μετουσιώθηκε στην επίπονη άσκηση πολιτικής ταξικής μεροληψίας υπέρ των αδυνάτων εν μέσω μνημονιακών εξαναγκασμών, σε δημοκρατικές τομές στο πεδίο των δικαιωμάτων, στην εμβληματική Συμφωνία των Πρεσπών και στην έξοδο από την επιτροπεία που συνοδεύτηκε από θετικά μέτρα προστασίας της εργασίας και επούλωσης πληγών.
Αφετηρία ωστόσο του διαλόγου περί τη νέα ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ, που συνιστά και επιχείρημα –κατά τη γνώμη μου– εναντίον της μετάλλαξής του σε κεντροαριστερό κόμμα, οφείλει να είναι ο λόγος για τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές το 2015, έγινε η πολιτική έκφραση της ελπίδας ενός καθημαγμένου λαού αλλά και το ενοχλητικό «αντιπαράδειγμα» μιας νεοφιλελεύθερης Ευρώπης που αποπειράθηκε να το καταπνίξει εν τη γενέσει του.
Αν σε πλείστες όσες χώρες του πλανήτη οι αόρατοι της Ιστορίας, οι ηττημένοι των κρίσεων των νεοφιλελεύθερων πειραμάτων στράφηκαν ακροδεξιά, στην Ελλάδα η εναντίωση στη νεοφιλελεύθερη βία ενδύθηκε τη μορφή ενός αριστερού κόμματος που, παρά κάποιες υπερβολές και μεγαλοστομίες, αβλεψίες και παραλείψεις, ανέτοιμο ενδεχομένως –και ενίοτε σε ρόλο μαθητευόμενου μάγου– να αναλάβει τη βαρύτατη ευθύνη της κυβέρνησης μέσα στον ζόφο των ιερατείων της λιτότητας, άρθρωσε λόγο ευκρινή και κρυστάλλινο για τις ταξικές του συμμαχίες και αναφορές αλλά και για το πρόγραμμά του.
Το τελευταίο δεν αξίωνε την εδώ και τώρα έλευση του σοσιαλιστικού παραδείσου επί της Γης εκφεύγοντας της γείωσής του στα ιστορικά επίδικα, αλλά αντίθετα δεσμεύτηκε στην ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, την εμβάθυνση της δημοκρατίας που είχαν τρώσει τα μνημόνια και την εξάλειψη του πελατειακού κράτους και των συμπαρομαρτούντων του. Μα, θα αντιτείνει εύλογα κάποιος, τα παραπάνω δεν φιλοτεχνούν ήδη την εικόνα ενός κεντροαριστερού κόμματος; Προφανώς όχι!
Αναμφίβολα, στην εποχή της κατίσχυσης του νεοφιλελευθερισμού και της ανόδου της Ακροδεξιάς παγκοσμίως –με την τελευταία ενίοτε να λειτουργεί ως άλογη αντίδραση, ενίοτε ως εργαλείο ή εφεδρική δύναμη του πρώτου– αιτήματα που παραπέμπουν στη σοσιαλδημοκρατία των μεταπολεμικών δεκαετιών γίνονται θέσεις της Αριστεράς του 21ου αιώνα στον αγώνα της εναντίον της πλήρους απορρύθμισης της εργασίας, της δραματικής όξυνσης των ανισοτήτων, της καταστροφής του περιβάλλοντος, της κατάργησης πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αλλωστε, οι θέσεις και οι ιδεολογίες δεν διατυπώνονται σε ιστορικό κενό, σαν να είναι οι Δέκα Εντολές στην πέτρινη πλάκα του Μωυσή, αλλά προφανώς δεν γίνονται και «έρμαια και άβουλα» στα σκαμπανεβάσματα της Ιστορίας.
Η «κεντροαριστερά» ωστόσο, πόρρω απέχει από τα παραπάνω. Το εντέχνως θολό ιδεολογικό της περίγραμμα έδωσε ατράνταχτο θεωρητικό άλλοθι στην ανίερη συμμαχία της με τον νεοφιλελευθερισμό και στην άνευ όρων προσυπογραφή αντιλαϊκών πολιτικών, με συνέπεια την απαξίωση και απονομιμοποίησή της που άνοιξε τον δρόμο στην άνοδο ακροδεξιών μορφωμάτων που –φευ– απέσπασαν στην Ευρώπη την πολιτική υπεραξία της αντίδρασης στη λιτότητα. Οι άνευρες, χλιαρές και άτολμες διακηρύξεις που μεταφράζονται στο γνωστό «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ» οδηγούν αποδεδειγμένα ακόμη και κραταιά κόμματα στην εξαέρωση και την απονομιμοποίηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 γιατί ενσάρκωσε αγώνες και αγωνίες των «αναλώσιμων υλικών» της κρίσης, εξέφρασε τις προσδοκίες των χαμηλών κοινωνικών τάξεων που ο νεοφιλελεύθερος οδοστρωτήρας πολτοποίησε θεωρώντας τες πρόσκομμα στις επιδιώξεις του, αρθρώνοντας λόγο ευκρινή που δεν επιδεχόταν αμφισημίες και αστερίσκους. Η πολιτική ανασυγκρότηση διαμέσου ενός δημοκρατικού, ευρύτατου διαλόγου οφείλει να προηγείται της οργανωτικής διεύρυνσης και να γίνει η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεσή της. Αυτή είναι η μόνη ελπίδα της Αριστεράς για να παραμείνει η Αριστερά της ελπίδας.
Η Φωτεινή Βάκη είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιονίου Παν/μίου, π. βουλευτίνα Κέρκυρας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών