Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σαν έτοιμος από καιρό, στις 8.7.2019, πριν καν ορκιστούν οι υπουργοί του, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, εξέδωσε το υπ’ αριθμό 8 Προεδρικό Διάταγμα, ώστε, έγκαιρα και χωρίς καθυστέρηση, να μας δώσει μια πρώτη γεύση για το πώς εννοεί τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στον υπουργό Δημόσιας Τάξης [Προστασίας του Πολίτη] από τα υπουργεία Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Μεταναστευτικής Πολιτικής, και μάλιστα κρίσιμων αρμοδιοτήτων, μας αποκαλύπτει ότι για τη Ν.Δ. τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι υπόθεση δημόσιας τάξης.
Οι φυλακές και οι κρατούμενοι περνούν από το υπουργείο Δικαιοσύνης στην αρμοδιότητα του κ. Χρυσοχοΐδη, αφήνοντας μετέωρο δικαιοκρατικά το στάδιο έκτισης της ποινής. Διευρύνει ανεπίτρεπτα την ύλη του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σηματοδοτώντας την υπεροχή της αστυνομικής εκδοχής του κράτους δικαίου.
Με αστραπιαία ταχύτητα, χωρίς κανένα διάλογο ή διαβούλευση, αμφισβητεί το βασικό πυρήνα της δικαιοκρατικής πολιτικής που ισχύει χρόνια στη χώρα μας και που αναθέτει στο υπουργείο Δικαιοσύνης το δίπολο «έγκλημα και τιμωρία».
Η έκτιση της ποινής νομιμοποιείται από μια δικαστική απόφαση που εκδόθηκε μετά από μια δίκαιη δίκη. Όχι από μια αστυνομική απόφαση.
Οι θεωρίες για το σκοπό της ποινής, που έχουν προβληματίσει έντονα και διαχρονικά τους θεωρητικούς του δικαίου και έδωσαν στη σωφρονιστική πολιτική νόημα και περιεχόμενο, με ένα Προεδρικό Διάταγμα ακυρώνονται και διαγράφονται.
Μονοπωλώντας, πολιτικά και ιδεολογικά, το ζήτημα της ασφάλειας, ώστε να διαχύσει το φόβο μέσα στην κοινωνία, έρχεται να θεσμοθετήσει ανάλογα, με κριτήρια ξένα εντελώς προς τη δημοκρατική τάξη.
Το ότι όλα αυτά είναι συμβατά με το νεο-συντηρητισμό και την τρομολαγνεία είναι προφανές.
Με την αφέλεια του αδαή, «παίζει» με πράγματα που είναι άκρως επικίνδυνα και, ταυτόχρονα, ταμπού για τις ελευθερίες και την κοινωνική συνοχή.
Αυτή η επιλεκτική και αποσπασματική μεταφορά αρμοδιοτήτων από το ένα υπουργείο στο άλλο παράγει πλήθος ερωτημάτων. Προφανώς και ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει καμία επαφή με ζητήματα ισότητας, όχι μόνο κοινωνικής, αλλά και φύλου.
Δεν έχει παρακολουθήσει τους προβληματισμούς των σύγχρονων θεωρητικών για το ζήτημα των ταυτοτήτων.
Η γυναίκα είναι άξια προστασίας και υπεράσπισης, ως εργαζόμενη, ως σύζυγος, ως μάνα, ως φίλη, ως πολίτης.
Οι έμφυλες ανισότητες δεν περιορίζονται στον εργασιακό χώρο, αλλά υπάρχουν και αναπαράγονται στο σύνολο της προσωπικής, οικογενειακής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, διαμορφώνοντας στερεότυπα και προκαταλήψεις. Η πολιτεία, με συστηματικό τρόπο, μέσω της Γ.Γ. Ισότητας και του ΚΕΘΙ, προωθούσε πολιτικές ενθάρρυνσης της πολιτικής συμμετοχής των γυναικών, όπως μέσα από τις ποσοστώσεις. Είναι τυχαίο, άλλωστε, που η συμμετοχή γυναικών στο κυβερνητικό σχήμα είναι εντελώς συμβολική, επιλογή που ήδη έχει καταστήσει υπόλογο τον κ. Μητσοτάκη;
Εκεί, όμως, που η μεταφορά αρμοδιοτήτων αγγίζει τα όρια της παλινόρθωσης, που εγκαινίασε τόσο γρήγορα ο κ. Μητσοτάκης, είναι οι αρμοδιότητες του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Ως γνωστόν, πριν από το 2015 δεν υπήρχε υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, και οι αρμοδιότητες σχετικά με την είσοδο και την παραμονή αλλοδαπών τρίτων χωρών ανήκαν στη αστυνομία.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, εκτιμώντας τη σοβαρότητα του ζητήματος, συνέστησε υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, το οποίο υπήγαγε στο υπουργείο Εσωτερικών.
Οι αρμοδιότητες αυτού του υπουργείου ορίστηκαν από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και ήταν αρμοδιότητες εξαιρετικά ευαίσθητες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ανήκαν στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
Το 2015, λοιπόν, μεταφέρθηκαν στο νεοσύστατο υπουργείο η Υπηρεσία Ασύλου, η Αρχή Προσφυγών, η Υπηρεσία πρώτης υποδοχής, που ανήκαν στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, και μαζί η Γενική Γραμματεία Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής, καθώς και η ιθαγένεια, που ανήκαν στο υπουργείο Εσωτερικών.
Αυτή η μεταφορά επέτρεπε μια συνεκτική πολιτική στα δύσκολα ζητήματα του μεταναστευτικού και του προσφυγικού, αφού όλες αυτές οι αρμοδιότητες ήταν πολιτικού και δικαιοκρατικού χαρακτήρα, και όχι αστυνομικού.
Η εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων και της εσωτερικής νομοθεσίας, όπως αρμόζει σε ένα κράτος δικαίου, διέπονταν από την αρχή της νομιμότητας και όχι της σκοπιμότητας, όπως, εκ των πραγμάτων, αναδεικνύει συχνά η αστυνομική προσέγγιση.
Ήταν η εποχή που, με την κυβέρνηση Σαμαρά, η Ελλάδα γέμισε από κλειστά κέντρα κράτησης, στα οποία συνωστίζονταν μετανάστες νεοεισερχόμενοι, αλλά και παλιοί, που λόγω ανεργίας δεν μπορούσαν να ανανεώσουν την άδεια παραμονής τους, πρόσφυγες και αλλοδαποί που είχαν ανάγκη διεθνούς προστασίας, ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, βαριά άρρωστοι, έγκυες γυναίκες και ασυνόδευτοι ανήλικοι.
Η εσωτερική και διεθνής κατακραυγή για την απανθρωπιά που επικρατούσε στα κέντρα κράτησης, όπου στερούνταν την ελευθερία τους χιλιάδες άνθρωποι με την απόφαση της αστυνομίας, διαμόρφωσε ένα πλαίσιο εφάμιλλο της λογικής Όρμπαν, πριν εμφανιστεί ο Όρμπαν.
Αυτή τη σκοπιμότητα, που δεν στηρίζεται σε κανένα νόμο, επιχειρεί ο κ. Μητσοτάκης να επαναφέρει με αυτές τις αστραπιαίες αλλαγές στις οποίες προχώρησε.
Το «Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού», το οποίο έχει προαναγγείλει με κάθε τρόπο ο πρωθυπουργός, θα εφαρμοστεί συλλήβδην σε όλες εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που έχει σπεύσει ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να περιγράψει έγκαιρα.
Στους πρόσφυγες και στους μετανάστες, στους μπαχαλάκηδες και στους χούλιγκαν, στις μαφίες εντός και εκτός φυλακών, στους δράστες ήπιων και βαριών εγκλημάτων. Χωρίς στάθμιση, χωρίς ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, χωρίς διάκριση, χωρίς εγγυήσεις.
Όλοι αυτοί θα εξαιρεθούν συλλήβδην από δικαιώματα στο όνομα της τάξης. Το κράτος δικαίου θα λειτουργεί δήθεν για τους νοικοκυραίους ή για εκπροσώπους των ελίτ, που τυχαίνει να έχουν ανοικτούς λογαριασμούς με τον νόμο, ή για τη «νύχτα», που παραδοσιακά διαπλέκεται με το κράτος της Δεξιάς, ή για όσους έχουν τη δυνατότητα να υποστηριχθούν από καλοπληρωμένους δικηγόρους. Το πλήγμα για τη δημοκρατία θα είναι μεγάλο.
Κάθε νόμος που εμποδίζει την εφαρμογή του Ποινικού Δικαίου του Εχθρού θα καταργηθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Ο νόμος Παρασκευόπουλου, ο νέος Ποινικός Κώδικας και κάθε διάταξη που εξασφαλίζει ισότητα δικαιωμάτων στους παραβάτες του νόμου.
Με αυτό τον τρόπο γίνεται η μετατροπή του δικαίου σε ένα χειραγωγούμενο σύστημα, που χρησιμοποιεί ως καμουφλάζ την ηθικολογία και το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Έτσι, θα καθίσταται εύκολο, όπου δεν υπάρχει ρητή προστασία και θεσπισμένα όρια στην ποινική καταστολή, να εφαρμόζεται με άνεση η εξαίρεση και το ποινικό δίκαιο του εχθρού.
Είναι προφανές ότι, μέσω των συγκεκριμένων αλλαγών, επιχειρείται η μετατόπιση του ποινικού δικαίου από το φιλελεύθερο δόγμα στο δόγμα της ασφάλειας, της εξαίρεσης και των διακρίσεων, έτσι ώστε το Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού να γίνει ηγεμονικό.
Προβλέπονται δύσκολοι καιροί για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά δεν θα λείψουν οι άνθρωποι που θα τα υπερασπιστούν με επάρκεια και αποτελεσματικότητα.
Η Τασία Χριστοδουλοπούλου είναι πρώην βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος της Βουλής
Πηγή: Η Αυγή