Το ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται ανά ιστορικές στιγμές, ίσως επειδή η ιστορία κινείται με παλινωδίες: η απόφαση για το πώς θα ζήσουν τη ζωή τους, εδώ, οι παρούσες γενιές και όχι οι επόμενες, σε έναν μεταφυσικό «ου τόπο», έχει πάντα διλημματικό χαρακτήρα. Και στο παρελθόν αλλά και σήμερα, αν οι λαοί θα πορευτούν, εντός των βιολογικών ορίων μιας γενιάς, με το καπιταλιστικό μοντέλο ή με κάποιοι άλλο, όχι ίσως πολύ διαφορετικό, αλλά που, πάντως, θα αναζητεί ή θα δημιουργεί ρωγμές, γίνεται δίλημμα αποφασιστικής σημασίας.
Μπροστά σε μια τέτοια στιγμή βρισκόμαστε και σήμερα. Η δυστοπία του «υπαρκτού καπιταλισμού», δίχως το ανάχωμα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», βρίσκεται στις χειρότερες ιστορικές στιγμές της από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Κλειστά σύνορα, εθνικιστική παλινόρθωση, ηγεμονία ενός νέου ριζοσπαστικού ακροφιλελεύθερου λόγου, που φυσικοποιεί εκ νέου την κοινωνία και ξεπλένει τις αντιθέσεις της, οπισθοδρόμηση σε βασικά έως πρότινος κεκτημένα δικαιώματα, εργασιακά και άλλα, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν τον ζόφο. Ο μέσος άνθρωπος «εξαθλιώνεται και η αθλιότητά του αυξάνεται ταχύτερα από τον πληθυσμό και τον πλούτο»(Ένγκελς). Η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και η συσσώρευση χυδαίου πλούτου κινούνται, ξανά, πέρα από κάθε κώδικα ηθικής.
Ο δυτικός κόσμος, Ευρώπη και ΗΠΑ, στην πιο αδύναμη στιγμή του πολιτισμού των τελευταίων δεκαετιών, μεταβάλλονται σε φονικά, μεταδημοκρατικά, καθεστώτα, των οποίων ο κυρίαρχος λόγος διαμορφώνει συνειδήσεις τέτοιες που ακούν χωρίς να εξεγείρονται και το πλέον φριχτό: τη ρήση του καθωσπρέπει Κυρανάκη για επιδόματα «μόνο στους Έλληνες», στον ίδιο δρόμο σκέψης που οδήγησε στην τελική λύση, της κυριαρχίας των Αρίων «δικών μας».
Η πανουργία της Ιστορίας έφερε στην Ελλάδα, -όπως και στην Ιβηρική- μια νέα συνθήκη: σε έναν κόσμο, από τη δεκαετία του 1990, αφιλόξενο για τις ιδέες της Αριστεράς, κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις είναι εκείνες με σαφές αριστερό πρόσημο.
Στη μικρή ιστορία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ έχει πιθανώς κανείς αρκερά θολά -ολιγωρίες, σφάλματα, παραλήψεις κ.ο.κ.- να προσάψει. Αλλά μια γρήγορη ματιά στις προγραμματικές διακηρύξεις της Ν.Δ., ενός κόμματος που κινείται κατά πολύ δεξιότερα του λεγόμενου “κοινωνικού καπιταλισμού”, δείχνει το δρόμο. Αν το δίλημμα της δεκαετίας του ‘80 απαντήθηκε από τον ελληνικό λαό, καταδικάζοντας τη μεταχουντική δεξιά, σήμερα, σε μια Ευρώπη σκοτεινότερη, η καταδίκη της κυρίαρχης δεξιάς ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής είναι επιτακτικότερη. Η εμπέδωση της ταξικής μεροληψίας, όπως καταγράφηκε μέσω των προνοιακών πολιτικών, η ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα των θεμελιωδών Υγεία – Παιδεία, των προσλήψεων (1 προς 1) καθώς και οι αλλαγές των μνημονιακών νόμων στα εργασιακά, είναι υπόθεση της επόμενης τετραετίας.
Το ρήγμα στο σύστημα που επεδίωξε, και εν πολλοίς πέτυχε, η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, απειλείται από τις πολιτικές μπετόν του Κ. Μητσοτάκη: το θατσερικό μοντέλο που, ευτυχώς ανεπιτυχώς, σε μιαν άλλη ευνοϊκότερη για τις λαϊκές μάζες συγκυρία, προσπάθησε να εφαρμόσει ο πατέρας του, επιστρέφει. Η δεξιά, έχοντας μάλιστα σύμμαχο, πανευρωπαϊκά και παρά τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, μια μόνο κατ’ όνομα σοσιαλδημοκρατία, μοιάζει κυρίαρχη.
Είναι υπόθεση του κυρίαρχου λαού να παραμείνει το ελληνικό παράδειγμα εξαίρεση.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: ArtiNews