Ένα νέο στοιχείο προστέθηκε ξαφνικά φέτος στο τελετουργικό του εορτασμού του Πάσχα, με την ανοχή -αν όχι με την ενθάρρυνση- της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας.
Δεν μας έφτανε, φαίνεται, το ότι εδώ και χρόνια, στις μεγάλες πόλεις τουλάχιστον, τον Επιτάφιο κατά την περιφορά του τη Μεγάλη Παρασκευή τιμητικά τον συνοδεύουν ένοπλα στρατιωτικά τμήματα. Η συνήθεια χρόνων μάς έκανε να μην ξαφνιαζόμαστε από την κραυγαλέα αντίφαση: αποδίδονται τιμές με όπλα σ’ Εκείνον που κήρυξε το «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται»!
Δεν μας αρκούσε το ότι από το 2001 και μετά, ανελλιπώς κάθε χρόνο, το Άγιο Φως, γίνεται δεκτό στη χώρα μας με … «τιμές Αρχηγού Κράτους». Φτάνει με αεροπλάνο από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα, λες και είναι η ολυμπιακή φλόγα, του στρώνουν κόκκινο χαλί και το υποδέχεται εκπρόσωπος της κυβέρνησης, ενώ στρατιωτική μπάντα παιανίζει και στρατιωτικό άγημα παρουσιάζει όπλα. Έτσι το Άγιο Φως εμφανίζεται σαν ο τακτικότερος στην Ελλάδα επισκέπτης Αρχηγός Κράτους!
Ούτε μας έφτανε, φαίνεται, το ότι εδώ και αιώνες εξακολουθεί να αναπαράγεται το ψέμα και συνεπώς η εξαπάτηση των πιστών (εν ονόματι του Ιησού!), το ότι δηλαδή το Άγιο Φως ανάβει κάθε χρόνο, το Μεγάλο Σάββατο, μέσα στο ιερό κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου, στο ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, με τρόπο θαυματουργικό, όταν όλοι σχεδόν οι Αγιοταφίτες πατέρες γνωρίζουν ότι το ο Άγιο Φως ανάβει από ανθρώπινο χέρι. Κι αυτό το «θαύμα» συμβαίνει μόνο με τον Ορθόδοξο Πατριάρχη, που βέβαια είναι Έλληνας. Λες και δεν αρκεί για τους πιστούς Χριστιανούς το ότι το Άγιο Φως συμβολίζει την ελπίδα που πηγάζει από τον ζωηφόρο Τάφο του Χριστού. Χρειάζεται κάποιο επιπρόσθετο θαύμα! «Ο Θεός είναι υποχρεωμένος, αναγκασμένος, να προσέρχεται ανελλιπώς στο ραντεβού του με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, στο συγκεκριμένο σημείο, και να θαυματουργεί!», όπως γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στον στοχαστικό πρόλογό του για το αποκαλυπτικό βιβλίο του (πιστού Χριστιανού) Δημήτρη Αλικάκου «Λύτρωση – Περί του Αγίου Φωτός» (Εκδόσεις Εκκρεμές, 2019).
Κι ούτε μας έφτανε, όπως φαίνεται, η ανάκρουση του εθνικού ύμνου, σε κάποιες μητροπόλεις, την ώρα που τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου χτυπούν οι καμπάνες των ναών, φεγγοβολούνε τα κεριά και ψάλλεται το «Χριστός ανέστη». Ανάκρουση που προσβάλλει την ουσία του Χριστιανισμού, την οικουμενικότητά του, περιορίζοντάς τον σε εθνικά όρια, μετατρέποντάς τον σε κρατική θρησκεία.
Δεν μας αρκούσαν λοιπόν όλα αυτά, άλλα φανφαρονικά, άλλα γελοία, άλλα δεισιδαιμονικά, και πάντως οπωσδήποτε ασεβή.
Φέτος, λόγω επικαιρότητας εξ αιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών, σε κάποιες εκκλησίες, ακόμη και σε μοναστήρια της Βόρειας Ελλάδας, ακούστηκε το βράδυ της Ανάστασης, μετά το «Χριστός ανέστη», και το «Μακεδονία ξακουστή». Λέτε να καθιερωθεί κι αυτό σαν στοιχείο της «παράδοσης», όπως τα προηγούμενα;
Και μολονότι δεν είναι το θέμα του σύντομου αυτού σημειώματος η σχέση του συγκεκριμένου τραγουδιού με την παράδοση, αξίζει εν τούτοις επιγραμματικά να αναφερθεί ότι, όπως έχει δείξει η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη στο βιβλίο της «Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016), «πρόκειται για το πιο ηχηρό παράδειγμα πολιτισμικής κατασκευής». Και τούτο, διότι: α) μουσικολογικά, δεν πρόκειται για «παραδοσιακή» μελωδία, β) κινησιολογικά, το χορευτικό βήμα παρουσιάζει έλλειμμα εντοπιότητας, δημιουργικής φαντασίας και αυθεντικότητας, γ) μορφολογικά, ο στίχος δεν παραπέμπει στις συμβάσεις του δημοτικού τραγουδιού και δ) το περιεχόμενο του στίχου διαφέρει από αυτό των δημοτικών τραγουδιών.
Κατά δε τον μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη, η μουσική του «Μακεδονία ξακουστή» αντλεί από σεφαραδίτικο τραγούδι, που δημιουργήθηκε για τα εγκαίνια του πρώτου εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης, το 1873.
Τι σχέση λοιπόν μπορεί να έχει ένα τέτοιο τραγούδι με το χριστιανικό Πάσχα; Για κάθε, όχι αναγκαστικά πιστό, αλλά απλώς λογικό άνθρωπο, καμιά.
Και γιατί πρέπει να τραγουδιέται ή να παιανίζεται από μπάντες την ώρα της Ανάστασης στους περίβολους των ναών; Διότι, όπως φαίνεται, για κάποιους Χριστιανούς, το συγκλονιστικό «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας» δεν είναι αρκετό. Θέλει συμπλήρωση. Το πανανθρώπινο πρέπει να υποταχθεί στο λεγόμενο εθνικό, αυτό που για την πίστη είναι αιώνιο και αληθινό υπάρχει ανάγκη να εξυπηρετήσει το πρόσκαιρο και σκόπιμο. Ο Χριστός δεν αρκεί να είναι Θεάνθρωπος. Πρέπει να είναι και Έλληνας. Αλλά μάλλον κι αυτό δεν φτάνει απ’ ό,τι δείχνουν τελευταία τα πράγματα: χρειάζεται νάναι και Μακεδόνας!
Κάπως έτσι όμως δημιουργούνται μερικές φορές συνήθειες και «παραδόσεις», όχι απλά άσχετες αλλά εντελώς αντίθετες με το αληθινό νόημα των εορταζόμενων γεγονότων. Και άντε μετά να βρεθεί κάποιος εχέφρων άνθρωπος, που θα τολμήσει να πάρει την ευθύνη να τις καταργήσει!
Θέμης Αχτσιόγλου