Ο μεγάλος μαρξιστής θεωρητικός Λουί Αλτουσέρ έλεγε για την ιδεολογία ότι «συγκροτεί (ή “εγκαλεί”) τα άτομα ως υποκείμενα». Με πιο απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι η ιδεολογία (η όποια ιδεολογία – πολιτικού, θρησκευτικού, εθνικού, φυλετικού ή άλλου είδους) διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, επιθυμούμε και πράττουμε στην καθημερινότητά μας και γενικότερα.
Πριν από περίπου δύο μήνες («Εφ.Συν.», 5.2.2019 – «Η διάχυση της ακροδεξιάς ιδεολογίας»), επινόησα τον νεολογισμό «νεοφιλοφασισμός». Ο όρος προφανώς αναφέρεται στη σύζευξη που παρατηρούμε, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και Ακροδεξιάς, τόσο στο επίπεδο της ιδεολογίας όσο και σε εκείνο των πραγματικών κοινωνικο-πολιτικών πρακτικών και συστημάτων εξουσίας. Τα δύο επίπεδα εννοείται πως αλληλοδιαπλέκονται στενότατα, δεδομένου ότι, και πάλι σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, η ιδεολογία υπάρχει σε υλικούς μηχανισμούς και επιφέρει πρακτικά αποτελέσματα. Θα είχε ωστόσο κάποιο ενδιαφέρον να διερευνήσουμε πώς η εν λόγω σύζευξη διεκπεραιώνεται στο επίπεδο το ειδικά ιδεολογικό, ήτοι στη διαδικασία που συγκροτεί τα άτομα ως υποκείμενα.
Η συγκρότηση υποκειμένων από τον νεοφιλοφασισμό καταδεικνύει, υπό μία έννοια, την «ολοκλήρωση» της σχέσης μεταξύ Ακροδεξιάς και νεοφιλελευθερισμού. Αλλιώς, στο καθαρά πρακτικό επίπεδο, νεοφιλελευθερισμός και Ακροδεξιά μπορούν να συνυπάρχουν διατηρώντας η κάθε πλευρά τη σχετική της αυτονομία. Για παράδειγμα, μια νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική πολιτική μπορεί να συνυπάρχει με μια άκρως ρατσιστική πρακτική παρακρατικών ομάδων ή και του ίδιου του κράτους εναντίον μεταναστών, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκην πως η πρώτη είναι και φασιστική ή η δεύτερη και νεοφιλελεύθερη. Απλώς συνυπάρχουν. Το να συγκροτείται όμως η σκέψη, η επιθυμία και κατά συνέπεια η εθελούσια πρακτική των ατόμων κατά τρόπο ταυτόχρονα νεοφιλελεύθερο και φασιστικό είναι κάτι που αναπόφευκτα προϋποθέτει ή οδηγεί σε μια βαθύτερη ενότητα, που έχει να κάνει ακριβώς με τη –στοιχειώδη, έστω– ενότητα της προσωπικότητας του κάθε ατόμου.
Εκ πρώτης όψεως, η βαθύτερη ενότητα στο επίπεδο της ατομικής υποκειμενικότητας φαίνεται δύσκολη αν όχι αδύνατη. Και τούτο διότι ο νεοφιλελευθερισμός ως ιδεολογία είναι η ιδεολογία του ακραιφνούς ατομοκεντρισμού, ενώ η ακροδεξιά ιδεολογία, δηλαδή ο φασισμός ως ιδεολογία, είτε ως ακραίος εθνικισμός είτε ως επιθετικός ρατσισμός είτε ως συνδυασμός και των δύο, στηρίζεται αναπόφευκτα σε κάποια έννοια συλλογικότητας. Στην ιδεολογία όμως, ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με πρακτικό λόγο, δηλαδή με λόγο που ενσωματώνεται σε πρακτικές, οι όποιες αντιφάσεις δεν κρίνονται με όρους τυπικής λογικής. Επιλύονται στην πράξη.
Τα νεοφιλελεύθερα υποκείμενα είναι ατομοκεντρικά, και μάλιστα διακατέχονται από τον ανταγωνιστικό ατομοκεντρισμό. Τα πάντα υποτάσσονται στον στόχο της επαύξησης του προσωπικού τους οφέλους διά μέσου του ανταγωνισμού με τα άλλα άτομα. Αλλά τούτος ακριβώς ο ανταγωνιστικός ατομοκεντρισμός είναι που τα συνδέει πρακτικά με την ιδιαίτερη συλλογικότητά τους: με την τάξη των καπιταλιστών ή ευρύτερα με το σύνολο των ατόμων που αποδέχονται στην πράξη τους κανόνες ενός γενικευμένου καπιταλιστικού συστήματος – πρώτιστος εκ των οποίων είναι ο κανόνας του ανταγωνισμού της αγοράς, η οποία επεκτείνεται σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κατά συνέπεια, η ατομοκεντρική ανταγωνιστικότητα συμπληρώνεται εμπράκτως από μια ταξική ή συστημική ανταγωνιστικότητα, έναντι του ταξικού αντιπάλου (ήτοι των εργαζομένων) ή των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων (δηλαδή της Αριστεράς). Πρακτικά, το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο συγκροτείται ως τέτοιο εντασσόμενο στη συλλογικότητα της αστικής τάξης και της αντι-Αριστεράς.
Τα άτομα που συγκροτούνται ως υποκείμενα από την ιδεολογία του ακραίου ρατσισμού ή/και εθνικισμού έχουν σημείο αναφοράς μια συλλογικότητα η οποία εκ προοιμίου είναι ανταγωνιστική προς άλλες συλλογικότητες, που επίσης εκ των προτέρων θεωρούνται κατώτερες: κατώτερες φυλές, κατώτερα έθνη. Στην πράξη, διαφέρει από την ατομοκεντρική ανταγωνιστικότητα του νεοφιλελευθερισμού κατά το ότι εκδηλώνεται με πολέμους ή έστω με άσκηση βίας έναντι «αλλοφύλων» ή αλλοεθνών, και όχι με τον ανταγωνισμό της αγοράς που απαιτεί μια στοιχειώδη αποφυγή της άμεσης άσκησης βίας.
Τούτη η διαφορά με τον νεοφιλελευθερισμό όμως δεν ισχύει απαραίτητα ως προς την ταξική και αντι-αριστερή ανταγωνιστικότητα του τελευταίου. Η παροιμιώδης πλέον φράση γνωστού στελέχους της Νέας Δημοκρατίας, ότι στον Εμφύλιο «οι κομμουνιστές σκότωναν Ελληνες», πέραν του ότι αποτελεί ένδειξη εμφανέστατης πλέον σύνδεσης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την προδικτατορική Ακροδεξιά της «εθνικοφροσύνης», είναι και υποδειγματική, θα λέγαμε, έκφανση της συγκρότησης του νεοφιλοφασιστικού υποκειμένου. Στο πολιτικό ασυνείδητο των συμπολιτών μας που σκέφτονται κατά παρόμοιο τρόπο (και δυστυχώς δεν είναι λίγοι, αν κρίνουμε από τα ποσοστά συσπείρωσης της Ν.Δ.), θανάσιμοι εχθροί του έθνους και κομμουνιστές (τότε) ή αριστεροί (τώρα) είναι ένα και το αυτό.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών