Χωρίς κατηγορία

Έλιοτ Έιμπραμς: Η επιστροφή του «υπουργού των βρόμικων πολέμων»

Η ανακοίνωση, από τον Aμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάικλ Πομπέο, του διορισμού του νεοσυντηρητικού Έλιοτ Άμπραμς στη θέση του ειδικού απεσταλμένου στη Βενεζουέλα, στις 25 Ιανουαρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Τύπος ερμήνευσε την απόφαση να ανατεθεί η υλοποίηση της ανατροπής του Προέδρου Νικολάς Μαδούρο στο συγκεκριμένο πρόσωπο ως κήρυξη ανεξαρτησίας του Πομπέο απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ. Μάλιστα, ο άτυχος προκάτοχός του Ρεξ Τίλερσον -πρώην πρόεδρος και γενικός διευθυντής της ExxonMobil- είχε ελπίσει ότι εκείνος θα προσλάμβανε τον Άμπραμς. Ο Τραμπ όμως ήταν αντίθετος σε αυτό, παρά την παρασκηνιακή άσκηση πιέσεων εκ μέρους του ακροδεξιού χορηγού Σέλντον Άντελσον – ο οποίος, κατά τ’ άλλα, φαίνεται πως παίρνει αυτό που θέλει από τον Πρόεδρο. Ο λόγος της άρνησης; Ο Άμπραμς είχε συνεργαστεί με άλλους νεοσυντηρητικούς προκειμένου να ασκήσουν κριτική στον Τραμπ κατά τις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών το 2016. Ακόμη και οι προσπάθειες του γαμπρού του Προέδρου, Τζάρεντ Κούσνερ, αποδείχτηκαν άκαρπες, καθώς ο τότε σύμβουλός του, Στιβ Μπάνον, είχε καταφέρει να πείσει τον ένοικο του Λευκού Οίκου ότι η φήμη τού Άμπραμς ως «υπέρμαχου της παγκοσμιοποίησης» τον εξέθετε.

Σύμφωνα με το περιοδικό «Bloomberg», η προαγωγή του Άμπραμς φανερώνει μια «στροφή»: «Οι θέσεις του είναι αντιπροσωπευτικές μιας εξωτερικής πολιτικής που ο Τραμπ είχε χλευάσει κατά την προεκλογική εκστρατεία τουπροπάντων την υποστήριξη του πολέμου στο Ιράκ, την οποία επέκρινε από καιρό. Εντούτοις, ο Άμπραμς, όπως άλλωστε και ο Πρόεδρος, φαίνεται πως έχει αλλάξει»1. Η αντίληψη πως «οι άνθρωποι αλλάζουν» περιλαμβάνεται μεταξύ των εξηγήσεων που έδωσε ο Άμπραμς προκειμένου να κάνει να ξεχαστεί ο ρόλος του στο σκάνδαλο Ιρανγκέιτ (όταν η κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρίγκαν είχε υποστηρίξει οικονομικά τους Κόντρας εναντίον των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, πουλώντας όπλα στην Τεχεράνη), παρουσιάζοντάς τον ως ασήμαντο. Έχοντας ωστόσο εμπλακεί σε αυτή την υπόθεση, ο Άμπραμς αναγκάστηκε να ομολογήσει την ενοχή του σε δύο κατηγορητήρια για απόκρυψη πληροφοριών από το Κογκρέσο. Διαγράφηκε από τον δικηγορικό σύλλογο της Περιφέρειας της Κολούμπια (Ουάσιγκτον), πριν του απονεμηθεί χάρη από τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο. «Δεν πιστεύω ότι αυτό έχει την παραμικρή σημασία», έχει σχολιάσει πρόσφατα. «Δεν μας ενδιαφέρουν εκείνα που συνέβησαν τη δεκαετία του 1980, αλλά αυτά που συμβαίνουν το 2019»2.

Κρίνοντας από το παρελθόν του Άμπραμς, υπάρχει ο κίνδυνος το 2019 να είναι ολέθριο για τον λαό της Βενεζουέλας. Ήταν δευτερεύων βοηθός στο Κογκρέσο πριν από τον διορισμό του στην κυβέρνηση Ρίγκαν σε μια σειρά θέσεων σχετικών με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κεντρική Αμερική, ενεργός εκ νέου στη δεύτερη κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, ενώ στη συνέχεια διαδραμάτισε μαχητικό ρόλο στους κόλπους μιας δεξαμενής σκέψης, του Council on Foreign Relations (Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων), και πολλών συντηρητικών εβραϊκών οργανώσεων. Με εξαίρεση τους Χένρι Κίσινγκερ και Ντικ Τσέινι, λίγοι ήταν οι Αμερικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι που έκαναν τόσα πολλά προκειμένου να ενθαρρύνουν τα βασανιστήρια και τις μαζικές δολοφονίες στο όνομα της δημοκρατίας. Μετά το Ιρανγκέιτ, η προαγωγή του στα υψηλά κλιμάκια της αμερικανικής εξωτερική πολιτικής, με τη βοήθεια από τα μέσα ενημέρωσης που τον κάνουν να φαίνεται ευυπόληπτη προσωπικότητα, φωτίζει την πραγματικότητα αυτού του μικρόκοσμου. Ιδίως το γεγονός ότι διόλου δεν τον απασχολούν οι αξίες που οι Αμερικανοί πολιτικοί δεσμεύονται τακτικά να υπερασπιστούν.

Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του, στην υπηρεσία των Δημοκρατικών γερουσιαστών Χένρι «Σκουπ» Τζάκσον και Ντάνιελ Πάτρικ Μόινιχαν, ο Άμπραμς συμβάλλει στις προσπάθειες των νεοσυντηρητικών ώστε το Δημοκρατικό Κόμμα της δεκαετίας του 1970 να ασπαστεί τον πολεμικό παρεμβατισμό. Όμως, απομακρυσμένοι από υψηλές κυβερνητικές θέσεις από τον Τζίμι Κάρτερ, καταλήγουν να αλλάξουν πορεία. «Ήμαστε εντελώς αποκλεισμένοι», παραπονιόταν ο Άμπραμς. «Μας δόθηκε μόνο μια ασήμαντη θέση: ειδικός διαπραγματευτής. Όχι για την Πολυνησία. Ούτε για τη Μακρονησία. Αλλά για τη Μικρονησία»3. Αφού βολεύτηκε στο εσωτερικό της κυβέρνησης Ρίγκαν, αναρριχήθηκε γρήγορα στο υπουργείο Εξωτερικών. Περνά από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, αρχικά για τους διεθνείς οργανισμούς, στη συνέχεια -αρκετά ειρωνικά- για τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και, τέλος, για τις διαμερικανικές σχέσεις. Σε αυτήν την τελευταία θέση προστατεύει τον υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς από τα πυρά των ριγκανικών που ήθελαν να εμπλακούν σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, ξεκινώντας μια σειρά συγκρούσεων δι’ αντιπροσώπων στην Κεντρική Αμερική.

Σπάνια η λατινοαμερικανική Ακροδεξιά θα έχει έναν τόσο δραστήριο Αμερικανό σύμμαχο σαν τον Άμπραμς. Ακόμη κι όταν κορυφώνονται οι αντιδράσεις εξαιτίας της σφαγής εκατοντάδων, ή και χιλιάδων, αθώων χωρικών στο Σαλβαδόρ, στη Νικαράγουα, στη Γουατεμάλα ή ακόμη και στον Παναμά (στον οποίον τελικά εισέβαλε ο πρεσβύτερος Τζορτζ Μπους), εκείνος πάντα καταφέρνει να βρει έναν αποδιοπομπαίο τράγο προκειμένου να συγκαλύψει την ευθύνη του: τους δημοσιογράφους, τους αγωνιστές υπέρ της δικαιοσύνης, ακόμη και τα θύματα.

Τον Μάρτιο του 1982, ο Γουατεμαλανός στρατηγός Εφραΐν Ρίος Μοντ καταλαμβάνει την εξουσία με πραξικόπημα. Ο Άμπραμς, τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σπεύδει να τον συγχαρεί για τη «σημαντική πρόοδο» στο ζήτημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τονίζει το γεγονός ότι «ο αριθμός των αθώων πολιτών που σκοτώθηκαν έχει μειωθεί σημαντικά»4. Την ίδια στιγμή ωστόσο, σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένο έγγραφο, το υπουργείο Εξωτερικών λαμβάνει «βάσιμους ισχυρισμούς περί σφαγών αυτοχθόνων ανδρών, γυναικών και παιδιών, οι οποίες διαπράχθηκαν από τον στρατό σε απομακρυσμένη περιοχή». Αυτό ποσώς εμποδίζει τον Άμπραμς να ζητήσει από το Κογκρέσο την παροχή πιο εξελιγμένου οπλισμού στους Γουατεμαλανούς στρατιωτικούς, με την αιτιολογία ότι «η πρόοδος πρέπει να επιβραβευθεί και να ενθαρρυνθεί». Το 2013, η Επιτροπή Ιστορικής Διαλεύκανσης, που συστάθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, έκρινε τον στρατηγό Ρίος Μοντ ένοχο για πράξεις γενοκτονίας απέναντι στους Μάγια Ισίλ της περιφέρειας Κίτσε.

Διορισμένος το 1985 στη θέση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών για τις διαμερικανικές σχέσεις, ο Άμπραμς δεν σταματά να επικρίνει τις οργανώσεις οι οποίες καταγγέλλουν τις μαζικές δολοφονίες που διαπράττονται από τον στρατηγό δικτάτορα Ρίος Μοντ και κατόπιν από τους διαδόχους του, Όσκαρ Μεχία Βικτόρες και Μάρκο Βινίσιο Σερέσο Αρέβαλο. Τον Απρίλιο του 1985, η Γουατεμαλανή ακτιβίστρια Μαρία Ροσάριο Γοδόι ντε Κουέβας, ηγέτις της Grupo de Apoyo Mutuo (Ομάδα Αμοιβαίας Υποστήριξης), μιας οργάνωσης που συσπειρώνει μητέρες εξαφανισμένων, βρίσκεται νεκρή μέσα σε ένα τρακαρισμένο αυτοκίνητο, μαζί με τον τρίχρονο γιο και τον αδελφό της. Μη αρκούμενος να υποστηρίζει το (ελάχιστα πιστευτό) ενδεχόμενο του ατυχήματος που χρησιμοποιεί σαν επιχείρημα το καθεστώς, ο Άμπραμς προβαίνει σε δικαστικές διώξεις όσων ζητούν την έναρξη έρευνας. Όταν οι «New York Times» δημοσιεύουν μια ανοιχτή επιστολή στην οποία αμφισβητούνται οι αριθμοί του υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με το ζήτημα των μαζικών δολοφονιών -συνταγμένη από μια γυναίκα, αυτόπτη μάρτυρα εκτέλεσης με συνοπτική διαδικασία που έλαβε χώρα μέρα μεσημέρι στη Γουατεμάλα και για την οποία δεν έγινε αναφορά από τον Τύπο-, ο Άμπραμς απευθύνει στον αρχισυντάκτη μια επιστολή και ψεύδεται απροκάλυπτα. Φτάνει σε σημείο να αναφερθεί σε ένα φανταστικό άρθρο, δημοσιευμένο σε μια ανύπαρκτη εφημερίδα, προκειμένου να αποδείξει ότι όντως είχε γίνει λόγος γι’ αυτή τη δολοφονία από τα μέσα ενημέρωσης.

Το 1982, οι «New York Times» και η «Washington Post» δημοσιεύουν άρθρα αναφερόμενα σε μια σφαγή που είχε διαπραχθεί έναν χρόνο νωρίτερα στο χωριό Ελ Μοσότε του Σαλβαδόρ από δυνάμεις στρατού συγκροτημένες και εξοπλισμένες από τις ΗΠΑ. Σπεύδοντας να βοηθήσει τους δολοφόνους, ο Άμπραμς δηλώνει ενώπιον μιας επιτροπής της Γερουσίας ότι τα άρθρα «στερούνται αξιοπιστίας» και ότι «προφανώς» επρόκειτο για «γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν» οι αντάρτες. Το 1993, η Επιτροπή για την Αλήθεια των Ηνωμένων Εθνών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πέντε χιλιάδες πολίτες δολοφονήθηκαν «ηθελημένα και συστηματικά» στο Ελ Μοσότε.

Το 1985, όταν ο δικτάτορας του Παναμά Μανουέλ Νοριέγκα διατάσσει τον βασανισμό και τη δολοφονία δι’ αποκεφαλισμού του αντάρτη Ούγο Σπαδαφόρα, ο Άμπραμς παρεμβαίνει στο υπουργείο Εξωτερικών και στο Κογκρέσο προκειμένου να αποσιωπήσει την υπόθεση: «[Ο Μανουέλ Νοριέγκα] μάς βοηθά πολύ», εξηγεί. «(…) Δεν αποτελεί πραγματικά πρόβλημα. (…) Οι Παναμέζοι μάς υποσχέθηκαν πως θα μας βοηθούσαν να καταπολεμήσουμε τους Κόντρας. Εάν τον διώξετε δικαστικά, δεν θα μπορέσουμε να στηριχτούμε σε αυτούς»5.

Ο Άμπραμς βρίσκεται εμπλεγμένος στο σκάνδαλο Ιρανγκέιτ σε πολλά επίπεδα. Το 1986, ένας Αμερικανός μισθοφόρος πιλότος καταρρίπτεται ενώ μεταφέρει παράνομα όπλα στους Νικαραγουανούς Κόντρας. Τότε ο Άμπραμς εμφανίζεται στο CNN για να διαβεβαιώσει ότι η αμερικανική κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν εμπλέκεται σε αυτές τις πτήσεις. «Θα ήταν παράνομο», εξηγεί. «Δεν έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε και δεν θα το κάνουμε. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν ενέργεια της αμερικανικής κυβέρνησης. (…) Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αν σκοτώθηκαν Αμερικανοί και καταρρίφθηκαν τα αεροσκάφη τους, είναι διότι το Κογκρέσο δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια [προκειμένου να χρηματοδοτήσει τους Κόντρας]». Κατόπιν επαναλαμβάνει, ενώπιον δύο επιτροπών του Κογκρέσου, ότι η πτήση «ούτε είχε οργανωθεί ούτε είχε διαταχθεί ούτε είχε χρηματοδοτηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση». Διαβεβαιώνει επανειλημμένα το Κογκρέσο ότι «αποστολή του υπουργείου Εξωτερικών [όσον αφορά τη βοήθεια στους Κόντρας] δεν ήταν να συγκεντρώνει κεφάλαια, αλλά να προσπαθεί να τα αποκτά από το Κογκρέσο». Ψεύδεται κατά συρροή. Οι παραδόσεις του οπλισμού χρηματοδοτούνται από τον αντισυνταγματάρχη Όλιβερ Νόρθ και από τη CIA. Την περίοδο που κάνει αυτές τις δηλώσεις, ο Άμπραμς μόλις έχει επιστρέψει από το Μπρουνέι, όπου είχε συγκεντρώσει χρήματα για τους Κόντρας. Το 1991, η αποκάλυψη όλων αυτών των παραχαράξεων της αλήθειας τού στοιχίζει την καταδίκη για απόκρυψη πληροφοριών από το Κογκρέσο.

Στη συνέχεια, ο Άμπραμς δεν καταφέρνει να αναμειχθεί στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον, προσλαμβάνεται όμως από τον διάδοχό του, τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, προκειμένου να εργαστεί στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας σε θέματα σχετικά με το Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Η μεγαλύτερη επιτυχία του εκείνη την περίοδο, όπως αποκάλυψε ο Ντέιβιντ Ρόουζ στο «Vanity Fair», είναι ότι εμπόδισε τις εκλογές του 2006 να οδηγήσουν στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ της Χαμάς και της Φατάχ στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα, συνωμοτώντας με τη δεύτερη ώστε να εξαναγκάσει την εκλεγμένη κυβέρνηση, στην οποία πλειοψηφούσε η Χαμάς, να εξοριστεί στη Γάζα6. Ο χειρισμός αυτός επισφραγίζει μια -αγεφύρωτη, καθώς φαίνεται- διάσπαση μεταξύ των δύο παρατάξεων, που είναι ανίκανες πλέον να διαπραγματευτούν διαρκή ειρήνη με το Ισραήλ (εφόσον το Ισραήλ θα ήταν διατεθειμένο για κάτι τέτοιο). Τέλος, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα «The Guardian»7, ο Άμπραμς φέρεται να είχε ενθαρρύνει το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2002 στη Βενεζουέλα, ενάντια στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Ούγκο Τσάβες (το οποίο απέτυχε μετά από τεράστια λαϊκή κινητοποίηση).

Κανένα από αυτά τα ανδραγαθήματα δεν εμπόδισε το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων να κάνει τον Άμπραμς μόνιμο μέλος του το 2009, προσδίδοντάς του με αυτόν τον τρόπο μια νομιμοποίηση «ειδήμονα». Αυτή η ονομαστή δεξαμενή σκέψης εξέφρασε μόνο κάποια αμηχανία όταν ο νεοπροσληφθείς μέμφθηκε τον Μπαράκ Ομπάμα για το ότι όρισε στη θέση του υπουργού Άμυνας τον Τσαρλς Χάγκελ – έναν «αντισημίτη» που «φαίνεται πως έχει θέματα με τους Εβραίους», κατά τον ίδιο (National Public Radio, 7 Ιανουαρίου 2013). Ο Ρίτσαρντ Χάας, ο διευθυντής του οργανισμού αυτού, έκρινε το σχόλιο «παράλογο» (ABC, 13 Ιανουαρίου 2013). Παρ’ όλα αυτά, κανένα μέλος δεν φαίνεται να ενοχλείται από τη συμμετοχή του σε εκλογικές λαθροχειρίες, σφαγές ή γενοκτονίες. Ο διορισμός του στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων και τώρα στη θέση του ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα δείχνει την επιρροή των συντηρητικών στην αμερικάνικη εξωτερική πολιτική.

 

1. Jennifer Jacobs και Nick Wadhams, «“Never Trumpers” can get State Department jobs with Pompeo there», Bloomberg, Νέα Υόρκη, 31 Ιανουαρίου 2019.

2. Αναφέρεται από Grace Segers, «US envoy to Venezuela Elliott Abrams says his history with Iran-Contra isn’t an issue», CBS News, 30 Ιανουαρίου 2019, www.cbsnews.com

3. Αναφέρεται από Sidney Blumenthal, «The Rise of the Counter-Establishment. The Conservative Ascent to Political Power», Union Square Press, Νέα Υόρκη, 2008 (1η έκδοση: 1988).

4. Elisabeth Malkin, «Trial on Guatemalan civil war carnage leaves out U.S. role», «The New York Times», 16 Μαΐου 2013.

5. Αναφέρεται από Stephen Kinzer, «Overthrow: America’s Century of Regime Change From Hawaii to Iraq», Times Books, Νέα Υόρκη, 2006.

6. David Rose, «The Gaza bombshell», Hive, 3 Μαρτίου 2008, www.vanityfair.com

7. Ed Vulliamy, «Venezuela coup linked to Bush team», «The Guardian», Λονδίνο, 21 Απριλίου 2002.

 

O Eric Alterman είναι ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος

Επιμέλεια: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

Πηγή: Η Αυγή