Το σχήμα είναι παλιό. Οι κεφαλαιοκράτες συσσωρεύουν κεφάλαια και τα συσσωρευόμενα κεφάλαια συσσωρεύονται με μεγαλύτερο ρυθμό από ό,τι μπαίνουν νέα κεφάλαια στην οικονομία. Παράλληλα, οι άνθρωποι παίρνουν δάνεια, όταν η οικονομία αναπτύσσεται, προσπαθώντας να μεγαλώσουν τις επιχειρήσεις τους ή να πάρουν ένα σπίτι. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, λοιπόν, το ρευστό που κυκλοφορεί λιγοστεύει πολύ και δημιουργείται κρίση ρευστότητας. Το αποτέλεσμα είναι ότι αυξάνεται η αξία του χρήματος και πέφτει η αξία όλων των άλλων πραγμάτων, είτε αυτά είναι ακίνητα είτε μισθοί είτε αυτοκίνητα είτε χοιρινό κρέας, κι όλα αυτά ενώ οι δυνατότητες να αποπληρώσουν οι άνθρωποι τα δάνειά τους όπως είναι φυσικό περιορίζονται κι αυτές σημαντικά. Έτσι, έρχονται οι κεφαλαιοκράτες με τα συσσωρευμένα κεφάλαια και εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες. Αγοράζουν, δηλαδή, ή κατάσχουν τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί. Το είδαμε και το βλέπουμε στην Ελλάδα, είναι η κεντρική ιδέα πίσω από την εσωτερική υποτίμηση, το σύνθημα των πλασιέ των μνημονίων. Δεν έχετε λεφτά να ξεπληρώσετε τα δάνειά σας; Θα γίνουν όλα φθηνότερα, θα οργανώσετε ξεπούλημα, και θα έρθουν αυτοί που έχουν λεφτά και θα σας δώσουν λεφτά για να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες.
Αυτό το σχήμα είναι καταπληκτικό, αν είσαι κεφαλαιοκράτης. Ξαφνικά βλέπεις ότι, εκεί που μπορούσες να αγοράσεις ένα ακίνητο σε μια ακριβή περιοχή, τώρα μπορείς να αγοράσεις τρία. Πληρώνεις τους υπαλλήλους σου πολύ λιγότερα λεφτά, οπότε μπορείς να αγοράσεις εξοπλισμό για την επιχείρηση, ακίνητα, τέχνη, χρυσαφικά, κι όταν μπουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αρκετά λεφτά στην αγορά και ξαναρχίσουν να ανεβαίνουν πάλι οι τιμές, εσύ θα έχεις προλάβει να μαζέψεις πολύ πλούτο.
Αν δεν είσαι κεφαλαιοκράτης, όμως, αν είσαι οποιοσδήποτε άλλος (και με δεδομένο ότι είναι πάρα πολύ λίγοι οι κεφαλαιοκράτες, μάλλον είσαι οποιοσδήποτε άλλος αναγνώστη μου), θα δεις το μισθό σου να συρρικνώνεται ή και να εξαφανίζεται, τα χρέη σου να φουσκώνουν, τη μικρή σου περιουσία να μικραίνει κι άλλο, και θα τρομοκρατείσαι και θα καταθλίβεσαι ακούγοντας γύρω σου ιστορίες για ανθρώπους με κατάθλιψη, για ανθρώπους που χωρίζουν, για ανθρώπους που νοικιάζουν τους εαυτούς τους ή και τα παιδιά τους για να πληρώσουν το σούπερ μάρκετ ή τα χρέη τους, για ανθρώπους που αυτοκτονούν, επειδή δεν βλέπουν διέξοδο, αν δεν είσαι κι εσύ ένας από αυτούς.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς: αν είναι τόσο δυσάρεστα τα πράγματα, επειδή δεν υπάρχει αρκετό χρήμα στην αγορά, γιατί δε γίνεται κάτι; Γιατί δεν επενδύουν λεφτά αυτοί που τα έχουν μαζεμένα, έτσι ώστε να μην πεινούν οι συνάνθρωποί τους και να μην αυτοκτονούν; Ή μήπως υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος να αντιμετωπιστεί η κατάσταση; Η απάντηση είναι επειδή δεν θέλουν. Δεν είναι εύκολο να πεις τι είναι ευκαιρία. Δίνεις (εσύ που διαβάζεις) λόγω κρίσης ένα εκατομμύριο να πάρεις ένα ακίνητο που είχε πριν ενάμισι, και μετά από λίγο βλέπεις ένα άλλο παρόμοιο ακίνητο δίπλα να πουλιέται οχτακόσιες χιλιάδες και χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο επειδή δεν περίμενες λίγο. Εκτός αυτού, κάποιος που θέλει να επενδύσει σκέφτεται μήπως τα χάσει και βρεθεί και αυτός στο δρόμο μαζί με τους άλλους. Κάπως έτσι, λοιπόν, καταρρίπτεται και το trickle down, το ευφυολόγημα στο οποίο στηρίχτηκε ο νεοφιλελευθερισμός. Αν δώσεις όλα τα λεφτά στους κεφαλαιοκράτες, δεν θα τρέξει ο πλούτος και προς τα κάτω, θα τα κρατήσουν και θα τα βάλουν στην άκρη. Αυτό λέει τουλάχιστον η εμπειρία. Κι ερχόμαστε στο τι άλλο μπορεί να γίνει.
Αν οι άνθρωποι δεν έχουν λεφτά να ζήσουν και πεθαίνουν, ενώ υπάρχουν τρόφιμα, ενώ υπάρχουν άνθρωποι να προσφέρουν υπηρεσίες, και το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν λεφτά στην αγορά, τότε πρέπει να έρθει ένα αόρατο (ή και ορατό) χέρι και να λύσει το πρόβλημα φέρνοντας λεφτά στην αγορά. Αυτό μπορεί να γίνει είτε τυπώνοντας λεφτά είτε παίρνοντας τα λεφτά από κει που είναι μαζεμένα και φέρνοντάς τα στην αγορά. Το πρόβλημα είναι ότι, αν μπουν λεφτά στην αγορά πριν δημιουργηθεί κρίση ρευστότητας ή για να αντιμετωπιστεί η κρίση ρευστότητας, τότε οι κεφαλαιοκράτες χάνουν την ευκαιρία να αγοράσουν αυτοκίνητα, ακίνητα και ανθρώπους «μπιρ παρά», και αυτή δεν είναι μια προοπτική που τους ενθουσιάζει. Κι αν δεν τους ενθουσιάζει αυτή η προοπτική, μπορεί να φανταστεί κανείς τι νιώθουν για την προοπτική να τους φορολογήσουν, να πάρει δηλαδή η αόρατη (ή ορατή) χειρ το χρήμα από κει που το έχουν μαζεμένο και «πιάνει αράχνες» και «το τρώνε τα ποντίκια» (αληθινή ιστορία) και να το διοχετεύσει στην αγορά. Δεν-τους-αρέσει-καθόλου. Υπενθυμίζω ότι αυτοί οι κεφαλαιοκράτες, επειδή έχουν πάρα πολλά λεφτά, έχουν και ομάδες ποδοσφαίρου (μέσω των οποίων μαζεύουν στρατούς από απελπισμένους στους οποίους δίνουν μισό κομμάτι ψωμί προκειμένου να τσακίζουν στο ξύλο όποιον ο ιδιοκτήτης βρίσκει αντιπαθητικό), έχουν και όπλα, έχουν και φίλους (δικαστές, πολιτικούς κλπ).
Υπάρχει και μια άλλη προοπτική, που έχει όμως αρκετό ρίσκο. Αν η χειρ δεν είναι δεξιά, ώστε να ενδιαφέρεται μόνο για τις ανάγκες των κεφαλαιοκρατών, αλλά αριστερή, και αρχίσει να παίρνει συντονισμένες πρωτοβουλίες για να σταματήσει η κρίση, μπορεί να καταστρώσει αναπτυξιακά σχέδια, να πάρει αναπτυξιακές πρωτοβουλίες τις οποίες θα χρηματοδοτήσει με ό,τι μπορεί να μαζέψει από φόρους και από καλή διαχείριση δαπανών, και να ελπίζει ότι κεφαλαιοκράτες θα το δουν ως ευκαιρία, θα συμμετάσχουν στην υλοποίηση των πρωτοβουλιών, θα συντονιστούν, θα αρπάξουν τις ευκαιρίες που θα προσφέρουν οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, κι έτσι θα αρχίσουν σιγά-σιγά να μπαίνουν λεφτά στην οικονομία. Μπορεί, επίσης, να δώσει ό,τι μπορεί στους εργαζομένους πρώτα-πρώτα για ν’ ανασάνουν, αλλά και για ν’ αρχίσουν να μπαίνουν κι από εκεί λεφτά στην αγορά. Κάποιοι άλλοι κεφαλαιοκράτες, στη συνέχεια, θα νιώσουν ότι θα χάσουν ευκαιρίες πιστεύοντας ότι τελειώνει η κρίση και αλλάζει η αγορά, θα προσπαθήσουν να μπουν στην αγορά με επενδύσεις, πριν ανέβει πολύ και χαθεί η δυνατότητα για μεγάλα κέρδη, και έτσι σιγά-σιγά ν’ αρχίσει ν’ αναπτύσσεται η οικονομία.
Τα πράγματα δεν είναι απλά, λοιπόν, και κάπου εκεί βρισκόμαστε τώρα, εδώ στην Δύση τουλάχιστον.
Χάνει ο χρυσός τη λάμψη του;
Στα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι πλήρωναν και πληρώνονταν με χρυσές λίρες και χρυσά φλουριά και χρυσά δουβλόνια, και ο χρυσός, αλλά και ο άργυρος, ήταν τα μέταλλα που οι άνθρωποι είχαμε συμφωνήσει μεταξύ μας ότι είναι κατάλληλα για να φτιάχνουμε νομίσματα, επειδή είναι ευγενή, επειδή γυαλίζουν, επειδή δεν χαλάνε εύκολα, και είναι και σχετικά σπάνια. Τουτέστιν μπορούσαμε να τα χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα ως συναλλακτικά μέσα και ως αποθήκες αξίας. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, αυτή η απλή συναίνεση στις συναλλαγές ανάμεσα σε ανθρώπους και κράτη άρχισε να προσδιορίζεται από το στοιχείο της ισχύος, από τη σχέση του εξουσιαστή με τον εξουσιαζόμενο. Έτσι, ας πούμε, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να νοθεύει τα νομίσματα, αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα, επειδή ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και επέβαλε τους όρους της. Κάπως έτσι, στη συνέχεια, αντί για πραγματικά μεταλλικά νομίσματα, οι άνθρωποι άρχισαν να συναλλάσσονται με αποδείξεις, με γραμμάτια που έγραφαν ότι με αυτό το χαρτάκι μπορείτε να πάτε στο τάδε γραφείο και να πάρετε μια λίρα από χρυσό, ή χρυσό αξίας δέκα λιρών, και ούτω καθεξής. Με τον καιρό άρχισε να δημιουργείται ένα σύστημα το οποίο στηριζόταν στην παραδοχή ότι ΔΕΝ θα πάτε να πάρετε τον χρυσό ή τις χρυσές λίρες, οπότε μπορεί να τυπώνει κανείς όσα περίπου χαρτάκια θέλει. Όλα αυτά, επειδή ο ρυθμός εξόρυξης (ή κλοπής μέσω πολέμου ή πειρατείας) χρυσού είναι μικρότερος από το ρυθμό συσσώρευσής του από τους κεφαλαιοκράτες και από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, οπότε δημιουργούνται διαρκώς κρίσεις ρευστότητας. Σε κάποια στιγμή στα μέσα του εικοστού αιώνα, αφού είδαν κι απόειδαν με τις οικονομικές κρίσεις και τους φασισμούς και τους ναζισμούς, αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να σταματήσουν να κοροϊδεύουν εαυτούς και αλλήλους, και ν’ αρχίσουν να λένε ότι μπορείς να πάρεις το χρυσό που γράφει πάνω στο χαρτάκι από την τράπεζα, αλλά να μην πας, και, αφού δεν θα πας, εμείς θα τυπώνουμε περισσότερα χαρτάκια απ’ όσα αντιστοιχούν στο χρυσό που έχουμε, αλλά τουλάχιστον θα είμαστε ειλικρινείς και θα τηρήσουμε μια συμφωνημένη αναλογία χαρτονομισμάτων προς πραγματικό χρυσό, και δεν θα τυπώνουμε κατά το δοκούν, και δεν θα δημιουργείται κρίση ρευστότητος, και δεν θα πληθωρίζεται τόσο γρήγορα, ενώ θα μπορεί να χρησιμοποιείται και το χαρτονόμισμα ως αποθήκη αξίας σε κάποιο βαθμό. Σ’ αυτό περίπου κατέληξαν στο Μπρέτον Γουντς το 1944.
Έρχεται όμως το ‘71, ενώ η κατάσταση με το τύπωμα χαρτονομισμάτων έχει ξεφύγει, και οι Γάλλοι στέλνουν πολεμικό πλοίο να πάρουν το χρυσό τους από τους Αμερικανούς, και ο Νίξον αποφασίζει ότι «αρκετά με το χρυσό, θα χρησιμοποιείτε όλοι δολάρια επειδή το λέω εγώ, και ας μην μπορείτε να τα μετατρέψετε σε χρυσό, επειδή έχω πολυβόλα και αεροπλάνα, και αεροπλάνα με πολυβόλα, και ναπάλμ, και πολλούς – πολλούς πεζοναύτες, και κοιτάξτε το Βιετνάμ σε τι κατάσταση βρίσκεται, οπότε καθήστε φρόνιμα».
Το θέμα που προκύπτει είναι ότι, αφού μπορούν πλέον να τυπώνουν όσα χαρτονομίσματα θέλουν και να εφοδιάζουν την αγορά όταν υπάρχει έλλειψη, γιατί υπάρχουν ακόμα κρίσεις; Η απάντηση βρίσκεται στην αντιστροφή. Επειδή μπορούμε να τυπώνουμε όσα θέλουμε, θα τυπώνουμε λιγότερα από όσα χρειάζεται η αγορά, όταν το κρίνουμε σκόπιμο, για να δημιουργούνται κρίσεις, για να μπορούν οι φίλοι μας οι κεφαλαιοκράτες να εκμεταλλεύονται ευκαιρίες.
Κώστας Ψιούρης
Πηγή: Η Αυγή