Οι έννοιες / πρακτικές της οριζοντιότητας, της άμεσης δημοκρατίας, και της αυτοδιαχείρισης φέρουν ένα θετικό αξιακό φορτίο στο χώρο της ριζοσπαστικής πολιτικής, τουλάχιστον έπειτα από την εμφάνιση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Παραδόξως, ελαφρώς παραλλαγμένες αυτές οι έννοιες/πρακτικές απαντώνται και στο χώρο των σύγχρονων εταιριών έντασης γνώσης και τεχνολογίας. Εδώ το bonding, η κοινοτική διάσταση των τμημάτων, η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας μέσω ανοιχτού, συμμετοχικού μάνατζμεντ κυριαρχούν. Θα έλεγε κανείς πως περνάμε σε έναν κόσμο όπου από την πλέον σύγχρονη παραγωγή έως την πολιτική με ριζοσπαστικό πρόσημο η εμβάθυνση της δημοκρατίας και η υπεύθυνη λογοδοσία καθίστανται κύριες μεταβλητές.
Από την άλλη, ο κόσμος συγκεντρώνεται και αποδημοκρατικοποιείται και στο επίπεδο των επιχειρήσεων και στον τομέα της πολιτικής. Πολυεθνικές εταιρίες συγκροτούν πανίσχυρες κοινοπραξίες, φοροαποφεύγουν και επιβάλλουν πολιτικές υπέρ της απρόσκοπτης, χωρίς ανταγωνιστές, ανάπτυξής τους. Παράλληλα, τα κράτη διαμορφώνουν υπερεθνικές ενώσεις (όπως η ΕΕ, η G7, το IMF) στις οποίες η λήψη των αποφάσεων συχνά ή σχεδόν πάντα δεν ελέγχεται από τις κοινωνίες τις οποίες αφορά ή έστω από εκλεγμένους αντιπροσώπους της. Και συγκεντροποίηση και κοινοτισμός. Και εκδημοκρατισμός και αποδημοκρατικοποίηση.
Φαίνεται, λοιπόν, πως οι δυο αυτές τάσεις μπορούν να συνυπάρχουν, να συνεξελίσσονται, παρόλο που είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Τις επωάζουν η διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, η κυρίαρχη εξατομίκευση που παράγει ο καπιταλισμός σε αυτό το στάδιο, η δημιουργία ψηφιακών εαυτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι ταξικές και ηθικοπολιτικές στάσεις που διαμορφώνουν οι millennials ως οι πολίτες που πλέον καθίστανται κύριοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Και τι σχέση έχουν αυτά με το κομματικό φαινόμενο;
Τα κυρίαρχα κόμματα σε πολλές χώρες απαξιώνονται και αυτό τεκμηριώνεται από τον εδώ και δεκαετίες μειούμενο αριθμό των μελών τους. Η κρίση αντιπροσώπευσης στο δυτικό κόσμο αφορά και τη συνδικαλιστική διάσταση, τη συμμετοχή σε εκλογές όποιου είδους, την έλλειψη – αν όχι απέχθεια – για πολιτική ενημέρωση. Ο κανόνας λέει πως οι πολίτες δεν θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική, μιας και αυτή αφορά μια ελίτ επαγγελματιών πολιτικών, οι οποίοι δεν έχουν και δεν θέλουν να έχουν σχέση με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.
Ο David Harvey το 2015 σε συνέντευξή του στο Roar Magazine είχε εξηγήσει την κατοπτρική σχέση που έχουν τα κινήματα που εναντιώνονται στον καπιταλισμό με τις οργανωτικές καινοτομίες του σύγχρονου τρόπου παραγωγής: «Από τη σκοπιά της μακράς προοπτικής, κάθε τρόπος παραγωγής τείνει να δημιουργήσει ένα πολύ διακριτικό είδος αντιπολίτευσης, το οποίο είναι μια περίεργη κατοπτρική εικόνα του εαυτού του. Αν κοιτάξετε πίσω στη δεκαετία του 1960 ή του 1970, όταν το κεφάλαιο οργανώθηκε σε μεγάλες εταιρικές, ιεραρχικές μορφές, είχατε αντιπολιτευτικές δομές που ήταν κορπορατιστικές, συνδικαλιστικές μορφές πολιτικών μηχανισμών. Με άλλα λόγια, ένα φορντιστικό σύστημα δημιούργησε ένα φορντιστικό είδος αντιπολίτευσης. Με την κατάρρευση αυτής της μορφής βιομηχανικής οργάνωσης, ιδιαίτερα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, καταλήξατε σε μια πολύ πιο αποκεντρωμένη διαμόρφωση του κεφαλαίου: πιο ρευστό σε σχέση με το χώρο και το χρόνο από ό, τι πιστεύαμε προηγουμένως. Ταυτόχρονα, είδαμε την εμφάνιση μιας αντιπολίτευσης που αφορά τη δικτύωση και την αποκέντρωση και που δεν της αρέσει η ιεραρχία και οι προηγούμενες φορντιστικές μορφές αντιπολίτευσης. Έτσι, με έναν αστείο τρόπο, οι αριστεροί (βλ. οι ακτιβιστές, τα κινήματα, ιδιαίτερα εκείνα ενάντια στον καπιταλισμό) αναδιοργανώνονται με τον ίδιο τρόπο που αναδιοργανώνεται η συσσώρευση κεφαλαίου».
Από την μεριά τους τα κόμματα (και εδώ μας αφορούν τα κόμματα της Ριζοσπαστικςή Αριστεράς) συνήθως δεν αναδιατάσσονται οργανωτικά έτσι ώστε να μπορούν να υποδεχτούν τις κοινωνικές αναμονές που δεν εκπληρώνονται, δεν οριοθετούνται έτσι ώστε να αναγνωρίζονται ως γνήσιοι εκφραστές κοινωνικών συμμετοχικών διαδικασιών για τη λήψη των αποφάσεων τους. Κοντολογίς, δεν συγκροτούνται ως κάτοπτρα μιας τάσης που εξηγήσαμε παραπάνω, εμμένοντας στην οργανωτική μορφή του φορντιστικού μοντέλου, που κατά κάποιο τρόπο εξυπηρετεί τους αξιωματούχους τους σε ανώτερες και ανώτατες θέσεις. Υπηρετούν μόνο την τάση της συγκέντρωσης και όχι της οριζοντιότητας.
Και δίκτυο και κόμμα
Αν τα παραπάνω ισχύουν, δέον είναι να κατανοηθεί από τις ηγεσίες των κομμάτων που εναντιώνονται στην κυριαρχία του εμπορεύματος πως είναι ζωτικής σημασίας να αλλάξουν. Όχι, όμως, άκριτα μόνο προς την κατεύθυνση που φαίνεται να υιοθετούν οι κινηματικοί δρώντες των τελευταίων δέκα ετών και ο κυρίαρχος ριζοσπαστικός λόγος. Άλλωστε, γνωρίζουμε από πολύ παλιά πως ξεφυτρώνει η άτυπη ηγεσία σε οριζόντιες οργανωτικές μορφές χωρίς έλεγχο από τα μέλη, και συνήθως είναι περισσότερο αμετακίνητη από τις τυπικές, τις εκλεγμένες ηγεσίες.
Με άλλα λόγια, η κίνηση σίγουρα δεν μπορεί και, ακόμα περισσότερο, δεν πρέπει να τείνει προς τη διάλυση της οργανωμένης πάλης, αλλά ίσα ίσα προς πρέπει να τείνει στην εμβάθυνσή της. Ούτε μπορούν ούτε πρέπει να υιοθετηθούν μορφές συμμετοχικότητας που είχαν επιτυχία σε άλλα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα.
Τα κόμματα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αν θέλουν να έχουν επιτυχία στον αγώνα τους μακροπρόθεσμα, πρέπει να υιοθετήσουν οργανωτικές καινοτομίες ανάλογες με την απεύθυνση που θέλουν να έχουν. Οι ευρείς και πορώδης ομόκεντροι κύκλοι μελών, υποστηρικτών και κριτικών ψηφοφόρων αναζωογονούν τη συμμετοχικότητα και τη δημοκρατία, και αυτό μπορεί να συμβεί με τη δημιουργία ψηφιακών δικτύων και ηλεκτρονικών πλατφορμών με διαβουλευτική ή/και αποφασιστική σημασία. Κι από την άλλη μεριά, η ίδια αυτή κίνηση δεν χρειάζεται να οδηγήσει στη ρευστοποίηση των ενδιάμεσων οργάνων που είναι ταυτόχρονα εντολείς και εντολοδέκτες, από τα πάνω προς τα κάτω και από τα κάτω προς τα πάνω. Πρόκειται για εκείνο το στρώμα στελεχών που έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν την ηγεσία, έτσι ώστε αυτή η τελευταία να μη θεωρεί πως έχει πλήρη νομιμοποιήση να κάνει ό,τι θέλει, επειδή τυγχάνει μιας αδιόρατης, ηλεκτρονικής εν προκειμένω, αποδοχής.
Αλλαγές στα καταστατικά, αλλαγές στον τρόπο της κομματικής διάρθρωσης αποτελούν αναγκαίες συνθήκες, αλλά όχι ικανές. Βασική είναι η αλλαγή στη νοοτροπία, το «ξεβόλεμα» ενός τρόπου παραγωγής πολιτικής ύλης, που έχει αυτοματοποιηθεί, είναι εύκολος. Τούτων δοθέντων, το ζήτημα που τίθεται εδώ είναι πως, αν δε συμβεί αυτού του είδους ο κομματικός εκσυγχρονισμός, θα συνεχιστεί αυξανόμενη η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, θα συνεχίσουν να αδειάζουν από μέλη τα κομματικά γραφεία. Από την άλλη, το εγχείρημα της δικτύωσης δεν μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα άμεσα και δεν θα μπορούσε να συντελεστεί χωρίς λάθη.
Ο Βασίλης Ρόγγας είναι Υποψ. Διδάκτορας Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Πηγή: Η Αυγή