Οι καταλήψεις στέγης δεν είναι απλώς, ένα ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης για τον κοινωνιολόγο του αστικού χώρου. Αντίθετα, αποτελούν ένα κρίσιμο και διαρκές πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε αντιτιθέμενα πολιτικά και κοινωνικά κοσμοείδωλα. Μέσα σε ένα πλαίσιο γενικής οικονομικής αβεβαιότητας, η διεκδίκηση του κοινωνικού αγαθού της στέγης μεταβλήθηκε σε σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα στα χρόνια της κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Το σημείο αφετηρίας των κινημάτων κατάληψης στέγης θα μπορούσε να τοποθετηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις άρχισαν να βιώνουν ένα ραγδαίο αστικό μετασχηματισμό, ο οποίος συχνά συνδέθηκε και με μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις στο χώρο του real estate. Μεγάλα αστικά projects, αλλά και έντονη αστικοποίηση λόγω των γενικότερων οικονομικών αλλαγών, αποτέλεσαν μερικές από τις αιτίες ανάδυσης των κινημάτων διεκδίκησης του δικαιώματος στη στέγη.
Τα κινήματα αυτά, ιδιαίτερα εκείνα των προηγούμενων δεκαετιών, έχουν αναλυθεί αρκετά από την κοινωνιολογία του χώρου και της πόλης. Σε πολιτικό επίπεδο, επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, η σύνδεση των κινημάτων κατάληψης στέγης με ευρύτερα ρεύματα σκέψης, αριστερών και αντιεξουσιαστικών αναφορών, έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής, κυρίως από δυνάμεις του συντηρητισμού, οι οποίες επιχειρούν ταυτόχρονα και την επικοινωνιακή συσχέτιση των καταλήψεων στέγης με ζητήματα «ασφάλειας» ή ακόμα και με εκείνα της «καθαριότητας».
Η νεοφιλελεύθερη αμφισβήτηση του κοινωνικού δικαιώματος στη στέγη
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οικονομικά συμφέροντα ήδη από την δεκαετία του 2000 επένδυσαν μαζικά στην αγορά ακινήτων, με στόχο τη χειραγώγηση της καμπύλης της προσφοράς και της ζήτησης. Η στέγη κατέστη έτσι ένα «σπάνιο» αγαθό σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε έντονα στην περίπτωση του Παρισιού ή και άλλων πόλεων, όπως το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες, όπου, κατ’ επιλογή, κενά διαμερίσματα αγοράστηκαν μαζικά από τοποθετήσεις κεφαλαίων, χωρίς σε πρώτη φάση να υπάρχει κάποιο σχέδιο αξιοποίησής τους. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η αύξηση των ενοικίων και η ένταση του κοινωνικού προβλήματος της αστεγίας. Σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, ο νεοφιλελευθερισμός λειτούργησε ακόμα πιο επιθετικά, με τις μαζικές εξώσεις πολιτών με κόκκινα δάνεια. Σήμερα, αντίστοιχη επίδραση στο φαινόμενο φαίνεται να έχει και η μαζικοποίηση των πρακτικών βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Αυτές οι εξελίξεις έπληξαν βαθύτατα το κοινωνικό αγαθό της στέγης, η οποία σταμάτησε σταδιακά να αποτελεί αντικείμενο δημοσίων προστατευτικών πολιτικών στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι δημόσιοι οργανισμοί με αντικείμενο αρχικά την εργατική στέγη και στη συνέχεια την κοινωνική κατοικία αρχίζουν να συρρικνώνουν τη λειτουργία τους. Η Ελλάδα των μνημονίων δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι αντίστοιχοι δημόσιοι οργανισμοί έκλεισαν και το κράτος σταμάτησε να έχει κάποια ουσιαστική ανάμειξη στα θέματα της πολιτικής για τη στέγη. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών της Ευρώπης, η στέγη δεν αποτελεί πια κοινωνικό αγαθό, εγγυημένο από το κράτος.
Συντηρητισμός και καταλήψεις στέγης
Τα κινήματα κατάληψης στέγης έχουν να αντιμετωπίσουν στην Ευρώπη και τον επικοινωνιακό ορυμαγδό που προκαλούν συστηματικά εναντίον τους τα συντηρητικά λόμπι της οικονομίας, της πολιτικής και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η συνεχής κινδυνολογία των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, η σύνδεση των καταλήψεων στέγης με την παραβατικότητα και η μονόπλευρη έμφαση στα ζητήματα της ασφάλειας, συνδυάζονται συστηματικά και με επικοινωνιακές παρεμβάσεις παραγόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίοι από την πλευρά τους υπερπροβάλλουν τις διαστάσεις της «καθαριότητας» ή ακόμα και εκείνες της «αστικής αναβάθμισης».
Οι καταλήψεις στέγης ως δομές πολιτισμού και αλληλεγγύης
Υπάρχουν περιπτώσεις πόλεων στην Ευρώπη που στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν καταλήψεις στέγης, σε αρμονική συνεργασία με τις συλλογικότητες που τις διαχειρίζονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «l’électron libre», μία κατάληψη στέγης καλλιτεχνών στο κέντρο του Παρισιού, η οποία απέφυγε την έξωση με την βοήθεια του σοσιαλιστή -τότε- δημάρχου της πόλης, Bertrand Delanoë. Στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχουν πολλές περιπτώσεις καταλήψεων στέγης, οι οποίες κατάφεραν να διατηρηθούν και να λειτουργήσουν, κυρίως με την στήριξη της τοπικής κοινωνίας. Η περίπτωση της στέγασης των προσφύγων στην κορύφωση της ανθρωπιστικής κρίσης του 2015 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής αλληλεγγύης. Καταλήψεις δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, διαχειριζόμενες από συλλογικότητες με προοδευτική ή και αντιεξουσιαστική πολιτική άποψη, κατάφεραν να δημιουργήσουν δομές, να αποτελέσουν οργανικό κομμάτι της γειτονιάς και, ταυτόχρονα, να προσφέρουν στο κράτος διεξόδους, σε στιγμές που το ίδιο δεν μπορούσε να ανταποκριθεί μόνο του στις ανάγκες.
Εντούτοις, στην Ελλάδα δεν υπάρχει πολιτική και διοικητική κουλτούρα στήριξης των καταλήψεων στέγης, ούτε από την αυτοδιοίκηση ούτε από το κράτος. Υπάρχουν, παρόλα αυτά, περιπτώσεις καταλήψεων στέγης που λειτουργούν για χρόνια με διοικητική ανοχή. Όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου το κράτος λειτούργησε με διοικητικό αυτοματισμό ή και αυταρχισμό, διαλύοντας καταλήψεις στέγης. Αντίστοιχες ανελαστικές συμπεριφορές είχε διαχρονικά και η τοπική αυτοδιοίκηση. Είναι σαφές ότι η διοικητική απειλή δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει να πλανάται πάνω από τις καταλήψεις στέγης. Στην Ελλάδα, όμως, ίσως να είναι τώρα η ευκαιρία να συζητηθεί ένα ευρύτερο πλαίσιο στήριξης της κοινωνικής δράσης, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και αυτοί οι χώροι. Ιδιαίτερα, σε ό,τι αφορά την επικείμενη πολιτική μάχη για την τοπική αυτοδιοίκηση, μία προοδευτική ατζέντα θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει και τέτοιες πρωτοβουλίες.
Ο Νίκος Κουντούρης είναι Δρ Πολιτικής Επιστήμης
Πηγή: Η Αυγή