Άρχισε η συζήτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πρόκειται για μια ιστορική συμφωνία, που οι συνέπειες της στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία έχουν μεν αρχίσει να διακρίνονται, αλλά τα βαθύτερα και μονιμότερα αποτελέσματα θα φανούν σε βάθος χρόνου. Σ΄ αυτό που τώρα οι συνέπειες είναι αδρές, είναι οι πολιτικές δυνάμεις. Αυτές δοκιμάζονται ακόμη και ως προς την ενότητά τους ή και την ύπαρξή τους.
Αυτή η εξέλιξη, με βάση τις γνωστές θέσεις των κομμάτων –πλην Χρυσής Αυγής και ΑΝΕΛ– δεν ήταν καθόλου υποχρεωτική. Η συμφωνία που γνωρίζαμε όλοι ότι διαπραγματεύεται η κυβέρνηση στηριζόταν στις έως τότε διαπραγματεύσεις των προκατόχων της, ιδιαίτερα στην ενδιάμεση συμφωνία του 1996. Το επιβεβαιώνουν, εξάλλου, οι τοποθετήσεις των ηγετών της αντιπολίτευσης. Ο κ. Βενιζέλος, π.χ., το 2014 στον ΟΗΕ σημείωνε: «Προτείνουμε μια αμοιβαία αποδεκτή σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν τη λέξη “Μακεδονία” για κάθε χρήση, erga omnes». Και ο κ. Αβραμόπουλος ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σαμαρά τόνιζε: «Η Ελλάδα, επιδεικνύοντας το απαιτούμενο εποικοδομητικό πνεύμα, προέβη σε ένα μείζον συμβιβαστικό βήμα, αποδεχόμενη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και χρήση έναντι όλων». Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης το 2017 εγκαλούσε τον κ. Λεβέντη ότι δεν θυμάται «ότι υπάρχει επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης επικυρωμένη από την Εθνική Αντιπροσωπεία, για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις, erga omnes».
Πώς θα σταθούν στη Βουλή;
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που στην πορεία έκανε οι δύο πόλοι του παλιού δικομματισμού να αλλάξουν θέσεις και να υιοθετήσουν την πιο σκληρή στάση απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών και την κυβέρνηση; Μα ο στόχος να ανατρέψουν την κυβέρνηση, το αντισυριζαϊκό τους μένος, το οποίο δεν τους επέτρεψε να σταθμίσουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες ενός αντισυριζαϊκού μετώπου στο έδαφος ενός ζητήματος εξωτερικής πολιτικής. Κυρίως δεν στάθμησαν ότι έτσι καλλιεργούσαν το έδαφος για να συγκροτηθεί, με βάση τον εθνικισμό, ένα καθαρό ακροδεξιό επιθετικό με τους γείτονες κόμμα στο μέλλον. Άραγε πώς θα σταθούν στη Βουλή κατά την συζήτηση, με τι κύρος;
Η πιο κυνική περιγραφή αυτής της στάσης αποδόθηκε από αρθρογράφο δεξιάς εφημερίδας με την εξής φράση: «τι να κάνουμε, την πλήρωσε, ως παράπλευρη απώλεια, το Μακεδονικό». Αυτό όμως που διέφυγε, λόγω τυφλού φανατισμού, από το αντισυριζαϊκό μέτωπο, είναι ότι το Μακεδονικό δεν είναι ένα οποιοδήποτε θέμα, με βάση το οποίο μπορεί να κάνει ένα κόμμα της αντιπολίτευσης πόλεμο φθοράς στην κυβέρνηση. Τους εξέθεσε όχι μόνο στο επίπεδο της κοινωνίας, αλλά και των στελεχών τους. Η συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, μετά την αποχώρηση των ΑΝΕΛ, δεν άφησε αμφιβολία ως προς αυτό.
Η γιγαντιαία προσπάθεια υποτίμησης αυτής της ψήφου εκ των υστέρων παραβλέπει για μια ακόμη φορά ότι η αντοχή της κυβέρνησης στις επιθέσεις που δέχεται, οφείλεται, κυρίως, στην πολιτική της που προσλαμβάνεται θετικά από την κοινωνία, ανεξάρτητα αν αυτό είναι ταυτόχρονα και πολιτική στήριξη. Παρά τις προχειρότητες και τα κενά στους χειρισμούς της κυβέρνησης στην εκκίνηση της συζήτησης για το περιεχόμενο της συμφωνίας, όχι μόνο δεν έπεισε η αντιπολίτευση, αλλά με την εκ των υστέρων στάση της αποκάλυψε την υποκρισία της, όταν ασκούσε κριτική ότι δήθεν η κυβέρνηση δεν ενημέρωσε έγκαιρα τα άλλα κόμματα.
Τυφλή στάση
Η αντιπολίτευση με την τυφλή στάση της απέναντι στην κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατανόησε ότι με την συμφωνία των Πρεσπών ανατρέπονται πολλά από τα στερεότυπα που λέγονταν, ιδίως για τον ΣΥΡΙΖΑ: κόμμα λαϊκιστικό, αντιευρωπαϊκό, καιροσκοπικό, προσκολλημένο στην εξουσία, άτολμο κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Ποιος τα πιστεύει, πλέον, όλα αυτά; Κανείς ούτε εδώ, ιδίως μετά το διαζύγιο, λόγω των Πρεσπών, με τους ΑΝΕΛ, ούτε στο εξωτερικό. Είναι πραγματικά κωμικό να διαβάζει κανείς αναλύσεις στον αντικυβερνητικό Τύπο, οι οποίες να εγκαλούν τους ξένους ηγέτες, όπως π.χ. την κ. Μέρκελ, ότι «μετά τον Αύγουστο του 2015 δεν ενδιαφέρθηκαν να παρακολουθήσουν, πίσω από τους δημοσιονομικούς δείκτες, τη μοίρα της ελληνικής μεσαίας τάξης. Τη μοίρα των θεσμών και των πανεπιστημίων».
Το πιο πιθανό είναι η ψηφοφορία για τη Συμφωνία των Πρεσπών την ερχόμενη Παρασκευή να διαψεύσει για μια ακόμη φορά την αντιπολίτευση, της οποίας η βλάβη βάθους στο κύρος της δεν θα μετρηθεί με τους 151 ή παραπάνω ψήφους ή έστω με τη σχετική πλειοψηφία που θα πάρει η συμφωνία. Η αδυναμία των κομμάτων να πειθαρχήσουν τους βουλευτές τους είναι φανερή. Είτε με αποφάσεις για την ψήφο κατά συνείδηση (Το Ποτάμι), είτε με απειλές (ΚΙΝΑΛ), το ίδιο είναι.
Ιδίως το ΚΙΝΑΛ, μετά την ανοιχτή διαφωνία του πρώην πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και τη διαφοροποίηση του προέδρου της ΔΗΜΑΡ Θ. Θεοχαρόπουλου, είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσει την ίδια, έως τώρα, επιθετική στάση έναντι στην κυβέρνηση. Οι Πρέσπες ήταν, και θα φανεί σύντομα μετά την έγκρισή της, τομή στο πολιτικό σύστημα.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή