Ανεξαρτήτως εάν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με τη συμφωνία των Πρεσπών με την οποία λύθηκαν διάφορα θέματα κυρίως το ονοματολογικό και διευκρινίσθηκε η διαφορετική ιστορική καταγωγή της γείτονος και κυρίως εάν υπάρχει συμφωνία ή διαφωνία με εάν ήταν ή όχι εθνικά επωφελής η λύση σε σχέση με τη μη λύση και τη διαιώνιση διαφορών σε μία εποχή εξάρσεως της τουρκικής επιθετικότητας, είναι καθήκον πιστεύω των ακαδημαϊκών να διευκρινίζουν θέματα ειδικότητάς τους προσφέροντας γνώση σε μία πολιτική αντιπαράθεση.
Υπό αυτήν την ιδιότητα και μόνο –ως καθηγητής του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η θεματική της ιθαγένειας– είναι συνεπώς καθήκον μου να διαφωτίσω για ορισμένες έννοιες που έχουν (ηθελημένα ή μη) διαστρεβλωθεί σε αυτή τη δημόσια αντιπαράθεση και κυρίως αυτές της ιθαγένειας και της εθνικότητας.
Ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός του κάθε κράτους με τους πολίτες του [1]. Κάθε κράτος έχει κατ’ αρχήν ελεύθερα το δικαίωμα να ορίζει τους πολίτες του. Συνώνυμος στην ελληνική γλώσσα του όρου «ιθαγένεια» είναι η υπηκοότητα [2].
Επομένως, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι ο όρος «ιθαγένεια» ταυτίζεται με το κράτος και μόνο. Δεν αφορά σε έθνος ούτε και θα μπορούσε, γιατί το έθνος δεν είναι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου.
Επίσης, είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι ο όρος «ιθαγένεια-υπηκοότητα» τόσο στην αγγλική όσο και στη γαλλική αντιστοιχεί στους όρους nationality- citizenship [3] και nationalité [4]. Και στην αγγλική ο όρος διαφέρει σαφώς από τον όρο ethnicity (ο οποίος πράγματι αντιστοιχεί στον όρο «εθνότητα») –και γαλλικά αντίστοιχα ethnicité– και σημαίνει ανήκειν σε εθνοτικό κοινωνικό σύνολο όχι με νομικό δεσμό αλλά πολιτισμικά. Δεν είναι συνεπώς σωστό αυτό που ακούγεται ότι με τη συμφωνία αναγνωρίστηκε εθνότητα διότι δήθεν αποδόθηκε ο όρος nationality-citizenship με τον όρο «ιθαγένεια» αντί του όρου «εθνότητα» και αυτό έγινε επί σκοπώ να παραπλανηθεί ο ελληνικός λαός. Παρά τις διάφορες ατέλειες που πάντα έχει μία μετάφραση, εν προκειμένω ορθά αποδίδεται στα ελληνικά ο όρος nationality-citizenship με τον όρο «ιθαγένεια» (υπηκοότητα). Η κριτική εν προκειμένω είναι λάθος και το επιχείρημα έωλο.
Το έθνος ορίζεται με βάση ορισμένα στοιχεία, κυρίως τη γλώσσα, τη θρησκεία (ομόθρησκο), τις κοινές παραδόσεις, την κοινή ιστορική καταγωγή (το ομόμαιμο) και υποδηλώνει τον δεσμό με ορισμένη ομάδα ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά. Δεν ταυτίζεται με το κράτος, το οποίο αποτελείται από έδαφος, λαό και κυβέρνηση και μόνο μπορεί να είναι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Ας σημειωθεί επίσης ότι υπάρχουν έντονες διαφωνίες και ως προς τον ίδιο τον ορισμό του έθνους, π.χ. άλλοι περιλαμβάνουν και το ομόθρησκο –γνώμη με την οποία συμφωνώ– άλλοι όχι. Σημαντικό είναι εν προκειμένω να λεχθεί ότι το έθνος και το κράτος διαφέρουν και επομένως η ιθαγένεια-υπηκοότητα με την εθνότητα. Η ιθαγένεια είναι η ιδιότητα, ο νομικός δεσμός με το κράτος και η εθνότητα είναι ο δεσμός με ένα έθνος. Η διεθνής κοινωνία βασίζεται στα κράτη, μετά τη Συνθήκη των Βετσφαλιών (1648), τα οποία είναι υποκείμενα του διεθνούς δικαίου και όχι στα έθνη τα οποία δεν είναι.
Να το παραστήσουμε όσο απλά γίνεται: σε ένα κράτος μπορεί να υπάρχουν πολλά έθνη (και στο πλαίσιο αυτό των μειονοτήτων τίθεται και το θέμα αναγνώρισης εθνοτήτων, δηλαδή εντός του κράτους και για την προστασία τους, όχι όμως ταυτιζόμενο με το κράτος) και ένα έθνος μπορεί να υπάρχει σε πολλά κράτη (η Ελλάδα είναι περίτρανο τέτοιο παράδειγμα). Το έθνος δεν είναι υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Το τελευταίο ασχολείται μαζί του μόνο σε σχέση με την προστασία των μειονοτήτων. Επίσης, στο εσωτερικό δίκαιο η έννοια έθνος χρησιμοποιείται περιορισμένα. Συνδέεται κατά υπάλληλο τρόπο με το δίκαιο της ιθαγένειας (και λαμβάνεται υπόψη ως προς την ελάφρυνση όρων κτήσης ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση προκειμένου περί ομογενών).
Στη συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ των κρατών Ελλάδας και FYROM αντικείμενο είναι, και δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς, το όνομα του κράτους της βορείου γείτονος και η συνακόλουθη ονομασία της ιθαγένειας-υπηκοότητας των πολιτών της. Δεν ασχολείται αυτή η συμφωνία με θέματα εθνότητας. Δεν έχει ως αντικείμενο π.χ. την προστασία της ελληνικής εθνότητας στη FYROM (ακόμη) και αντίστοιχα της «μακεδονικής» εθνότητας στην Ελλάδα. Είναι συμφωνία μεταξύ κρατών για θέματα ονομασίας κράτους και ιθαγένειας και όχι συμφωνία μεταξύ κράτους και έθνους ή συμφωνία με αντικείμενο εθνοτικά θέματα εντός των δύο αυτών κρατών.
Επομένως, είναι σαφές ότι η συμφωνία αυτή –καλή ή κακή, άλλο θέμα στην κρίση των πολιτών– πάντως δεν αναγνωρίζει εθνότητα (περιορισμένα αναφέρεται σε δύο από τα συστατικά της, τη γλώσσα και την ιστορία, αρνητικά για να διευκρινίσει απλώς ότι δεν είναι ελληνική) ούτε και θα μπορούσε να αναγνωρίσει, όπως εσφαλμένα ακούγεται. Διότι, επαναλαμβάνω, η αναγνώριση έθνους είναι περιορισμένη μόνο σε θέματα (εντός κράτους) προστασίας μειονοτήτων και η συγκεκριμένη συμφωνία αφορά μόνο κράτη και όχι έθνη.
Δεν θα προέβαινα σε αυτές τις δημόσιες διευκρινίσεις εάν, λόγω του δημόσιου διαλόγου συχνά φορτισμένου εξαιτίας έντονης πολιτικής αντιπαλότητας, δεν προκαλείτο σύγχυση και στους φοιτητές μας! Στους οποίους εξηγώ τις διαφορές αυτές με επιστημονική ψυχραιμία και με δεδομένο ότι το ζήτημα είναι διεθνώς επιστημονικά κοινότοπο.
Η πολιτική είναι εν μέρει και αντιπαράθεση (έχει και άλλα θετικά στοιχεία που λείπουν σήμερα, όπως όραμα, πρόταση, σχεδιασμό). Αλλά η πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να στηρίζεται στην αλήθεια, όχι στη διαστρέβλωση, στην ψυχραιμία και όχι στο πάθος. Αυτό είναι θέμα δημοκρατίας και ένα λάθος στο οποίο υποπίπτουν σχεδόν όλοι ρίχνοντας νερό στον μύλο του λαϊκισμού, που μετασχηματίζεται, αποκτά ολοκληρωτικά και βίαια χαρακτηριστικά και δημιουργεί κίνδυνο για τη δημοκρατία ή έστω την ομαλή λειτουργία της. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάνε οι πολιτικοί μας την παιδαγωγική τους διάσταση και την εξαιτίας της απώλεια της λαϊκής εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα την κατάληξη σε ολοκληρωτικές διχαστικές καταστάσεις που έχουν ως αφετηρία τους το ψέμα και το μίσος και καταλήγουν σε βία. Αυτή η παιδαγωγική του ψέματος και της έξαρσης οδηγούν την πλειονότητα του λαού σε ακραίες μη ορθολογικές αντιδράσεις και κρίσεις. Η παιδαγωγική της εξουσίας είναι μεγάλη ευθύνη των πολιτικών και δεν πρέπει να τη θυσιάζουν στον βωμό του αγώνα για την πρόσκαιρη εξουσία διεγείροντας και παρασύροντας τον λαό σε αδιέξοδα ψέματα, τα οποία φυσικά διαψεύδονται προκαλώντας αντιδράσεις και απώλεια λαϊκής εμπιστοσύνης.
Ας γίνει ένας ψύχραιμος διάλογος για το θέμα αυτό, μία πολιτισμένη αντιπαράθεση θεμιτή πολιτικά με βάση επιχειρήματα, όχι ανακρίβειες. Και κυρίως ένας λαός, ο λαός μας, ο οποίος έχει ακριβά πληρώσει ιστορικά και πολλές φορές τη διχόνοια, να μη χωριστεί σε προδότες και μη. Αυτοί που δεν είναι πατριώτες είναι όσοι καλλιεργούν έναν τέτοιο λόγο όχι αντιπαραθετικό αλλά διχαστικό. Γιατί πριν ασχοληθούμε με την ιστορία των άλλων, καλό είναι να θυμόμαστε τη δική μας. Πριν από τον αγώνα για την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Ιστορίας μας, να την τιμούμε αποφεύγοντας λάθη που ιστορικά τα πλήρωσε ο λαός μας.
[1] Παπασιώπη – Πασιά, Δίκαιο ιθαγένειας 8η έκδοση, Σάκκουλας, 2011.
[2] Παπασιώπη – Πασιά, όπ.π.
[3] Βλέπετε στα συγγράμματα που δεσπόζουν: Dicey / Morris / Collins, Conflict of laws, & Cheshire and North, Private International Law, αλλά και πιο απλά κάποιος να κοιτάξει στην Wikipedia το λήμμα British nationality law ή την ονομασία του βρετανικού νόμου για την ιθαγένεια που επιγράφεται British Nationality Act 1981, καθώς και τους όρους που χρησιμοποιούν στην αγγλική εκδοχή τους όλες οι συμβάσεις της Διεθνούς Συνδιασκέψεως της Χάγης, οι οποίες είναι συμβάσεις πολυμερείς σε θέματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που εκπονήθηκαν από τη Συνδιάσκεψη της Χάγης και αρκετές εκ των οποίων χρησιμοποιούν τον όρο «ιθαγένεια».
[4] Βλέπετε το εγχειρίδιο του P. Lagarde, La nationalité française 4, Dalloz, Paris, 2011.
Ο Χάρης Π. Παμπούκης είναι καθηγητής ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών του ΕΚΠΑ
Πηγή: Καθημερινή