– Είμαστε με τις θεωρίες της αναμονής, με τις άλλες θεωρίες της εθνικής αναδίπλωσης ή με τη δημιουργία ενός πολιτικού σχεδίου που να απαντά στις άμεσες ανάγκες των πολλών, που να εντάσσεται σε μια στρατηγική μετασχηματισμού του υπάρχοντος;
“Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση συνθλίβεται ανάμεσα από τη μια σε πολιτικές κινήσεις, το πρόγραμμα των οποίων περιορίζεται στο να διώχνουν ξένους και πρόσφυγες από τις χώρες τους, και από την άλλη σε κόμματα που συνεχίζουν σε μια άνευ όρων διαλυτική φιλελευθεροποίηση της ΕΕ. Να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο προς την κατεύθυνση μιας πολιτικής, κοινωνικής και οικολογικής επανίδρυσης της Ευρώπης”.
Τομά Πικετί
Στις 17 Δεκεμβρίου 2018 η Αυγή δημοσίευσε με πρόλογο και επιμέλεια της Κάκης Μπαλή το «Μανιφέστο για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης», που συνέταξαν διανοούμενοι και επιστήμονες μεταξύ των οποίων και ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί, συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου «Το κεφάλαιο στον 21αιώνα». Η παραπάνω παράγραφος, την οποία αναδημοσιεύουμε, αποτελεί το μότο του Μανιφέστου – οι συμπληγάδες, σύμφωνα με τη διατύπωση των συγγραφέων, με τις οποίες καλείται να αναμετρηθεί κάθε πολιτικό σχέδιο μετασχηματισμού του επιστητού.
Αν κάτι πρέπει να προστεθεί, για την ακρίβεια να διευκρινιστεί στα προηγούμενα, είναι ότι το δίπολο του νεοφιλελευθερισμού και της ακροδεξιάς απειλής συνυπάρχει αλληλοτροφοδοτούμενο όχι μόνο στο επίπεδο της ΕΕ, αλλά και σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Με αυτή την έννοια, μια «ριζική αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής πολιτικής και των θεσμών της» δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συνάντηση της με τους πολιτικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς αγώνες σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Ισχύει, βέβαια, και το αντίστροφο: οι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες, για να έχουν συνέχεια και αποτέλεσμα, χρειάζεται να συνδυαστούν στο εθνικό επίπεδο με ένα πολιτικό σχέδιο μετασχηματισμού του υπάρχοντος και την ίδια στιγμή με ένα από κοινού διαμορφωμένο πολιτικό σχέδιο με άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες μετασχηματισμού της ΕΕ.
Η αντίφαση
Στο πεδίο της Ε.Ε. συνυπάρχουν κεντρομόλες και φυγόκεντρες πολιτικές τάσεις, οι οποίες τέμνουν εγκάρσια κάθε πολιτική οικογένεια, κάθε ιδεολογικό ρεύμα. Τούτου δοθέντος, στις φυγόκεντρες δυνάμεις δεν περιλαμβάνονται μόνο η Ακροδεξιά και οι δυνάμεις που στήριξαν το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο∙ αποτελούνται, επίσης, από πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα που υποστηρίζουν την «εθνική αναδίπλωση», καθώς και από μερίδες των κοινωνικών κατηγοριών των «ηττημένων της παγκοσμιοποίησης» στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Από την άλλη, σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι στο πολιτικό πεδίο θα αναμετρηθούν τα σχέδια μετασχηματισμού της Ευρώπης δεν περιλαμβάνονται οι «Ταλιμπάν» του νεοφιλελευθερισμού που πάση θυσία θέλουν να διατηρηθεί το υφιστάμενο πλαίσιο, δηλαδή τα πολιτικά και επιχειρηματικά επιτελεία του «Μένουμε Ευρώπη».
Αντιθέτως, στις δυνάμεις πραγματικού πολιτικού μετασχηματισμού περιλαμβάνονται μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες που κατανοούν την ισχύ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή την αναγκαιότητα να δίνονται οι πολιτικές μάχες σε μεγαλύτερες γεωπολιτικές οντότητες, όπως είναι η Ε.Ε. Την ίδια αναγκαιότητα κατανοούν συχνότερα πια και τα κόμματα που αναφέρονται στην Αριστερά, την Οικολογία και την αριστερή Σοσιαλδημοκρατία (Κόκκινο-κόκκινο-πράσινη συμμαχία).
Άρα, οι ευρωεκλογές του Μαΐου αποτελούν το ορόσημο της σύγκρουσης των δυο πολιτικών γραμμών για το μέλλον της Ευρώπης (και της δημοκρατίας), η έκβαση της οποίας θα αφήσει το αποτύπωμά της στις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Η Αριστερά της Ευρώπης βρίσκεται αντιμέτωπη με το ακροδεξιό μπλοκ από τη μία και από την άλλη με τον επιθετικό νεοφιλελευθερισμό του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Είναι χαρακτηριστική η θερμή υποστήριξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον υποψήφιο πρόεδρο της Κομισιόν Μάνφρεντ Βέμπερ, ως αντικαταστάτη του Γιούνκερ. Ο Βέμπερ αποτελεί εμβληματική δεξιά προσωπικότητα, μιας και εκπροσωπεί το βαθύ συντηρητισμό και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό ταυτόχρονα.
Ένας πολυπολικός κόσμος
Έτσι, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν με αφορμή την επέτειο των είκοσι χρόνων του ευρώ (σχετικό άρθρο του Μπάμπη Μιχάλη στην Εφημερίδα των Συντακτών και της Valentina Romei στους Financial Times). Τον Ιανουάριο του 1999 έντεκα χώρες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία του ευρώ κλειδώνοντας τις ισοτιμίες τους και τρία χρόνια αργότερα τέθηκε σε κυκλοφορία το νέο νόμισμα. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν επιπλέον οκτώ χώρες, ενώ στην αναμονή βρίσκονται ακόμα εφτά. Στα είκοσι αυτά χρόνια η αποδοχή του ενιαίου νομίσματος είναι εντυπωσιακή και ταυτόχρονα αντιφατική: τα τρία τέταρτα των πολιτών της Ευρωζώνης είναι υπέρ του ευρώ και την ίδια στιγμή διευρύνεται συνεχώς το αντιευρωπαϊκό αίσθημα στις περισσότερες χώρες. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση αποκάλυψε τις στρεβλώσεις της αρχιτεκτονικής του ευρώ που οδήγησαν τόσο στη διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ των πλούσιων και φτωχών κρατών όσο και στην αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων στο εσωτερικό κάθε χώρας.
Η διαπίστωση ότι η αρχιτεκτονική του ευρώ, παράλληλα με την καθήλωση των μισθών και των περιορισμό των δικαιωμάτων στις πλούσιες χώρες, οι οποίες αύξησαν την ανταγωνιστικότητα τους έναντι των φτωχότερων χωρών, διεύρυνε τις ανισότητες, αναδιανέμοντας τον πλούτο από τον ευρωπαϊκό Νότο στο Βορρά (και γιγάντωσε την κοινωνική δυσφορία απέναντι στην Ε.Ε.), δεν γίνεται πλέον μόνο από την Αριστερά, αλλά και από τους οργανικούς διανοούμενους του συστήματος, όπως ο Γερμανός Μπόφινγκερ, από τη λέσχη των «σοφών» συμβούλων της καγκελαρίας. Βεβαίως, η παραπάνω κριτική δεν επηρεάζει τον Κώστα Σημίτη, τον πρωθυπουργό που έβαλε τη χώρα στο ευρώ χωρίς να διασφαλίσει τίποτα σε ό,τι αφορά την ευημερία της οικονομίας της χώρας. Για παράδειγμα, η υψηλή ισοτιμία του ευρώ για τα παραγωγικά δεδομένα της χώρας δεν φαίνεται να βρίσκει χώρο στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Βήμα, ενώ καμία κουβέντα δεν γίνεται για τη δομή του ευρώ. Ο κ. Σημίτης φαίνεται να αναπολεί την «ασφάλεια» των Μνημονίων.
Ωστόσο, όταν αναλύουμε στο μακρο-επίπεδο, δεν μπορούμε να παραλείπουμε την οικονομική ευρωστία του ευρώ, δηλαδή την ισχύ της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το ευρώ είναι το δεύτερο πιο σημαντικό -μετά το δολάριο- νόμισμα στον κόσμο. Χρησιμοποιείται για το 36% των παγκόσμιων πληρωμών, αποτελεί το 20% των αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών και το εμπιστεύονται 340 εκατομμύρια άνθρωποι σε 18 χώρες. Από αυτή τη σκοπιά, είναι βιαστικό το συμπέρασμα περί ενός «τριπολικού» κόσμου (ΗΠΑ – Κίνα – Ρωσία), η εγκατάλειψη δηλαδή της ανάλυσης του κόσμου ως «πολυπολικού», που υποτιμά την ισχύ της Ε.Ε. αλλά και των BRICS. Η Ε.Ε. παραμένει και θα παραμείνει για καιρό ακόμα ένας από τους σημαντικούς παίκτες στους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, παράγοντας ταυτόχρονα ένα αίσθημα ασφάλειας στους ευρωπαϊκούς λαούς, αίσθημα πολύτιμο, χωρικά και στρατηγικά, σε ταραγμένες και αβέβαιες εποχές.
H ταραγμένη και αβέβαιη εποχή
Η περίοδος που ξεκινά με την παγκόσμια οικονομική κρίση -και συνεχίζεται- πυροδοτεί εντάσεις και αβεβαιότητες σε πλανητικό επίπεδο και επηρεάζει βαθύτατα και την Ευρώπη, μεγεθύνοντας και επιταχύνοντας τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, με τον πόλεμο ως εργαλείο της ηγεμονίας και επιβολής, δεν φαίνεται να βρίσκονται σε ύφεση. Αντίθετα, μετά την αναγγελία της απόφασης των ΗΠΑ για αποχώρηση των στρατευμάτων τους από τη Συρία, ανοίγει μια νέα σελίδα εχθροπραξιών. Το ίδιο και με τους ανταγωνισμούς για τους ενεργειακούς δρόμους. Από αυτή τη σκοπιά, η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια ηλιαχτίδα ειρήνης και συνανάπτυξης σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί πλέον μια πρόβλεψη των επιστημόνων για το μέλλον, αλλά τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους, από την Ινδονησία μέχρι τον Καναδά και από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τον ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα. Οι βιβλικές καταστροφές όχι μόνο δεν υποχρεώνουν τα βιομηχανικά κράτη σε συνεννόηση και χαλάρωση, αλλά αντίθετα η μεγαλύτερη χώρα στην παραγωγή ρύπων, οι ΗΠΑ, αποχώρησαν από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή και το ίδιο ετοιμάζεται να κάνει και η Βραζιλία του Μπολσονάρου.
Η ταραχή αφορά και τον εμπορικό πόλεμο, που δεν είναι μια υπόθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά τείνει να συμπεριλάβει όλο το δυτικό κόσμο, με την Ευρώπη και τον Καναδά να δέχονται πρώτοι τον εκβιασμό της επιβολής δασμών και τις βιομηχανικές τάξεις να σηκώνουν πρώτες τη σημαία της συνθηκολόγησης. Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία έντρομη διαπραγματεύτηκε μόνη της με τον Τραμπ, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση του γερμανικού κράτους, προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα.
Όλα τα προηγούμενα, δηλαδή οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί και πόλεμοι, η κλιματική αλλαγή, η καπιταλιστική κρίση, αλλά και οι παγκόσμιες και οι περιφερειακές ανισότητες, δημιουργούν το υπόστρωμα για τις μεγάλες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Το προσφυγικό ζήτημα γίνεται το εργαλείο επιβολής γεωπολιτικών σχεδιασμών και ταυτόχρονα το εργαλείο για την άσκηση βιοπολιτικού ελέγχου στις εγχώριες τάξεις. Όχι μόνο από την ακροδεξιά δημαγωγία, αλλά και από κυβερνητικά σχήματα: στην Ευρώπη από τις χώρες του Βίσενγκραντ, στη Λατινική Αμερική από τον Μπολνσονάρου, στη Βόρεια Αμερική από τους ρεπουμπλικανούς του Τράμπ, στην Τουρκία από τον Ερντογάν. Συχνότερα πια ο ρατσισμός και η ξενοφοβία γίνονται η επίσημη κρατική ιδεολογία.
Έτσι, η καπιταλιστική κρίση δεν είναι μια υπόθεση του παρελθόντος, παρά τις ενέσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και τους κρατικούς προϋπολογισμούς υπέρ των τραπεζών και των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. Η μόνη «σταθερά» σε μια διαταραγμένη παγκοσμίως συνθήκη είναι οι πολιτικές λιτότητας, με άλλα λόγια η εσωτερική υποτίμηση, η αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Η αμφισβήτηση της λιτότητας επιφέρει την οργή των νεοφιλελεύθερων κέντρων και την απειλή οικονομικών μέτρων πειθάρχησης. Η περίπτωση της άρνησης της Ιταλίας, της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας στην Ευρώπη, να υπακούσει στους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και του «χρυσού κανόνα» των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, δημιούργησε μια ακραία επιθετικότητα όχι μόνο από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, αλλά και από τις χρηματαγορές.
Βλέπετε, θεματοφύλακες του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι μόνο «οι κανόνες» της Ε.Ε. και η Κομισιόν, αλλά και οι χρηματαγορές και οι παγκόσμιοι οργανισμοί. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη συζήτηση που διεξάγεται για τη συνταγματική αναθεώρηση οι εκπρόσωποι της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛΛ. ζήτησαν να συμπεριληφθεί ο «χρυσούς κανόνας» του Συμφώνου Σταθερότητας στα υπό αναθεώρηση άρθρα, να συνταγματοποιηθεί δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός, και την ίδια στιγμή αρνήθηκαν να κατοχυρωθούν συνταγματικά τα κοινωνικά δικαιώματα και οι πολιτικές ελευθερίες με το επιχείρημα ότι τα δικαιώματα είναι «επαρκώς προστατευμένα» στο παρόν Σύνταγμα…
Όλα τα παραπάνω δεν είναι νέα, δεν συνιστούν δηλαδή προβλέψεις για το ενδεχόμενο ενός ζοφερού μέλλοντος, αποτελούν τη βιωμένη πραγματικότητα της δεκαετίας της κρίσης και ταυτόχρονα αποτέλεσαν το πλαίσιο των περιορισμών και των καταναγκασμών με το οποίο αναμετρήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησής του.
Ο ανοδικός κύκλος των αγώνων και τα διλήμματα της Αριστεράς
Θεωρώ πως τα παραπάνω δίνουν το πλαίσιο της κατανόησης των κοινωνικών εκρήξεων που συντελέστηκαν σε πολλές μεριές του κόσμου, από το ξέσπασμα της κρίσης και έπειτα. Το παγκόσμιο 2011 των πλατειών της Νότιας Ευρώπης, των εξεγέρσεων της Βορείου Αφρικής, και του Occupy στον αγγλοσαξονικό κόσμο συνεχίστηκε στην Τουρκία, στη Βραζιλία, στις ΗΠΑ, και σήμερα στη Γαλλία με τα «κίτρινα γιλέκα». Οι εξεγέρσεις, τα κινήματα, οι κοινωνικές αυτές εκρήξεις συγκροτούν αιτήματα ενάντια στις δομικές αιτίες της δυσβάστακτης συνθήκης κυριαρχίας του εμπορεύματος και του κεφαλαίου.
Είναι αξιοθαύμαστο ότι έχει ξεκινήσει αυτός ο ανοδικός κύκλος αντιστάσεων και αγώνων σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός διαλύει τον πυρήνα της κοινότητας των αναγκών των ανθρώπων. Ο Mike Davis περιγράφει τούτη τη διάλυση ως νέα κοινωνική διαστρωμάτωση με τις συνακόλουθες δυσκολίες στην οργάνωση των κοινωνικών αγώνων: «τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, η διάβρωση της βιομηχανικής εργασίας μέσω εξισορροπιστικής κερδοσκοπίας στους μισθούς, της υπεργολαβίας εργαζομένων και της αυτοματοποίησης πολλών εργασιών, ανταμώνει με την αυξημένη επισφάλεια της εργασίας που παράγει υπηρεσίες, την ψηφιακή βιομηχανοποίηση των εργασιών, του ‘λευκού κολάρου’ και τη στασιμότητα ή την πτώση του ποσοστού των δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνεται στα συνδικάτα»1. Έτσι, καθόλου τυχαία δεν είναι η τόσο ευπρόσδεκτη άνοδος της φεμινιστικής και ΛΟΑΤΚΙ ατζέντας στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως.
Τι κάνει, όμως, η ελληνική Αριστερά; Παλιοί σύντροφοι επιδίδονται με πάθος στην κριτική της πολιτικής οικονομίας του νεοφιλελευθερισμού παγκοσμίως και στη χώρα μας. Δεν είναι αμερόληπτη η κριτική σε ότι αφορά τη χώρα μας και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ανθρώπινο… Έτσι κι αλλιώς δεν είναι άχρηστη γνώση η αποκάλυψη των μηχανισμών αναδιανομής εισοδημάτων και δικαιωμάτων υπέρ των κυρίαρχων, ο σιδερένιος δηλαδή κανόνας του νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι όμως αρκετό, εκτός αν συμμερίζεται κανείς την ανάλυση του ΚΚΕ, ότι δηλαδή στις δοσμένες συνθήκες ο καπιταλισμός είναι πανίσχυρος και ότι αυτό που αντιστοιχεί στην τάξη και το κόμμα είναι η συσσώρευση γνώσης και δυνάμεων, αναμένοντας τη στιγμή της αλλαγής της συγκυρίας. Ιδιαίτερα όταν το σενάριο για την αντιεξουσία των κινημάτων και τη δημιουργία δυαδικής εξουσίας «δεν βγαίνει» διαχρονικά μετά τη μεταπολίτευση. Στρατηγικά, βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αποφεύγει για πολύ το αμείλικτο ερώτημα – πόσο μάλλον στον ανοδικό κύκλο των αγώνων: Με τις θεωρίες της αναμονής, με τις άλλες θεωρίες της εθνικής αναδίπλωσης ή με τη δημιουργία ενός πολιτικού σχεδίου που να απαντά στις άμεσες ανάγκες των πολλών, που να εντάσσεται σε μια στρατηγική μετασχηματισμού του υπάρχοντος; Χωρίς, φυσικά, να αγνοεί το συσχετισμό δύναμης υπέρ του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Συνοψίζοντας
Έχω τη γνώμη ότι η δήλωση του Ευκλείδη Τσακαλώτου στην Εφημερίδα των Συντακτών για τη νέα χρονιά συνοψίζει κάποια από τα παραπάνω και κεντράρει εντελώς στο διακύβευμα της νέας χρονιάς: «Η προσδοκία για το 2019 είναι ο κόσμος που έχασε τόσα στην κρίση να πειστεί πως οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, αλλά όχι υπό τις συνθήκες που επιλέγουν οι ίδιοι. Και εδώ και στην Ευρώπη είναι η χρονιά που εκλογικά πρέπει να ηττηθούν οι δυνάμεις αυτές που ψαρεύουν όχι στα θολά νερά, όπως συχνά λέγεται, αλλά σε νερά με πίσσα, όπου όπως έχουμε μάθει από την Ιστορία δεν επιβιώνουν ούτε φύκια ούτε ψάρια – πόσο μάλλον άνθρωποι. Το αντίδοτο επίσης το ξέρουμε: Να πολεμήσουμε τον εθνικισμό και τις ανισότητες που τον καλλιεργούν. Να επινοήσουμε τι σημαίνει στις νέες συνθήκες το κοινωνικό κράτος, η δίκαιη ανάπτυξη και ένας δημόσιος τομέας που σέβεται και υπηρετεί τον πολίτη. Το κόστος μίας αποτυχίας θα είναι μεγάλο»
* Βουλευτής Β’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ και μέλος της Κ.Ε. του
1 Mike Davis (2017), Old gods, new enigmas, Catalyst 1(2)
Χριστόφορος Παπαδόπουλος
Πηγή: Η Αυγή