Όλοι στην οικογένειά μας είχαν ωραία δάχτυλα. Και η μητέρα με τα λευκά της χέρια, «λευκώλενος Ήρη» που θα έλεγε και ο παππούς Όμηρος, «κρουσταλλοβραχιονάτη» κατά τη μετάφραση του Καζαντζάκη, και ο πατέρας. Που, παρά το χειρωνακτικό του επάγγελμα (ήταν τσαγγάρης), δεν έχασε ποτέ τη χάρη και την ευγένεια των δαχτύλων του, που δεν καταδέχτηκαν «το στρεβλό σχήμα της κλοπής, της επαιτείας, της παράκλησης, της ελεημοσύνης». Δάχτυλα που ποτέ δεν κινήθηκαν με εχθρότητα, ποτέ δεν χυδαιολόγησαν (αφού υπάρχει και η γλώσσα του σώματος), με ασέβεια προς το άλλο σώμα. Ενστικτωδώς συμφωνώντας με τον άγιο Μπωντλαίρ: «το σώμα μας είναι το πνεύμα μας».
Α, ναι! Όλοι στην οικογένειά μας είχαν ωραία δάχτυλα. Αυτή όμως που τους ξεπερνούσε όλους στην ομορφιά των δαχτύλων ήταν η γιαγιά μου -η μητέρα της μητέρας μου- η Εριφύλη.
Είχε κάτι δάχτυλα απίστευτης διαφάνειας και σχεδόν εξωπραγματικής ωραιότητας. Με κινήσεις απ’ όπου λες και έσταζαν εύθραυστες πορσελάνες ή δαντέλες βενετσιάνικες, καλοσύνης, ηπιότητας και ευλάβειας που θρησκεύεται για να δοθεί (όχι να παραδοδεί).
Κόρη (είχε γεννηθεί το 1881) αρχοντικής οικογένειας από τη Σηλύβρια της ανατολικής Θράκης, παντρεμένη στην Κωνσταντινούπολη, είδε να χάνονται από τα δάχτυλά της, ένα προς ένα, όλα τα πολύτιμα οικογενειακά της κειμήλια δαχτυλίδια. Προσφυγιά, κατοχή, μια κόρη (η μητέρα μου) στη φυλακή κι ένας γιός στη Μακρόνησο, ο παππούς με ρημαγμένη δουλειά, επειδή (παρ’ ότι αστός και καθόλου κομμουνιστής) αρνήθηκε να συνεργασθεί (στην Καβάλα όπου είχε στεριώσει με μεγάλη οικονομική επιτυχία) με τους κατακτητές Βούλγαρους, άσ’ τα να πάνε. Ο παππούς πέθανε απ’ τον καημό για τα διωγμένα του παιδιά, τα δύο από τα τέσσερα, και η γιαγιά Εριφύλη σχεδόν δεν είχε χρήματα να τον κηδέψει. Βλέπεις, όλα τα δαχτυλίδια είχαν, προ πολλού, πουληθεί. Κι εκείνη απόμεινε με τα πανέμορφα κρινοδάχτυλά της να ακουμπούν στη Σύνοψη ή να μας ευλογούν χαϊδεύοντας τα κεφάλια μας.
«Τα δαχτυλίδια πέσανε, μα μένουνε τα δάχτυλα», έμαθα πολλά χρόνια αργότερα και, ναι, το είχα ήδη ζήσει και το είχα ήδη ακούσει αλλιώς από την αρχοντική μου γιαγιά την Εριφύλη, όταν μικρό παιδάκι της είχα πει για μια συγγένισα, ότι φορούσε «ωραία δαχτυλίδια». «Να μη σε νοιάζουν τα ωραία δαχτυλίδια κι εκείνοι που τα φορούν» μου είχε απαντήσει ήρεμα. «Να σε νοιάζουν οι άνθρωποι που έχουν ωραία δάχτυλα».
Αργότερα, όταν μεγάλωσα κι όταν η γιαγιά Εριφύλη είχε πια πεθάνει (καλοκαίρι του 1966), κατάλαβα τι εννοούσε. Φυσικά δεν εννοούσε το σχήμα, αλλά την αρμονική ικανότητα του σύμπαντος κόσμου για θωπεία. Εννοούσε τα δάχτυλα που ομορφαίνουν καθώς χαϊδεύουν. Που ομορφαίνουν επειδή γνωρίζουν να παρηγορούν, να ανασηκώνουν, να προστατεύουν και να ησυχάζουν. «Να μη σε νοιάζουν τα δαχτυλίδια, να σε νοιάζουν τα δάχτυλα».
Τα δάχτυλα που ξέρουν να λένε καληνύχτα, πάει να πει και να σε οδηγούν στην οδό των ονείρων. Τα ωραία δάχτυλα της δίκαιης επιείκειας που δεν άγγιξαν ποτέ την πέτρα τόσων και τόσων λιθοβολισμών, την πέτρα του σκληρού αναθέματος.
Τα θυμήθηκα, τούτες τις μέρες που ένας ακόμα χρόνος ξεκινάει, τα δάχτυλα της γιαγιάς μου της Εριφύλης, με αφορμή τη φονική αγριότητα του μικροαστικού φασισμού που στέλνει τους αδύναμους στο ικρίωμα. Μιλάω για τον Ζακ Κωστόπουλο, την Ελένη Τοπαλούδη, τον Πετρίτ Ζίφλε, τον Σαχζάτ Λουκμάν και τόσους άλλους και τόσα άλλα… Μιλώ για τη φοβική τυφλότητα της μίζερης ζωής, για την ακρωτηριασμένη ωραιότητα του νεύματος προς τον Άλλο που αφήνει πίσω της ματωμένα δακτυλικά αποτυπώματα στη ζωή τους. Μιλώ για τα δάχτυλα εκείνων που δείχνουν κρυπτόμενοι πίσω από το δικό τους δάχτυλο. Μιλώ για τα δάχτυλα των ανίδεων στη χαρά, των αμέριμνων στη λύπη.
Άσχημα δάχτυλα. Παραμορφωμένα. Που δεν άναψαν ποτέ ένα κερί Εσπερινού υπέρ πεινώντων και διψώντων. Υπέρ ζώντων και τεθνεώτων. Στ’ αλήθεια αγριεύεσαι, όχι μόνο από τα φονικά, αλλά και από την αγριότητα που τα δικαιολογεί και αθωώνει τους δράστες, φορώντας στα θύματα το ακάνθινο στεφάνι του ενόχου. Αγριεύεσαι από τη θανατηφόρο κακοήθη υγεία του εξανδραποδισμού. Και τότε ψάχνεις από κάπου να πιαστείς. Αυτό κάνω κι εγώ. Όταν αγριεύομαι, σχεδόν αυτοματικά, κοιτάζω πάντοτε τα χέρια μου, θυμάμαι τη γιαγιά μου την Εριφύλη κι αναρωτιέμαι: άραγε έχω ωραία δάχτυλα; Και φοβάμαι να απαντήσω. Γιατί είναι μεγάλος ο αγώνας για την ομορφιά. Μπορεί και άνισος…
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή