Μάης του 1936. Η Βόρεια Ελλάδα «βράζει». Οι καπνεργάτες έχουν ξεκινήσει απεργιακές κινητοποιήσεις που επεκτείνονται μέρα με τη μέρα σε όλο και περισσότερες πόλεις.
Βασικό αίτημα, η καλυτέρευση του γλίσχρου μεροκάματου.
Με πρωτοβουλία υπουργών της τότε κυβέρνησης γίνονται προσπάθειες διαλόγου αλλά οι καπνέμποροι «αρνούνται συνεννόησιν», με τον… διαχρονικό ισχυρισμό ότι εάν δοθούν αυξήσεις θα προκληθούν νέες επιβαρύνσεις στο καπνεμπόριο, που θα έχουν αντίκτυπο τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στις εξαγωγές ελληνικών καπνών (πηγή: εφημερίδα «Μακεδονία», φ. 6/5/1936).
Ωστόσο, φαίνεται ότι το επιχείρημά τους ήταν έωλο.
Η εφημερίδα «Μακεδονία», σε κύριο άρθρο της, στις 9 Μαΐου, σημείωνε, μεταξύ άλλων, ότι οι καπνέμποροι «την φοράν ταύτην αδικαιολογήτως αρνούνται την αποδοχήν των καπνεργατικών αξιώσεων, ενώ λόγω των καλών τιμών των καπνών εις το εξωτερικόν καρπούνται ασφαλώς υπέρογκων κερδών»…
Πολλές πόλεις, όπως οι Σέρρες, η Δράμα, η Καβάλα και η Ξάνθη «νεκρώνουν» καθώς σε ένδειξη συμπαράστασης στους απεργούς καπνεργάτες κλείνουν καταστήματα και απεργούν οι επαγγελματίες.
Μικροεπεισόδια και συλλήψεις γίνονται παντού.
Ομως, στον Βόλο, το απόγευμα της 7ης Μαΐου, στη διάρκεια μιας συγκέντρωσης, ένας καπνομεσίτης «έβγαλε περίστροφο και πυροβόλησε επανειλημμένως κατά απεργών. Μια σφαίρα τραυμάτισε σοβαρά στο κεφάλι τον καπνεργάτη Σωτήρη Κωνσταντόπουλο» (πηγή: εφημερίδα «Μακεδονία», φ. 8/5/1936).
Στη Θεσσαλονίκη, η Παρασκευή 8 Μαΐου ξημέρωσε χωρίς να υπάρχει κάποια προγραμματισμένη συγκέντρωση. Αλλωστε από νωρίς έπεφτε δυνατή βροχή.
Στις 10 το πρωί, περίπου 2.000 καπνεργάτες συγκεντρώνονται στα γραφεία των σωματείων τους προκειμένου να ενημερωθούν για την πορεία του αγώνα τους.
Η πορεία
Στη διάρκεια της συγκέντρωσης εγκρίθηκε ψήφισμα και παρότι η συντονιστική επιτροπή συνέστησε να διαλυθούν οι συγκεντρωμένοι, εκείνοι αποφάσισαν να πάνε με πορεία στη Γενική Διοίκηση για να το επιδώσουν.
Ετσι ξεκίνησαν πορεία προς την οδό Εγνατίας.
Περίπολα χωροφυλάκων βρίσκονταν σε πολλά σημεία και χωρίς καμία απολύτως αφορμή έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται στους διαδηλωτές.
«Σκηναί αιματηραί εξετυλίχθησαν τότε. Οι ιππείς επέπεσαν ανάμεσα εις την μάζαν σπαθίζοντες δεξιά και αριστερά ενώ οι ακολουθούντες το ιππικόν πεζοί χωροφύλακες επυροβολούσαν προς εκφοβισμόν. Οι διαδηλωταί υποχωρούντες προς το Βαρδάρι συνεκρούσθησαν με τον έφιππον ουλαμόν της χωροφυλακής, ο οποίος ευρίσκετο προς την πλευράν αυτήν και κατεδιώχθησαν λυσσωδώς εις την πλατείας Βαρδαρίου. Εν τω μεταξύ όσοι εκ των απεργών έπεσαν εις χείρας των πεζών χωροφυλάκων εκακοποιήθησαν κατά τρόπον αιμοβόρον. Δεκάδες καπνεργατριών ετραυματίσθησαν κατά τας σκηνάς αυτάς διά σπαθισμών και δι’ υποκοπάνων και άλλαι διά των κλομπς» (πηγή: «Μακεδονία», φ. 9/5/1936).
Σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη» (φ. 9/5/1936) στη διάρκεια των επεισοδίων «διατάχθηκαν οι φαντάροι να επιτεθούν κατά των απεργών. Μ’ αυτοί αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τους επικεφαλής αξιωματικούς στην επίθεση κι’ έτσι αναγκάστηκαν να ξαναγυρίσουν κι’ αυτοί στις θέσεις τους. Την ίδια στιγμή έκαμε επέλαση η έφιππη χωροφυλακή. Ανάμεσα στους χωροφύλακες και τους φαντάρους προκλήθηκε ψυχρότητα κι’ άλλαξαν βαριές φράσεις».
Κάποια στιγμή οι διαδηλωτές υποχωρούντες προς την οδό Διοικητηρίου «απαντούν» με πετροπόλεμο.
Μέχρι τη 1 το μεσημέρι γίνονται μικρότερα επεισόδια σε διάφορα σημεία.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων («Μακεδονία», φ. 9/5/1936) συνελήφθησαν 32 απεργοί, «οι οποίοι οδηγήθηκαν εις το 6ον αστυνομικό τμήμα όπου εκακοποιήθησαν μέχρις αιματώσεως υπό των αστυνομικών οργάνων» ενώ τραυματίστηκαν περίπου 150 άτομα, οι περισσότερες γυναίκες, από υποκόπανους, κλομπ και χτυπήματα.
Η αναίτια αστυνομική βία προκαλεί αγανάκτηση. Η εφημερίδα «Μακεδονία» σε πρωτοσέλιδο άρθρο της στις 9 Μαΐου εκφράζει το λαϊκό αίσθημα γράφοντας:
«Αστυνομικά όργανα να πυροβολούν και να φονεύουν ανάνδρως αόπλους πολίτας, να δέρνουν γυναίκας και να ξεσχίζουν τα ενδύματα αυτών. Και να ποδοπατούν διά των ίππων των ή να μωλωπίζουν διά των υποκοπάνων τους και αυτούς ακόμη τους τυχαίως διερχόμενους διαβάτας; (…) Αλλ’ ασφαλώς τα αίσχη ταύτα δεν δύνανται να εξακολουθήσουν».
Αμέσως, προκηρύσσεται πανελλαδική απεργία και μετά τους καπνεργάτες, υφαντουργούς, καρεκλοποιούς, υποδηματεργάτες και τους εργάτες καουτσούκ παίρνουν αποφάσεις για απεργία αλιεργάτες, σιδηροδρομικοί, τροχιοδρομικοί, υπάλληλοι κρεοπωλείων, αρτεργάτες, αυτοκινητιστές κ.ά.
Η κυβέρνηση Μεταξά επιστρατεύει τροχιοδρομικούς και σιδηροδρομικούς, ενώ για το Σάββατο 9 Μαΐου διοργανώνονται μεγάλες συγκεντρώσεις.
Οι αιματοβαμμένες συγκεντρώσεις
Ο «Ριζοσπάστης» στο κυριακάτικο φύλο του υπενθυμίζει ότι πριν από δύο χρόνια και πάλι στις 9 Μαΐου, σε μια εργατική κινητοποίηση στην Καλαμάτα, τα πολυβόλα είχαν σκοτώσει 7 εργάτες ενώ δεκάδες άλλοι είχαν τραυματιστεί.
Το ίδιο έμελλε να επαναληφθεί, το 1936, στη Θεσσαλονίκη, καθώς στις 10 το πρωί χιλιάδες απεργοί είχαν συγκεντρωθεί στο σύνηθες σημείο των διαδηλώσεων, στην οδό Εγνατίας, από του Κολόμβου μέχρι την οδό Μ. Αλεξάνδρου.
Ο 30χρονος Τάσος Τούσης, από το Ασβεστοχώρι, ήταν επαγγελματίας οδηγός και βοηθούσε τη μητέρα του Κατίνα και τις τέσσερις αδελφές του.
Μετά τον γάμο του με την καπνεργάτρια Ελλη Ρετετάκου αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο για να δουλέψει μόνος του.
Σε ένα εξαιρετικό κείμενο της κ. Ρούλας Γκόλιου, με τίτλο «Η εποχή κοινωνικής και πολιτικής κρίσης του Μεσοπολέμου, δοσμένη μέσα από την πορεία ενός ανθρώπου», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χορτιάτης 570» (φ. 570, καλοκαίρι 2013), διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
Στις 9 Μαΐου το πρωί, ο Τάσος δεν πήγε στη δουλειά. Οι αυτοκινητιστές είχαν κηρύξει απεργία και το αυτοκίνητό του ήταν στο συνεργείο.
Στάθηκε σ’ ένα περίπτερο, έριξε μια ματιά στο εξώφυλλο του «Ριζοσπάστη», όπως συνήθιζε, και πέρασε να δει τη μάνα του.
(…) Μόλις έφυγε πήγε στο συνεργείο κι από κει ευθεία στη Συγγρού, όπου ήταν τότε το πρακτορείο του Ασβεστοχωρίου.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής ενώ προετοιμαζόταν διαδήλωση, ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο του καπνέμπορου Μίσιου διερχόταν την οδό Εγνατίας με κατεύθυνση προς το Βαρδάρι.
Ομάδα απεργών αυτοκινητιστών όρμησε στο αυτοκίνητο και αφού το σταμάτησε, επιχείρησε να κατεβάσει τον σοφέρ.
Την ίδια στιγμή ομοβροντία πυροβολισμών από τους χωροφύλακες στην οδό Μ. Αλεξάνδρου κατά της ομάδας των σοφέρ αντήχησε σαν κεραυνός και ο σοφέρ Αναστάσιος Τούσης από το Ασβεστοχώρι έπεφτε νεκρός, ενώ δύο άλλοι εργάτες τραυματίστηκαν βαριά («Μακεδονία», 12/5/1936).
Συνολικά, εκείνη τη μέρα έχασαν τη ζωή τους 15 εργάτες, ενώ πάνω από 200 ήταν οι τραυματίες.
Ομως, ο Τάσος Τούσης έγινε σύμβολο αυτής της αιματοβαμμένης μέρας καθώς «η τραγική μητέρα του νεκρού, που έτυχε παρούσα εις τον φόνον του πεσμένη εις τα γόνατα, προτείνει ικετευτικά τας χείρας προς τους έναντι χωροφύλακας, οίτινες εξακολουθούν να πυροβολούν κατά των υποχωρούντων εκείσε εργατών και να στρώνουν με νέους νεκρούς και τραυματίας το λιθόστρωτον» («Μακεδονία», 12/5/36).
Η εικόνα της τραγικής μάνας πάνω από το νεκρό παιδί της κυριαρχεί στις εφημερίδες.
«Ο Επιτάφιος»
Ο μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος βλέπει αυτή τη φωτογραφία και συγκλονίζεται.
Κλείνεται σε ένα δωμάτιο και γράφει τα τρία πρώτα ποιήματα της περίφημης συλλογής του με τον τίτλο «Επιτάφιος», που δημοσιεύονται στις 12 Μαΐου 1936 στον «Ριζοσπάστη» με το τίτλο «Μοιρολόι» και αφιέρωση «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης».
Ο «Επιτάφιος», που περιέχει συνολικά 20 ποιήματα, εκδόθηκε από τον εκδοτικό του «Ριζοσπάστη» στις 8 Ιουνίου 1936 και πολύ γρήγορα σχεδόν εξαντλήθηκαν 10.000 αντίτυπα.
Οταν ο Μεταξάς έκανε τη δικτατορία κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
Η οριστική μορφή του ποιήματος εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, και μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη.
«Μοιρολοϊ»
(Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης)
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της γειτονιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που μικρά σου λέω.
Γιόκα μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι.
Στη στράτα εδώ καταμεσής τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
πούναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ, τον κόρφο διες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι,
τον ιδρώτα σου ζήτησες και σούκοψαν το χέρι.
Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιόντας,
με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας.
Και χύμηξαν απάνου σου τα σμουλωχτά κοράκια
και σούπιαν το αίμα, γιόκα μου, σου κλείσαν τα χειλάκια.
Τώρα οι παλάμες σου οι αχνές, μονάκριβέ μου κρίνε,
σα δυό πουλάκια ανήμπορα και πληγωμένα μου είναι.
Που τα φτερά τους δίπλωσαν και πια δε φτερουγούνε
και τα κρατώ στα χέρια μου και δε μου κελαϊδούνε.
Ω, γιε μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε
τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.
Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη να τη βάψω
και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.
Βασίλεψες, αστέρι μου, και βούλιαξεν ο κόσμος,
έσβυσε ο ήλιος, μάδησε και του σπιτιού μου ο δυόσμος.
Κρύβω την όψη ολάκαιρη στο μαύρο μου τσεμπέρι,
δε θέλω πια απ’ τον κόσμο αυτό σινιάλο και χαμπέρι.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ’ εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι’ ουδέ σε παρατάει.
Και, δες, μ’ ανασηκώσανε, χιλιάδες γιους ξανοίγω
μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Ομοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.
Τα δάκρυα στερεύουνε, φουντώνουνε οι αντάρες
χιλιάδες οι βλαστήμιες μου, χιλιάδες οι κατάρες.
«Να πέσει κεραυνού φωτιά στην κεφαλή τους πάνω
και με τα χέρια τούτα εδώ στο λάκκο να τους βάνω».
Γιε μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω τη φωνή μου,
σου παίρνω το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ πουλί μου.
Ο Σταύρος Μαλαγκονιάρης είναι δημοσιογράφος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών