Macro

Πού θα γίνει η αντιπαράθεση το κρίσιμο 2019;

Η αδυναμία της ΝΔ για περαιτέρω συσπείρωση και η ανάγκη του ΣΥΡΙΖΑ για πρόγραμμα τετραετίας

 

Οταν ο έγκυρος συστημικός αντιπολιτευτικός Τύπος υποδέχεται την κατάθεση του προϋπολογισμού για το 2019 με ένα μονόστιλο στην πρώτη σελίδα. Όταν την επομένη θάβει τη σπουδαία είδηση για την απόφαση του EFSF/ESM για ενεργοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που κρατούν τις δαπάνες εξυπηρέτησής του ως το 2033 κάτω από το 15% του ΑΕΠ στις εσωτερικές οικονομικές σελίδες. Τότε το πού θα γίνει η αντιπαράθεση το κρίσιμο 2019, που πρέπει να επιλέξει η κυβέρνηση να είναι κεντρικός άξονας της αντιπαράθεσης με την ΝΔ είναι πολύ καθαρό. Και ελπίζουμε να φθάσει το ίδιο σαφές, επιτέλους, τόσο στο Μαξίμου όσο και στην Κουμουνδούρου.
Ο συστημικός Τύπος και άλλες δυνάμεις δεν το κάνουν αυτό μόνο διότι και για τις δυο αυτές εξελίξεις είχαν κινδυνολογήσει αφάνταστα, άρα τώρα θέλουν αυτό να ξεχαστεί. Αυτό είναι το λιγότερο: το κάνουν διότι είναι δυο μεγάλης σημασίας βήματα για μια χώρα χρεοκοπημένη που βρίσκεται με καθημαγμένη κοινωνία και αποδιαρθρωμένη παραγωγική βάση. Διότι:
• αφενός είναι μπροστά μας ο πρώτος προϋπολογισμός που εμπεριέχει, μετά το τέλος του προγράμματος, μικρή επέκταση —0,5 μονάδες του ΑΕΠ ή 910 εκατ. ευρώ—με μέτρα κοινωνικής προστασίας και ενίσχυση της ανάπτυξης, που περιλαμβάνει —παρά τις προβλέψεις και τις προσδοκίες της αντιπολίτευσης και τη σφοδρή επιθυμία των επιχειρηματιών— την κατάργηση ενός μνημονιακού μέτρου.
• αφετέρου, υλοποιείται μια απόφαση των δανειστών που πάρθηκε στο Eurogroup τον περασμένο Ιούνιο για ελάφρυνση του χρέους, που σημαίνει ότι επιτυγχάνεται σωρευτική μείωση του χρέους ως και 30 μονάδες ως το το 2060 και ότι θα επιστρέφονται στην Ελλάδα 200 εκατ. ευρώ το χρόνο ως το 2022. Πόσες φορές δεν είχε «προβλεφθεί» ότι δεν θα υλοποιηθεί, ως και πρόσφατα γράφτηκε ότι μπορεί να την αναιρέσουν λόγω της παροχολογίας της κυβέρνησης…Τώρα λένε τα ίδια για τα 600 εκατ. ευρώ το έτος επιστροφές κερδών των κεντρικών τραπεζών διότι… δεν προχώρησαν οι μεταρρυθμίσεις.

Υπερπροσπάθεια αποδόμησης

Η αντιπολίτευση, Τύπος και κόμματα, έχουν αποδυθεί σε μια υπερπροσπάθεια να αποδομηθεί ο προϋπολογισμός αν και εν μέσω αντιφάσεων και διαφωνιών. Η κύρια γραμμή είναι ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι λαϊκισμός, ότι υποθηκεύουν το μέλλον της οικονομίας, ότι κόβουν πόρους από την ανάπτυξη και δίνουν επιδόματα. Εκτροχιασμός που θα φορτωθεί η ΝΔ ως κυβέρνηση. Εντούτοις ψηφίζουν τα μέτρα!Συγχρόνως, όμως, ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης στην περιοδεία του στην Κυψέλη, όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η «Καθημερινή», «έψεξε τον πρωθυπουργό ότι επιστρέφει πίσω πολύ λίγα απ΄ αυτά που πήρε τα τελευταία χρόνια από τους Έλληνες πολίτες, δεν έχει κανένα δικαίωμα να πανηγυρίζει». Οι πιο «ψαγμένοι» μιλούν για τρικ αιματηρών υπερπλεονασμάτων και παροτρύνουν την αντιπολίτευση να καταψηφίζει τα μέτρα ως λαϊκίστικα κ.τ.λ.
Ο στόχος είναι απολύτως πολιτικός και για να υλοποιηθεί χρειάζεται να υπονομευθεί η οικονομία. Η επιχειρηματολογία είναι διπλή: καταστροφολογία ως προς την κατάσταση της οικονομίας και βλάβη της από τις υποτιθέμενες παροχές και τη μη αναπτυξιακή στόχευση των μέτρων. Δεν ήταν η πορεία της πραγματικής οικονομίας, η θετική προοπτική, ούτε και οι δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας που διαμόρφωσαν το έδαφος πάνω στο οποίο επιχειρηματολόγησε η ελληνική πλευρά και δέχθηκαν οι δανειστές. Η κατάσταση στην Ευρωζώνη με Brexit, Ιταλία, ακόμη και Γερμανία είναι τόσο προβληματική που οι —κυνικοί— δανειστές ήθελαν να κλείσουν το ελληνικό θέμα ή να το παρουσιάζουν σαν μια ακόμη επιτυχία της πολιτικής τους. «Πρόκειται για συνεταιρισμό στη νεκροκομία. Όλοι έχουν λόγο να καλοπήσουν το πτώμα», σημειώνει ο αρθρογράφος δίπλα σε έναν άλλο ο οποίος υποστηρίζει: «Η έγκριση του νεομνημονιακού προϋπολογισμού για το 2019 είναι ακόμη ένα καρφί στο κιβούρι της οικονομίας και της λογικής».

Με επίκεντρο το δίπολο οικονομία-κοινωνία

Οι αντιφάσεις αυτές είναι σωστό και απαραίτητο να αναδεικνύονται. Όπως και να απαντώνται με επιχειρήματα οι κριτικές που ασκούνται. Όσο όμως και να απαντηθούν όλα αυτά, η προεκλογική πόλωση συχνά κλείνει τα μάτια και τα μεγάλα κόμματα, που πείθουν ότι μπορεί να κυβερνήσουν, τα σκεπάζουν όλα αυτά, τα απορροφούν. Η επικοινωνιακή πολιτική χρειάζεται μελέτη, λεπτομερή εξέταση όλων των παραγόντων για να είναι αποτελεσματική.
Ασφαλώς, την ατζέντα δεν την διαμορφώνει μόνο η κυβέρνηση και η κάθε πλευρά επιλέγει θέματα που είναι πιο αβανταδόρικα. Ο Κ. Μητσοτάκης δεν πήγε στη Βουλή την Πέμπτη όπου θα έπρεπε να μιλήσει και για την οικονομία, όμως την Παρασκευή ερωτούσε τον Πρωθυπουργό για την ανομία στα Πανεπιστήμια. Ανεξάρτητα αν βρέθηκε μπροστά σε ένα «διαβασμένο» Α. Τσίπρα, με στοιχεία και ουσιαστικά επιχειρήματα για τα ιδιωτικά ΑΕΙ, ωστόσο ο πρόεδρος της ΝΔ θα επιμείνει σε παρόμοια θέματα που θεωρεί ότι τον ευνοούν.
Ωστόσο, η κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει στον κεντρικό άξονα που διαμορφώνει το δίπολο οικονομία–κοινωνία. Ένας δεύτερος άξονας είναι η ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρεί η κυβέρνηση να λύσει σοβαρά και χρόνια προβλήματα της χώρας, όπως, για παράδειγμα, το Μακεδονικό ή οι σχέσεις Εκκλησίας–Κράτους.
Πολύ σωστά ο Αλέξης Τσίπρας στην παρέμβασή του για το ασφαλιστικό μίλησε εκτενώς για τον προϋπολογισμό και την οικονομία. Επιχειρηματολόγησε ότι όσα μέτρα μπόρεσε να πάρει η κυβέρνηση ήταν αποτέλεσμα της θετικής πορείας της οικονομίας. Αυτό, εξάλλου, ήταν και το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η επιχειρηματολογία για το αχρείαστο της περικοπής των συντάξεων. Αυτή η επιχειρηματολογία —αν μάλιστα οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης τα ΜΜΕ είναι πιο «μαζεμένοι»— είναι και αποτελεσματικοί για να αντιμετωπιστεί η προπαγάνδα — που στοχεύει στους δανειστές και τις αγορές— ότι μετά την έξοδο από το πρόγραμμα η ελληνική κυβέρνηση υπονομεύει την οικονομία. Απεναντίας αυτό αποφεύγει η ΝΔ όσο μπορεί.

Πειστικό πρόγραμμα

Βρισκόμαστε σε ένα πολύ λεπτό σημείο και τώρα θα αρχίσουν να διαμορφώνονται, τελειωτικά, τα πολιτικά ρεύματα, οι μετακινήσεις. Δύο είναι τα στοιχεία που παρατηρεί κανείς στις δημοσκοπήσεις, π.χ. της Pulse στο Σκάι. Πρώτον, η ΝΔ, με βάση τα στοιχεία Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου —τρεις δημοσκοπήσεις— εμφανίζει ένα αμετάθετο «ταβάνι». Με υψηλή συσπείρωση μεν (83%) αλλά και αδυναμία προσέλκυσης από άλλες δεξαμενές, παρά το σταθερό και μεγάλο προβάδισμά της που της εξασφαλίζει υψηλό ποσοστό παράστασης νίκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μικρά κέρδη αντίστοιχα —π.χ. της διαφοράς με τη ΝΔ από 10 μονάδες σε 9—, αλλά εξακολουθεί να έχει χαμηλή συσπείρωση αν και κάπως βελτιωμένη (52%), ενώ οι μη τοποθετούμενοι που είναι 17% κατά 39% προέρχονται από ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που εξακολουθούν, όμως, να μην πηγαίνουν σε άλλη πολιτική κοίτη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προσεγγίσει αυτούς τους πολίτες οι οποίοι είναι πολιτικά ανεπτυγμένοι και τον Σεπτέμβριο του 2015 τον ψήφισαν —παρά την ήττα— μετά γνώσεως μόνο με ειλικρίνεια για τις δυσκολίες που συνάντησε, αυτοκριτική για τα λάθη του και λεπτομερή παρουσίαση των επιτυχιών του υπό αντίξοες συνθήκες. Γρήγορα, δε, συγκροτώντας το πρόγραμμά του για την επόμενη τετραετία στη βάση αυτή να καλέσει τους αριστερούς και όχι μόνο πολίτες να τον ψηφίσουν. Σ΄ αυτή τη βάση η σύγκρουση με τη ΝΔ θα είναι πειστική, θα έχει περιεχόμενο.
Οι πολίτες που ταλαντεύονται, μ΄ άλλα λόγια που δεν πείθονται ακόμα από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά έχουν στρέψει την πλάτη τους —έτσι φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις— στη ΝΔ είναι εύκολα ή δύσκολα προσεγγίσιμοι. Αυτό εξαρτάται από το πως θα εργαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ το χρονικό διάστημα που απομένει.

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή