Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται εκ νέου υπό καθεστώς εκβιασμού. Η εμπλοκή στην αξιολόγηση, έπειτα από το αίτημα του ΔΝΤ για «προληπτικά μέτρα», η αναβολή του αναμενόμενου για σήμερα Eurogroup και η αόριστη μετάθεσή του μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, οι εύγλωττες δηλώσεις των δανειστών και των Ευρωπαίων αξιωματούχων καταδεικνύουν την πολιτική στόχευση των «προληπτικών μέτρων». Η ελληνική πλευρά επιμένει στα συμφωνημένα του Ιουλίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σπεύδει να στηρίξει το αίτημα του ΔΝΤ, και όλα αυτά μέσα σε ένα συνολικά αβέβαιο ευρωπαϊκό τοπίο.
Η σοβαρή πιθανότητα –το είχε δηλώσει και ο ίδιος ο Γερούν Ντάισελμπλουμ– να συνέλθει εκτάκτως το Eurogroup τη Μ. Πέμπτη, να ολοκληρώσει την αξιολόγηση και τη λύση που θα δοθεί στο «αίτημα» για προληπτικά μέτρα, καθώς και να συζητήσει για το χρέος, τελικά δεν επαληθεύτηκε. Οι συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, σε τεχνικό επίπεδο, συνεχίστηκαν και χτες, Μ. Τετάρτη. Ωστόσο, η πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς, όπως εκδηλώθηκε με το αίτημα του Πρωθυπουργού προς τον πρόεδρο της ΕΕ Ντόναλντ Τουσκ να συνέλθει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή να συνυπολογιστεί και η πολιτική πλευρά των εξελίξεων, απορρίφθηκε. Ο κ. Τουσκ έδειξε προς το Eurogroup, το οποίο όπως είπε πρέπει να συνέλθει εντός ολίγων ημερών, κάτι που με τη σειρά του απέρριψε το γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών, διότι «είναι προφανές ότι υπάρχει ανάγκη περαιτέρω διαπραγματεύσεων» όπως είπε η εκπρόσωπός του. Παραμένει ωστόσο ανοιχτό το ενδεχόμενο έκτακτο Eurogroup να συγκληθεί την Τρίτη του Πάσχα.
Εμπλοκή
Έχουμε εμπλοκή, λοιπόν, στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και είναι αρκετά αβέβαιη η τελική έκβασή της. Ποιο είναι όμως το ζήτημα που έχει τεθεί; Η εμμονή του ΔΝΤ στους δικούς του υπολογισμούς, που διαφέρουν απ’ αυτούς της ελληνικής πλευράς αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών, οδήγησε στην «υποχώρηση» της Γερμανίας, η οποία πρότεινε να υπάρξει μια δέσμη «προληπτικών μέτρων» που θα νομοθετηθούν από τώρα, θα είναι ονομαστικά και θα υλοποιηθούν αυτομάτως αν δεν προκύπτει το συμφωνημένο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, η Γερμανία, για να κρατήσει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα για την Ελλάδα, πρότεινε ένα ακόμη μνημόνιο, εφεδρικό μεν αλλά με όλες τις συνέπειες, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές.
Η κυβέρνηση
Η ελληνική κυβέρνηση το απέρριψε και πολύ σωστά. Διότι, όπως υποστηρίζει, δεν υπάρχει πουθενά στη συμφωνία του καλοκαιριού. Διότι με τα δύο νομοσχέδια (ασφαλιστικό και φορολογικό) εκπληρωνόταν πλήρως η υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Διότι το ελληνικό νομικό πλαίσιο δεν επιτρέπει νομοθέτηση για το μέλλον.
Η θέσπιση «προληπτικών μέτρων», είναι φανερό, θα δημιουργούσε μείζον πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ. Θα δοκίμαζε περαιτέρω τις σχέσεις τους με τα λαϊκά στρώματα που τη στηρίζουν, αλλά και γενικότερα με τους πολίτες. Θα δημιουργούσε κλίμα αβεβαιότητας για την πορεία της οικονομίας και κυρίως θα ενίσχυε την άποψη ή το φόβο ότι το πρόγραμμα που προβλέπει η συμφωνία του Ιουλίου «δεν βγαίνει». Και αυτό την ώρα που οι επιδόσεις της οικονομίας το 2015, καθώς ήταν καλύτερες από τις προβλέψεις, μείωναν αισθητά αυτούς τους φόβους.
Σχέδιο εκβιασμού
Η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε για δεύτερη φορά από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και τους Οικολόγους υπό εκβιασμό. Οι δανειστές δέχθηκαν την προ-συμφωνία Γερμανίας-ΔΝΤ, δηλαδή, την επιβολή των «προληπτικών μέτρων» στην Ελλάδα, έχοντας ως όπλο για άλλη μια φορά την έλλειψη ρευστότητας. Έγινε, δηλαδή, χωρίς να το κρύβουν, αυτό που είχε, ως κρυφό σχέδιο ο κ. Τόμσεν, όπως μας πληροφόρησαν τα WikiLeaks λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Το δόγμα «οι συμφωνίες τηρούνται», που έτριβαν στη μούρη συχνά-πυκνά στους Έλληνες αξιωματούχους οι δανειστές, άλλαξε και έγινε, κυνικά, «οι συμφωνίες αλλάζουν», εάν συμφέρει τους δανειστές!
Η αντιπρόταση
Η ελληνική κυβέρνηση, για τους λόγους που αναφέραμε ήδη, αρνήθηκε αυτήν τη λογική. Αντιπρότεινε, όμως, ότι μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση με ρητό και ορισμένο τρόπο, σε περίπτωση που δεν εκπληρώνονται οι στόχοι να παίρνει συμπληρωματικά μέτρα που αυτή θα κρίνει ως εφικτά και συμβατά με την πολιτική της. Η πρόταση της ελληνικής πλευράς, που απέβλεπε να ξεμπλοκάρει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης με έναν τρόπο που θα κάλυπτε επί της ουσίας τους φόβους των δανειστών, ενώ ταυτόχρονα δεν θα ξέφευγε από τη διαπραγματευτική της γραμμή, δεν έγινε αποδεκτή από το ΔΝΤ, και επομένως το θέμα παραμένει ανοιχτό.
Πέραν της οικονομίας
Οι εύγλωττες τοποθετήσεις των δανειστών, την ίδια στιγμή που η ελληνική πλευρά καταθέτει τα νομοσχέδια με τις συμφωνημένες υποχρεώσεις της και τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία διαθέτει δυναμική που συνάδει με τους υπολογισμούς της ελληνικής κυβέρνησης και όχι του ΔΝΤ, υποκρύπτουν πολιτική στόχευση. Στο τραπέζι είναι ξανά το αφόρητο για τους νεοφιλελεύθερους δανειστές, η σοβαρή πιθανότητα μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά να υπερβεί τα εμπόδια που της έχουν τεθεί και να απεγκλωβίσει σταδιακά, έστω με δυσκολίες και πισωγυρίσματα, την κοινωνία και την οικονομία από τα μνημόνια. Γι’ αυτό και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι αυτός που πρωτοστάτησε ώστε να βρεθεί η «λύση» των «προληπτικών μέτρων». Και ο Κλάους Ρέγκλιγκ του ΕSM είναι αυτός που πρώτος μίλησε για τον εκβιασμό της έλλειψης ρευστότητας.
Ποια θα είναι η τελική εικόνα; Καθόλου εύκολο να προβλεφθεί. Διότι οι δανειστές διαφωνούν, διότι η αβεβαιότητα στην οικονομία της Ευρώπης είναι μια πραγματικότητα, ομολογημένη από τους ίδιους. Διότι το προσφυγικό βαραίνει και είναι εν εξελίξει. Διότι έπονται εκλογές στην Ισπανία, δημοψήφισμα στην Αγγλία. Διότι η ακροδεξιά πήρε 30% στην Αυστρία. Χρειάζεται και μια κρίση στην Ελλάδα; Είναι σωστό, επομένως, που η κυβέρνηση καλεί την ΕΕ να απαντήσει πολιτικά στην προσπάθεια του ΔΝΤ να υπονομεύσει τη συμφωνία.
ΥΓ1. Γιατί αργήσατε τόσο, κ. Μητσοτάκη, και αφήσατε μόνο το ΔΝΤ;
Ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης –όπως και το Κόμμα του– άργησε μεν να τοποθετηθεί για το ζήτημα των «προληπτικών μέτρων», αλλά για άλλη μια φορά δεν μας διέψευσε. Τάχθηκε με την απαίτηση του ΔΝΤ! Διότι, όταν είσαι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προκύπτει τόσο σοβαρό θέμα για τη χώρα και λες, σχολιάζοντας τη θέση των δανειστών ότι «στον βαρύ λογαριασμό έρχονται να προστεθούν και τα μέτρα κάβα», κι όταν λες «είναι το τίμημα της προσωπικής αναξιοπιστίας του κ. Τσίπρα» και ακόμη ότι «κανείς δεν πιστεύει πως ο κ. Τσίπρας έχει τη διάθεση, αλλά και την ικανότητα να εφαρμόσει όσα συμφώνησε», τότε αβαντάρεις το αίτημα του ΔΝΤ.
Όμως, προς τι η τόση αργοπορία να τοποθετηθεί η ΝΔ; Αυτό είναι ένα ερωτηματικό που πρέπει οπωσδήποτε να διερευνηθεί. Διότι, ασφαλώς, ο κ. Μητσοτάκης, ιδεολογικά, δεν έχει πρόβλημα με τα μέτρα της λίστας. Σκέφτεται επίσης, ίσως, ότι κάποια στιγμή μπορεί να τα πάρει μια κυβέρνησή του. Και είναι γνωστές οι διασυνδέσεις του με συστημικά κέντρα του εξωτερικού που εισηγούνται τέτοια μέτρα.
Το αν, όμως, αυτές οι τοποθετήσεις είναι μεγάλη ώθηση και «στο μεγάλο πλειοψηφικό κίνημα για να φύγει η χειρότερη κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος από τη μεταπολίτευση και μετά», που ισχυρίζεται ότι οικοδομεί, είναι άλλη ιστορία.
ΥΓ2. Η τιμητική των «53»
Την προηγούμενη Κυριακή οι «53» είχαν την τιμητική τους. Τρεις κυριακάτικες εφημερίδες –Βήμα, Καθημερινή, Real– είχαν εκτενή ρεπορτάζ και πρωτοσέλιδους τίτλους. Π.χ. «Ο Τσίπρας ανάμεσα σε δανειστές και «53» (Καθημερινή). Τα ρεπορτάζ είχαν τα ίδια «δημοσιογραφικά πατήματα» και διατρέχονται από τις ίδιες πολιτικές επιδιώξεις, να εμφανίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ διχασμένο μπροστά στο πρόβλημα που δημιουργεί ο «διατλαντικός εκβιασμός». Αυτό σημαίνει ότι σχεδιάστηκαν από κοινό επικοινωνιακό νου. Όσο και αν αξιοποίησαν, ωστόσο, την «κοιλιά» τους οι συνάδελφοι, δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν την επιδίωξη της εργοδοσίας και της Διεύθυνσής τους. Με μια καθαρή απόφαση, η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, στην τελευταία συνεδρίασή της, στήριξε ομόφωνα την κυβέρνηση και την απόφασή της να μη δεχθεί λίστα με «προληπτικά μέτρα».
* Ο Παύλος Κλαυδιανός είναι δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης της εφημερίδας Εποχή.